Wednesday, March 31, 2010

ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ



  • ΒΗΜΑ ΙΔΕΩΝ - Τεύχος 05/3/2010

Τρεις περιπτώσεις: Μπίλλυ Μπαντ του Χέρμαν Μέλβιλ, Αντιγόνη του Σοφοκλή και Η γυναίκα με τα μαύρα του Γ. Νίκα

  • ΧΡΥΣΑ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Πολλοί, πλην των ειδικών, θα αναρωτηθούν τι σχέση μπορεί να έχει το Δίκαιο με τη Λογοτεχνία, αν και αυτή καλύπτει με τον ιδιαίτερο τρόπο της πολλές επιστήμες, όπως η Ιστορία, η Φιλοσοφία, τα Μαθηματικά, η Εγκληματολογία (το αστυνομικό είδος), αλλά και το Δίκαιο, κυρίως αυτό. Γιατί σε πάρα πολλά έργα, στα οποία παρουσιάζονται ακραίες καταστάσεις των ηρώων, όταν αυτοί συγκρούονται με το «κακό», το Δίκαιο καλείται να δώσει λύση, να απονείμει δικαιοσύνη. Αλλά και όταν οι ήρωες, εκείνοι που δέχονται την αδικία, προβαίνουν σε βίαιες πράξεις και ανταποδίδουν τα ίσα, ακόμη και τότε, όπως είναι αυτονόητο, τον λόγο τον έχει η δικαιοσύνη. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το μνημειώδες έργο του Ντοστογέφσκι Οι αδελφοί Καραμαζώφ και Η Δίκη του Κάφκα. Το πώς ο συγγραφέας χειρίζεται τα θέματα αυτά είναι στην ευχέρειά του, που καθορίζεται είτε από τις νομικές του γνώσεις, είτε από την ευαισθησία του για ζητήματα ανθρωπιστικά, ή και από τα δύο. Τώρα δεν θα μας απασχολήσουν βιβλία που έχουν ως θέματα αστυνομικές ιστορίες ή δικαστικές υποθέσεις, όπως αυτές τις είδαμε ιδιαιτέρως σε μυθιστορήματα του Σκοτ Τάροου. Γιατί αυτό που μας ενδιαφέρει δεν είναι το παιχνίδι μόνο των νομικών επιχειρημάτων, κάτι που παρακολουθεί κανείς σε δικαστικά θρίλερ, αλλά η επίδραση του νόμου στην ανθρώπινη συνείδηση, η ταλάντευση ανάμεσα στο δίκαιο, στο νόμιμο και στο παράνομο, η αμφιβολία για τη δίκαιη ή όχι απόφαση, στοιχεία που μας δίνουν πολλά λογοτεχνικά έργα, τα οποία δεν κατατάσσονται σε ξεχωριστό είδος: αστυνομικό ή δικαστικό.

Ο Χέρμαν Μέλβιλ
(ΗΠΑ, 1819-1891), γνωστός κυρίως από το μυθιστόρημά του Μόμπυ Ντικ, έγραψε πολλές νουβέλες και διηγήματα, όπως εκείνη με τον τίτλο Μπίλλυ Μπαντ, η οποία κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1962, αν και το χειρόγραφο είχε βρεθεί το 1924. Σε αυτήν εξετάζεται η δίκη ενός άτυχου άνδρα, τα διλήμματα των δικαστών, η στάση του κατηγορουμένου, η τελεσίδικη απόφαση και οι επιπτώσεις της. Ο νεαρός ναύτης Μπίλλυ Μπαντ, που υπηρετεί στο βασιλικό ναυτικό της Μ. Βρετανίας, σκοτώνει κατά λάθος τον οπλονόμο του πλοίου, ο οποίος τον κατηγόρησε άδικα στον πλοίαρχο για ανταρσία σε μια εποχή όπου οι ανταρσίες ήταν πολύ συχνές στα πληρώματα των πολεμικών πλοίων. Λόγω του φόβου που κυριαρχούσε για πιθανή εξέγερση, οι αξιωματικοί του πλοίου, κατόπιν της επιρροής και της αποφασιστικής στάσης του πλοιάρχου καταδίκασαν σε θάνατο διά του απαγχονισμού τον κατηγορούμενο. Ο Μπίλλυ οδηγήθηκε στην κρεμάλα αδιαμαρτύρητα, ενώ οι συνάδελφοι, αλλά και οι αξιωματικοί που τον δίκασαν ήταν μουδιασμένοι. Μάλιστα, ακόμη και ο πλοίαρχος που είχε πάρει την απόφαση να καταδικαστεί ο νεαρός ναύτης σε θάνατο φαίνεται στην τελευταία σκηνή του έργου ότι δεν είχε απαλλαγεί από τις τύψεις και τις ενοχές, καθώς ψιθυρίζει στο νεκροκρέβατο το όνομα του άτυχου νέου.

Ο συγγραφέας αναλύει με λεπτομερείς περιγραφές τους δύο εντελώς αντίθετους, διαφορετικούς χαρακτήρες, αυτόν του Μπίλλυ και του οπλονόμου, ενώ κατά βάθος τα δύο αυτά πρόσωπα εκπροσωπούν το καλό και το κακό και τη σύγκρουσή τους, στην οποία άλλωστε πίστευε ο Μέλβιλ, μια σύγκρουση που επανέρχεται σε όλα του τα έργα και ιδιαιτέρως στο εμβληματικό μυθιστόρημά του Μόμπυ Ντικ. Ο Μέλβιλ ωστόσο προσεγγίζει το θέμα του με ψυχραιμία και ευαισθησία, αναγνωρίζει πτυχές της προσωπικότητας των ηρώων του και βάσει αυτών των δεδομένων, αλλά και της εποχής και των αναγκών της, κρίνει τις πράξεις τους και τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή τους. Ετσι, στο έκτακτο ναυτοδικείο που στήνεται οι αξιωματικοί δεν επιθυμούν να καταδικαστεί σε θάνατο ο ναύτης γιατί γνωρίζουν πόσο καλός και αφελής είναι ο Μπίλλυ, ο οποίος άθελά του σκότωσε τον οπλονόμο, ενώ ο πλοίαρχος παρ’ όλο τον πόνο που αισθάνεται για την απόφασή του προτείνει τη θανατική ποινή, καθώς αυτή πρόκειται να λειτουργήσει και ως παραδειγματισμός για να συνετιστούν τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας και να μην προβούν σε ανταρσία. Ο πλοίαρχος Βήαρ, ο δικαστής, βυθομετρά τον μάρτυρα, παρακολουθεί και αξιολογεί ακόμη και από το ύφος του την πληροφορία που δίνει. Ετσι, προσέχει και δεν του ξεφεύγει το «συγκρατημένο και επιδεικτικό ύφος του οπλονόμου», το οποίο του έφερε στον νου την περίπτωση ενός ψευδομάρτυρα σε δίκη στην οποία συμμετείχε. Ο δικαστής λοιπόν δεν πρέπει να περιορίζεται στις νομικές γνώσεις, αλλά να είναι παρατηρητικός και να γνωρίζει από ψυχολογία. Ο λόγος, αυτά που υπονοούνται με τις λέξεις, και η στάση του μάρτυρα ορίζουν και την αξιοπιστία του. Δεν αρκεί μόνο το τι λέει, αλλά και πώς το λέει.

Η στάση του πλοιάρχου Βήαρ, ο οποίος αποφασίζει να συνέλθει έκτακτο ναυτοδικείο – αν και ήταν «αντιπολιτική» απόφαση, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά –, δείχνει ότι πάντα σε ανάλογες καταστάσεις – περίοδο πολέμου, ανταρσιών –, εκτός από την ευφυΐα, την ευαισθησία που πρέπει να διαθέτει ο εκάστοτε δικαστής, ρόλο παίζουν στον χαρακτήρα της απόφασης και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέστηκε το έγκλημα, είτε ήταν αυτό προμελετημένο είτε όχι. Ιδού πώς θέτει ο συγγραφέας τον ρόλο του δικαστή στην εν λόγω υπόθεση: «Από νομική άποψη, το φαινομενικό θύμα της τραγωδίας ήταν αυτός που είχε προσπαθήσει να ενοχοποιήσει έναν αθώο, και η αναμφισβήτητη πράξη του τελευταίου, από ναυτική σκοπιά, αποτελούσε το πιο απαίσιο από τα στρατιωτικά εγκλήματα. Και ακόμα περισσότερο. Το ουσιαστικό δίκαιο ή άδικο σ’ αυτή την υπόθεση, όσο πιο καθαρά και αν παρουσιαζόταν τόσο περισσότερο μεγάλωνε τις ευθύνες του κυβερνήτη που έπρεπε να κρίνει κάτω από τη βασική και τυπική αρχή του νόμου. Δεν είναι λοιπόν ν’ απορεί κανείς πώς ο πλοίαρχος του “Αδάμαστου” – άνθρωπος σκληρών γενικά αποφάσεων – βρήκε ότι όχι μόνο η ετοιμότητα μα και η περίσκεψη ήταν στοιχεία απαραίτητα γι’ αυτή την περίπτωση» ( Μπίλλυ Μπαντ και άλλες ιστορίες, μετάφραση Νινίλα Παπαγιάννη, Εστία 1993, σελ. 218-219). Και λίγο παρακάτω ο αφηγητής αναφέρεται στο στρατιωτικό και ηθικό καθήκον του πλοιάρχου: «Μα ένας πραγματικός στρατιωτικός μοιάζει πολύ κατά κάποιο τρόπο με έναν αυστηρό ιερομόναχο. Γιατί όχι με περισσότερη αυταπάρνηση ο τελευταίος θα κρατήσει τον όρκο της μοναστικής υπακοής απ’ ό,τι ο πρώτος τον όρκο της υποταγής του στο στρατιωτικό καθήκον. Παραμερίζοντας κάθε άλλη σκέψη, ο πλοίαρχος Βήαρ συνειδητοποίησε την επείγουσα ανάγκη της άμεσης δράσης στην υπόθεση του αρμενιστή, γιατί ένιωθε καλά πως την πρώτη στιγμή που το θέμα θα γινόταν γνωστό στο πλήρωμα, μοιραία θα ξυπνούσαν ανάμεσα στους άντρες του ορισμένες αποκοιμισμένες επιθυμίες μέσα από τις στάχτες της πολύ πρόσφατης ακόμα ανάμνησης της ανταρσίας. Μα παρ’ όλο που ήταν τόσο ευσυνείδητος και πιστός στο καθήκον, δεν ήταν λάτρης της εξουσίας για χάρη της εξουσίας και μόνο» (σελ. 219-220).

Φωτογραφία
Φωτογραφία από την παράσταση της «Αντιγόνης», 2000, Getty Center, Λος Αντζελες, σε μετάφραση του Ζαν Ανουίγ και σκηνοθεσία τού Shishir Κurup

Αυτή η αναφορά στην εξουσία φέρνει στον νου την τραγωδία του Σοφοκλή Αντιγόνη, στην οποία ο βασιλιάς Κρέων, κατά τη διάρκεια της σύγκρουσής του με την Αντιγόνη, επιμένει στην απόφασή του να μην ταφεί ο Πολυνείκης από αλαζονεία, εγωισμό και επειδή είναι γοητευμένος από την εξουσία. Ταυτίζει τον εαυτό του με την κρατική δύναμη και ως εκ τούτου με τον νόμο. Η Αντιγόνη αντιθέτως εμμένει στην απόφασή της να θάψει τον αδελφό της, γιατί υπακούει, όπως υποστηρίζει, στους κανόνες της φύσης, στους άγραφους νόμους, που πιθανόν να μοιάζουν με τα θρησκευτικά συναισθήματα. Σίγουρα, πάντως, αυτοί δεν έχουν κανένα κοινό με την εξουσία του Κρέοντα, τους νόμους ή τις εντολές που θέσπισαν οι άνθρωποι: «ούτοι συνέχθειν, αλλά συμφιλείν έφυν» (στ. 523). Αλλωστε ο Κρέων πιστεύει ότι η εξουσία ή οι αναγκαιότητες της στιγμής που εξυπηρετούν τις αποφάσεις του ηγέτη είναι δυνατόν να αγνοήσουν τις υποχρεώσεις που έχει το άτομο απέναντι στους θεούς ή στις πατροπαράδοτες παραδόσεις. Αν γίνουν κάποιες αναγωγές στην υπόθεση της νουβέλας Μπίλλυ Μπαντ, μπορούν τότε να εξομοιωθούν οι θεοί της τραγωδίας με τη συνείδηση του πλοιάρχου, ο οποίος γνωρίζει πολύ καλά την ποιότητα του χαρακτήρα του ναύτη του, καθώς και το πώς διαδραματίστηκαν τα γεγονότα. Παραβλέπει ωστόσο αυτή την παράμετρο ο δικαστής, ο κυβερνήτης του πλοίου, και αποφασίζει βάσει του νόμου και των αναγκών της εποχής. Γι’ αυτό εξάλλου δεν δείχνει να αμφιταλαντεύεται για την καταδικαστική απόφαση που έλαβε για τον άμοιρο νεαρό, καθώς το σκεπτικό του στηρίζεται στον νόμο και μόνο σ’ αυτόν, μολονότι κατανοεί τις αμφιβολίες και τους δισταγμούς των άλλων δικαστών. Εξάλλου και ο ίδιος νιώθει κατά βάθος ότι η απόφασή του είναι άδικη, αλλά επειδή πρέπει να λάβει υπ’ όψιν του τις δυσχέρειες της κατάστασης γίνεται σκληρός και άτεγκτος στην εισήγησή του και στην καταληκτική του αγόρευση. Τα επιχειρήματά του είναι πειστικά και αφορούν τη σχέση του ανθρώπουόχι μόνο με τον νόμο, αλλά και με τη συνείδηση. Η ομιλία του είναι εξαιρετική, καθώς, ενώ έχει ο ίδιος πάρει την απόφασή του, ερευνά και αναλύει την υπόθεση σε κάθε επίπεδο, νομικό και ηθικό. Ιδού πώς τεκμηριώνει τον συλλογισμό του:«... Πώς εμείς θα μπορούσαμε να καταδικάσουμε σε θάνατο – άδικο θάνατο – έναν συνάνθρωπό μας αθώο και άσπιλο στα μάτια του Θεού και που εμείς έτσι τον παραδεχόμαστε; Είναι τίμιο; Είναι σωστό; Συμμερίζομαι την άρνησή σας, γιατί κι εγώ νιώθω βαθύτατα το συγκλονιστικό αυτό ερώτημα που αναδεύεται από τα κατάβαθα του είναι μου. Είναι η ίδια μας η Φύση που μιλεί. Ομως τα κουμπιά αυτά που φοράμε μαρτυρούν πως χρωστάμε υποταγή στον βασιλιά και όχι στη Φύση. Και ο ωκεανός, αδιάφθορη και αρχέγονη μορφή της Φύσης, που πάνω σ’ αυτόν ζούμε και σ’ αυτόν χρωστάμε την υπόστασή μας ως ναυτικοί, θα μπορούσε τώρα να μας επηρεάσει να ξεχάσουμε το καθήκον μας ως αξιωματικών της Μεγαλειότητάς του, το καθήκον που πηγάζει από μια ανάλογη αλλά άσχετη δύναμη; Τόσο πολύ δεμένοι είμαστε σ’ αυτή τη δύναμη ώστε όταν ξεκινάμε για μια σοβαρή αποστολή παύουμε να ενεργούμε και να σκεπτόμαστε ως άτομα – άτομα ελεύθερα. Οταν κηρύσσεται ο πόλεμος, εμείς οι ταγμένοι μαχητές έχουμε ποτέ ρωτηθεί ή έχει ποτέ κανείς ενδιαφερθεί για τη γνώμη μας; Πολεμούμε σύμφωνα με τις διαταγές που παίρνουμε... Ετσι, αν αυτή την κρίσιμη στιγμή καταδικάσουμε, δεν θα είναι σαν να ενεργεί μέσα από τα βάθη της υπόστασής μας η δύναμη του στρατιωτικού νόμου; Και για τον νόμο αυτόν και τη σκληρότητά του εμείς δεν είμαστε υπεύθυνοι. Η ευθύνη μας, η ευθύνη που πήραμε όταν δώσαμε τον όρκο, είναι αυτή: Πως οσοδήποτε σκληρός και ανελέητος είναι αυτός ο νόμος εμείς θα πρέπει να συμμορφωθούμε μ’ αυτόν... Η ατομική μας συνείδηση δεν θα έπρεπε να υποχωρήσει μπροστά στην άλλη, αυτήν που υπαγορεύεται από τον νόμο και που σύμφωνα μ’ αυτόν μόνο θα πρέπει να ενεργήσουμε;» (σελ. 227-228).

Για να επανέλθουμε στην αρχαία ελληνική τραγωδία και στις αναλογίες της με τη νουβέλα του Μέλβιλ, αρκεί να θυμηθούμε την αφοσίωση των Αθηναίων στους νόμους, για την οποία μας δίνει πληροφορίες ο Θουκυδίδης. Αλλά και ο C. Μ. Βowra στο βιβλίο του Οι τραγωδίες του Σοφοκλή Αντιγόνη, Οιδίπους Τύραννος (μετάφραση Αικ. Τσοτάκου-Καρβέλη, εκδ. Κώδικας, χ.χ.) υποστηρίζει ότι, αντίθετα με την κυριαρχούσα άποψη, η Αντιγόνη αψηφά τις «καθιερωμένες αντιλήψεις, βάζει τον εαυτό της πάνω από τον νόμο του Κρέοντα και ισχυρίζεται ότι ξέρει καλύτερα τι είναι δίκαιο» (σελ. 37). Πάντως, η πίστη στους νόμους κατά την αρχαιότητα φαίνεται και από τον μύθο του Πρωταγόρα στο ομώνυμο έργο του Πλάτωνα, σύμφωνα με τον οποίο ο Δίας στέλνει τον Ερμή για να δώσει στους ανθρώπους τη δικαιοσύνη και τον σεβασμό, και τον διατάσσει: «Και δώσε νόμο από μένα να σκοτώνουν σα συμφορά για την πόλη τον άνθρωπο που δεν συμμετέχει στον σεβασμό και τη δικαιοσύνη...» (Πλάτων, Πρωταγόρας , 322 c-d). Αλλωστε οι κοινωνίες αποκτούν συνοχή και προοδεύουν όταν λειτουργούν οι νόμοι, καθώς αυτοί σε αγαστή συνεργασία με τον πολιτισμό δημιουργούν τις ηθικές αξίες, που είναι οι αρμοί κάθε πολιτείας.

Κάτι ανάλογο εκφράζει ο Χορός στην Αντιγόνη: «Κι ενώ έχει σοφία να μηχανεύεται / τέχνες π’ ούτε μπορούσε να ελπίσει κανείς, / πότε γυρνάει στο κακό / και στο καλό πότε πάλι / μα όποιος τους νόμους τιμά / της χώρας του και την ορκόδετη / των θεών δίκη, δοξάζει την πόλη του, / κι είναι χαμός της εκείνος, που / ξεδρομίζει απ’ την ίδια στράτα / χάρη στο θράσος του» (Σοφοκλέους, Αντιγόνη, στ. 365-371). Πιθανόν, όμως, ο Σοφοκλής με τη στάση της Αντιγόνης να υπαινίσσεται ότι οι νόμοι δεν είναι το παν, ότι όλοι οι νόμοι δεν είναι αναγκαστικά σωστοί και ότι ίσως η διαταγή του Κρέοντα να μην είναι νόμος. Για να επανέλθουμε ωστόσο στη νουβέλα του Μέλβιλ, πρέπει να προσέξουμε ότι ο πλοίαρχος, για να πείσει τα άλλα μέλη του έκτακτου ναυτοδικείου και να καταδικαστεί σε θάνατο ο κατηγορούμενος, χρησιμοποιεί ως κύριο επιχείρημα την ιδέα ότι δεν πρέπει να επιτρέψουν στην ατομική τους συνείδηση να παραβλέψει τον νόμο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε το αδίκημα.


Μπίλι Μπαντ, καρτ ποστάλ του James Dodds

Μια παρόμοια ιστορία που διαδραματί- ζεται κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα μάς αφηγείται ο Γ. Νίκας στο διήγημά του Η γυναίκα με τα μαύρα (ανήκει στη συλλογή Οne Μillion Dollars, εκδ. Νεφέλη 2005), το οποίο αναφέρεται έμμεσα σε ένα αληθινό γεγονός: Την άνοιξη του 1948 έγινε στο Εκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών η δίκη αξιωματικών του Ναυτικού, οι οποίοι κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία – παροχή απορρήτων πληροφοριών στον ΕΛΑΣ. Οσοι καταδικάστηκαν σε θάνατο παμψηφεί ή με ψήφους 4 προς 1 εκτελέστηκαν.

Ο Γ. Νίκας προσδίδοντας στην ιστορία του μυστήριο και έκπληξη προσθέτει το αίσθημα της εκδίκησης, το οποίο καθοδηγεί έναν ήρωά του σε ακραία πράξη. Στις δύσκολες εκείνες ημέρες του πολέμου το Στρατοδικείο καταδίκασε σε θάνατο για εσχάτη προδοσία ορισμένους αξιωματικούς σύμφωνα με τους νόμους. Αυτή η καταδίκη άλλωστε θα δρούσε και ως παραδειγματισμός για τους υπολοίπους, που δεν θα τολμούσαν να διανοηθούν κάποια παρέκκλιση από τον νόμο. Ο συγγρα
φέας, όμως, χωρίς να εξετάζει αν ήταν δίκαιη ή άδικη η απόφαση, εφόσον αυτή στηρίχθηκε στη νομοθεσία, δημιουργεί ένα πρόσωπο, την αδελφή ενός από τους καταδικασθέντες αξιωματικούς, η οποία απονέμει με τον δικό της τρόπο δικαιοσύνη σκοτώνοντας έναν από τους πρωτεργάτες της δίκης μετά την πάροδο πολλών ετών. Γι’ αυτήν ήταν άδικη η απόφαση, καθώς θα μπορούσε ο φίλος της, ο Καλλέργης, που έτυχε να είναι ένας από τους δικαστές του αδελφού της, να τους προειδοποιήσει και έτσι εκείνος να φύγει από τη χώρα και να γλιτώσει τον θάνατο.

Ιδού όμως πώς περιγράφεται η αμφιταλάντευση του αξιωματικού Καλλέργη όταν μαθαίνει τα γεγονότα και τη δική του συμμετοχή σε αυτά: «Οταν από τον φάκελο της ανάκρισης έμαθε την ανάμειξη του Δερμούτσου σε μια υπόθεση που σχεδόν με βεβαιότητα θα οδηγούσε τους ενόχους στο εκτελεστικό απόσπασμα, η πρώτη του αντίδραση ήταν να την ενημερώσει με κάποιον τρόπο, έστω μ’ ένα ανώνυμο τηλεφώνημα, ώστε να τον ειδοποιήσει να μη γυρίσει στην Ελλάδα. Αμα το σκέφτηκε όμως ωριμότερα, είδε πως κάτι τέτοιο αποκλειόταν. Οχι μόνο για τη διακινδύνευση, που θα ήταν μεγάλη (ελάχιστοι είχαν γνώση της δικογραφίας), αλλά και, κυρίως, από μια ηθική αναστολή. Δεν ήταν ικανός για μια πράξη που, όπως κι αν προσπαθούσε να τη δικαιολογήσει, θα ’ταν προδοσία. Κι ούτε είχε την παραμικρή συμπάθεια για ένα κίνημα που μοναδικός του σκοπός ήταν να μετατρέψει τη χώρα σε Λαϊκή Δημοκρατία, με όλα τα επακόλουθα. Ετσι έριξε μιαν αυλαία, οριστική, στο θέμα...» (σελ. 233-234).

Και να πώς έβλεπε ο κατηγορούμενος τη δίκη: «Μεθαύριο αρχίζει η δίκη. Παρωδία δίκης, δηλαδή, με την απόφαση παρμένη από πριν. Σε μια στιγμή που βρισκόμουνα μόνος με τον ανακριτή – τα βασανιστήρια γίνονταν πριν, ίσως για να ’χει η ανάκριση μια επίφαση νομιμότητας – του το ’πα...» (σελ. 223).

Η λογοτεχνία δίνει τη δυνατότητα να ανοίξουν πολλοί κόσμοι, ορατοί αλλά και αόρατοι, ενώ μέσω των ηρώων και των ιστοριών θέτονται πολλά ζητήματα από τα πεδία άλλων επιστημών και εγείρονται ερωτήματα, δίνονται απαντήσεις, περιγράφονται αμφιταλαντεύσεις, αντίθετες τοποθετήσεις σε φλέγοντα θέματα που απασχολούν τον άνθρωπο.

Το Δίκαιο, επειδή καθορίζει τις σχέσεις των ανθρώπων και των κοινωνιών, δεν θα μπορούσε να μείνει έξω από τον χώρο της Λογοτεχνίας. Κάθε άλλο. Οι αναλογίες είναι πολλές ανάμεσά τους, με πρώτη και κύρια το εργαλείο που χρησιμοποιούν, τον λόγο δηλαδή, αλλά και την επίδραση που έχει ο νόμος με τη δυναμική του στον άνθρωπο και στην κοινωνία, αντικείμενα που εξετάζονται διαρκώς από τους συγγραφείς.

No comments: