Το τελευταίο δοκίμιο του Μίλαν Κούντερα «Μία συνάντηση» προσεγγίζει δευτερευόντως τα πολιτικά ζητήματα - το ίδιο ισχύει και για όλα τ' άλλα του βιβλία. Μπορούμε να πούμε πως το έργο του δεν έχει καμιά σχέση με την πολιτική; Θα προτρέχαμε. Κι αν εξετάσουμε αυτό λίγο από πιο κοντά, θα καταλάβουμε ίσως καλύτερα τ' ατυχήματα που συνέβησαν πρόσφατα στον συγγραφέα του «Αστείου» και της «Αβάσταχτης Ελαφρότητας του Είναι»...(1)
Τον Ιούνιο του 1967 στην Πράγα, όταν η εξουσία βρίσκεται ακόμη επισήμως στα χέρια μιας παλιάς φρουράς νεοσταλινικών -η οποία δεν μπορεί να συγκρατήσει έναν πνευματικό και πολιτισμικό αναβρασμό που ανατρέπει όλα τα δόγματα-, γίνεται το συνέδριο της Ενωσης των Συγγραφέων. Η εισηγητική έκθεση εκφωνείται από έναν νέο μυθιστοριογράφο, άγνωστο εκ των πραγμάτων, έξω από τα σύνορα της χώρας του.
Αμέσως ο τόνος του συνεδρίου δόθηκε: ανησυχία για την τύχη των «μικρών Εθνών» της Κεντρικής Ευρώπης, που η ύπαρξή τους είναι πρόσφατη και που απειλούνται διαρκώς να είναι υποταγμένα ή ακόμη και ν' απορροφηθούν από τις ισχυρές, γειτονικές αυτοκρατορίες (ο υπαινιγμός για τη σοβιετική κηδεμονία είναι ολοφάνερος) -ενάντια σε κάθε λογοκρισία, «επειδή η αλήθεια δεν είναι εφικτή παρά μονάχα μέσα από τον διάλογο των ελεύθερων απόψεων»- και που χωρίς αυτήν την αλήθεια, οποιαδήποτε κουλτούρα πληγώνεται στην ίδια της την ύπαρξη.
Αυτή η έκθεση χαιρετίστηκε μ' επευφημίες και όλοι οι άλλοι ομιλητές (κυρίως οι Λούντβικ Βακούλικ, Πάβελ Κόχουτ και Αντονίν Λιχμ) τοποθετήθηκαν στο ίδιο πνεύμα. Αυτό θα 'ναι με λίγα λόγια το πρελούδιο της «Ανοιξης της Πράγας»: η εξουσία θα σκληρύνει τη στάση της απέναντι σ' αυτήν την εξέγερση, αλλά μάταια· η αμφισβήτηση που ξεκίνησε από τον χώρο των διανοουμένων θα εξαπλωθεί σ' όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Τον Ιανουάριο του 1968, ο Αλεξάντρ Ντούμπτσεκ θα διαδεχτεί τον Αντονίν Νοβότνυ στην κορυφή του Κόμματος και του Κράτους, κι ένα συγκλονιστικό κίνημα δημοκρατικοποίησης του καθεστώτος θα ξεκινήσει. Οσον αφορά τον νεαρό συγγραφέα που άναψε τη φλόγα και ο ίδιος ο Νοβότνυ τον χαρακτήρισε σαν τον «βασικό εμπνευστή»(3) των ταραχών που δεν μπόρεσε να τις αναχαιτίσει, ονομαζόταν Μίλαν Κούντερα.
Το φθινόπωρο του 1968, κάποιες εβδομάδες αργότερα από τη στρατιωτική εισβολή των Σοβιετικών που έδωσε βίαια τέλος σ' αυτό το μεγάλο κίνημα της χειραφέτησης, εμφανίστηκε στη Γαλλία το μυθιστόρημα του Κούντερα: «Το Αστείο». Αυτό το βιβλίο ήρθε μ' έναν πρόλογο του Αραγκόν, ο οποίος, διακόπτοντας την εθελοντική του υποταγή που είχε για δεκαετίες, κατήγγελλε τώρα την υποδούλωση της Τσεχοσλοβακίας και χαρακτήριζε την τρέχουσα «ομαλοποίηση» σαν μια καταστροφή, μια «Μπιάφρα του πνεύματος».
Δηλαδή «Το Αστείο», ήδη από τη δημοσίευσή του, υποτάχτηκε σε μια αφαιρετική ανάγνωση, στενά πολιτική. Εκείνη την εποχή δεν έγινε κατανοητό, παρά μόνο σαν μια μαρτυρία αμφισβήτησης του κομμουνιστικού καθεστώτος, πράγμα που οδήγησε σημαντικά στον περιορισμό της καλλιτεχνικής του αξίας, της καθαρά λογοτεχνικής.
Απ' όπου προκύπτει, αναμφίβολα, η επιμονή του Κούντερα στη συνέχεια να πολεμήσει αυτή τη μείωση. Αρνούμενος να εξομοιωθεί μ' έναν απλό «αποστάτη» και αυτό για λόγους που πηγάζουν από την ίδια του την αντίληψη για την τέχνη του μυθιστορήματος. Μια τέχνη, κατά τη γνώμη του, που δεν στοχεύει ν' αποσαφηνίσει τις προκαθορισμένες βεβαιότητες (απόρριψη της κάθε μορφής του «μυθιστορήματος θέσεων»), αλλά αντίθετα στοχεύει ν' αποσταθεροποιήσει τις σκέψεις και τις αποδεκτές μας αντιλήψεις. Μια τέχνη που προσπαθεί ν' αποκαλύψει «αυτό που μονάχα το μυθιστόρημα μπορεί να πει», δηλαδή να εξερευνήσει μέσα στην ανθρώπινη εμπειρία τις περιοχές του διφορούμενου ή του παράδοξου, οι οποίες διαφεύγουν από τ' άλλα ερμηνευτικά συστήματα και κυρίως τα πολιτικά. Να παραθέσει την αρχή του μυθιστορηματικού «διαλογισμού», σύμφωνα με τον όρο του Μιχαήλ Μπαχτίν, όπου όλες οι αλήθειες είναι σχετικές από την παραλλαγή των φωνών και των απόψεων, σ' αντίθεση με το καθεστώς της μοναδικής αλήθειας, της μονοσήμαντης, που χαρακτηρίζει τις πολιτικές ομιλίες, τις συναινέσεις, τα δόγματα.
Χωρίς να ξεχνάμε κι αυτήν την πλευρά της ειρωνείας και του χιούμορ που είναι παρούσα μέσα στο σύγχρονο μυθιστόρημα από τον Φρανσουά Ραμπελαί μέχρι τον Μπαχτίν, εκεί όπου η πολιτική προϋποθέτει γενικά ένα αέναο πνεύμα σοβαρότητας. Ο Κούντερα σ' αυτό το σημείο επανέρχεται διαρκώς: «Στο έδαφος του μυθιστορήματος δεν κάνουμε δηλώσεις: είναι το έδαφος του παιχνιδιού και των υποθέσεων»· ή ακόμη: «Αποστρέφομαι εκείνους που θέλουν να βρουν σ' ένα έργο τέχνης μια στάση (πολιτική, φιλοσοφική, θρησκευτική), αντί ν' αναζητούν εκεί την πρόθεση για να γνωρίσουν, να καταλάβουν, ν' αντιληφθούν αυτήν ή την άλλη πλευρά της πραγματικότητας».(4)
Μήπως αυτό θέλει να πει, ωστόσο, πως το μυθιστόρημα σύμφωνα με τον Κούντερα δεν έχει καμιά σχέση με την πολιτική; Προφανώς και όχι. Αρκεί να διαβάσουμε τα μυθιστορήματά του, τόσο εκείνα που τοποθετούνται στην κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία όσο κι αυτά που διαδραματίζονται στη Δυτική Ευρώπη για ν' αντιληφθούμε πως δεν είναι καθόλου αδιάφορα στις ιστορικές καταστάσεις, οι οποίες διαμορφώνουν το πλαίσιο των αφηγήσεων. Αλλά θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι αυτό το πολιτικό περιεχόμενο δεν είναι το αντικείμενο αυτών των αφηγήσεων (και των «συλλογισμών» που γίνονται εκεί), αλλά είναι μάλλον το περιεχόμενο το οποίο επιτρέπει να φωτιστούν ορισμένες υπαρξιακές συμπεριφορές που εγγράφονται σ' αυτό, ορισμένες δυνατότητες της ανθρώπινης εμπειρίας που μέσα σ' αυτό το περιεχόμενο πραγματοποιούνται.
Ετσι η συγκεκριμένη οπτική για τα κομμουνιστικά καθεστώτα δεν εστιάζεται στις πολιτικές ή στις οικονομικές τους πλευρές, αλλά μάλλον στις στάσεις (υποκειμενικές επίσης) που αυτές οι πλευρές γεννούν ή ευνοούν: η αλλοτρίωση του κιτς (καθρέπτης εξιδανίκευσης, ψεύτικος και συναισθηματικός μιας απατηλής πραγματικότητας). Οι λυρικές ψευδαισθήσεις (η θερμή αφομοίωση μέσα στο συλλογικό ενθουσιασμό). Η τυφλή πίστη στη νεωτερικότητα (ή μια επιβεβλημένη «έννοια της Ιστορίας»). Η λατρεία της παιδικής ηλικίας (οι εικόνες αυτών των αρχηγών περιτριγυρισμένων από τους μικρούς σκαπανείς, έμβλημα του κομμουνισμού σαν τη «νεολαία του κόσμου»). Ο μύθος της διαφάνειας (που μπορεί να χρησιμεύσει σαν το άλλοθι για τις χειρότερες καταδόσεις). Η ηθικολογία, η πλαστογράφηση της μνήμης (που συνδέει την τάση του ατόμου να «επιδιορθώνει το παρελθόν του» σύμφωνα με τη σταλινική πρακτική του «ρετουσαρίσματος» των φωτογραφιών, των αναδρομικών εκκαθαρίσεων).
Ο μύθος της διαφάνειας γεννά τη βασιλεία της γενικευμένης αδιακρισίας
Τώρα, το πιο ενδιαφέρον -αν διαβάσουμε τα μυθιστορήματα του Κούντερα που έγραψε μετά από την εγκατάστασή του στη Γαλλία (από το «Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης» και την «Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι» μέχρι την «Αγνοια»)- είναι πως αναγνωρίζονται οι ίδιες ακριβώς τάσεις και στη Δύση. Εκεί όπου η κυριαρχία του θεάματος (ή αυτό που ονομάζει «εικονολογία») αντικαθιστά την κυριαρχία της ιδεολογίας. Εκεί όπου ο μύθος της διαφάνειας γεννά τη βασιλεία της γενικευμένης αδιακρισίας (κυρίως από τα ΜΜΕ). Εκεί όπου το κιτς τροφοδοτεί τη διαφήμιση. Εκεί όπου η προαγωγή της παιδικής ηλικίας σε αξία κατακυριεύει τις οθόνες και τα ήθη. Εκεί όπου ο θρίαμβος του «διαρκούς παρόντος» (σύμφωνα με τον όρο του Γκυ Ντεμπόρ) επιφέρει όχι λιγότερο επικίνδυνες πλαστογραφήσεις της μνήμης. Εκεί όπου η υπεράσπιση της νεωτερικότητας είναι μέρος της ίδιας της λογικής της αγοράς (και που η πλειονότητα των πολιτικών λόγων περνούν τις χειρότερες οπισθοδρομήσεις σαν «σύγχρονες» και «αμετάκλητες»). Εκεί όπου οι λυρικές ψευδαισθήσεις και ο κομφορμισμός της ανταρσίας χαρακτηρίζουν την πανταχού παρούσα συμβατική λογική - κι όπου η τάση να γίνονται δίκες (και η «ηθική κρίση») μοιάζει να έχει γίνει η κυρίαρχη διανοητική δραστηριότητα...
«Η εμπειρία του κομμουνισμού», γράφει ο Κούντερα «μου φαίνεται σαν μια εξαιρετική εισαγωγή στον σύγχρονο κόσμο γενικά».
Μ' αυτήν την έννοια δεν μας εκπλήσσει το γεγονός πως δεν βιάστηκε να ενταχτεί στα τυφλά σ' ό,τι διαδέχτηκε τον κομμουνισμό στη χώρα καταγωγής του. Πως δεν αισθάνθηκε υποχρεωμένος να ενθουσιαστεί με τον τρόπο που η τυραννία των λεγόμενων νόμων της αγοράς αντικατέστησε εκείνην του κόμματος και η αμερικανοποίηση της κουλτούρας αντικατέστησε την επιβεβλημένη ρωσοποίηση. Και πως προτίμησε οριστικά, αντί να επιστρέψει στην Πράγα, να παραμείνει σε μια κατάσταση εξορίας που του επιτρέπει τουλάχιστον να γράφει και να σκέφτεται ελεύθερα, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εξουσία.
Αυτό το θέμα της «αδύνατης επιστροφής», το γνωρίζουμε, είναι το ίδιο θέμα που εξερευνά με τρόπο διασκεδαστικό και συγκινητικό συνάμα στο τελευταίο του μυθιστόρημα: «Η Αγνοια». Απ' όπου μπορούμε να θυμηθούμε εκείνη τη συμβολική παράσταση όπου δύο ήρωες ξαναβρίσκονται ενώ η πολιτική τούς είχε χωρίσει. Ο ένας, παλιός οπαδός του κομμουνιστικού καθεστώτος, είχε μείνει στη χώρα του. Ο άλλος, αντίπαλος του ίδιου καθεστώτος, είχε οδηγηθεί στην αυτοεξορία.
Με μια ειρωνεία τυπικά κουντερική, οι δυο τους τα ξαναβρίσκουν, επειδή αισθάνονται παρόμοια ξένοι μέσα σ' αυτό που έγινε η τσέχικη Δημοκρατία. Ενας κόσμος όπου η μάθηση της ρωσικής γλώσσας δεν είναι πλέον υποχρεωτική, αλλά όπου οι απαιτήσεις της αγοράς επιβάλλουν σ' όλους να μιλούν αγγλικά· όπου ο Φραντς Κάφκα, λογοκριμένος άλλοτε από το καθεστώς, δεν είναι σήμερα τίποτε άλλο παρά ένα ελκυστικό προϊόν για τους τουρίστες. «Η σοβιετική αυτοκρατορία, λέει ο ένας από τους δύο, κατέρρευσε επειδή δεν μπορούσε πια να δαμάσει τα Εθνη που ήθελαν να γίνουν κυρίαρχα. Αλλά αυτά τα Εθνη τώρα είναι λιγότερο κυρίαρχα από ποτέ. Δεν μπορούν να επιλέξουν ούτε την οικονομία τους, ούτε την εξωτερική τους πολιτική, ούτε ακόμη τα διαφημιστικά τους μηνύματα».(5)
Το τελευταίο δοκίμιο του Κούντερα, «Μία συνάντηση», δεν είναι ένα πολιτικό βιβλίο: πρόκειται μάλλον για κείνον -συμπεριλαμβάνοντας κάποια σκόρπια κείμενα μέχρι τότε, κάτω από το πρίσμα μιας νέας ευρύτερης θεώρησης, να συνεχίσει τον μακρύ διαλογισμό του πάνω στην τέχνη του μυθιστορήματος. Να επανέρθει στα μεγάλα «υπαρξιακά» θέματα που στοιχειώνουν το έργο του, εμβαθύνοντάς τα. Να χαιρετίσει τους συγγραφείς και τους καλλιτέχνες που φτιάχνουν την οικογένεια επιλογής του - επιμένοντας αυτή τη φορά κυρίως στον τρόπο με τον οποίο συνάντησε αυτά τα έργα ή τους συγγραφείς τους και στον ρόλο που έπαιξαν στη δική του διαδρομή: απ' όπου έχουμε συνολικά το πιο προσωπικό βιβλίο ενός συγγραφέα που δεν του αρέσει καθόλου να μιλά για τον εαυτό του.(6)
Να λοιπόν, κάποιες υπέροχες σελίδες για τη ζωγραφική του Φράνσις Μπέικον (οι οποίες συμπεριλαμβάνουν και μία διαφωτιστική σύγκριση με το σύμπαν του Σάμιουελ Μπέκετ). Μια διαπεραστική και λεπτομερή μελέτη για την προσφορά τού συμπατριώτη του, Λέος Γιάνατσεκ, στη μουσική τέχνη - όπου διαβλέπουμε τη συγγένεια ανάμεσα στην αισθητική του συνθέτη και των αρχών που διέπουν τη γραφή του Κούντερα. Μια αποκατάσταση της μυθιστορηματικής τέχνης του Ανατόλ Φρανς (κυρίως σε σχέση μ' ένα από τα βιβλία του, όπως «Οι Θεοί διψούν»): αφορμή για ν' αναρωτηθεί με ποιον τρόπο ο εξοστρακισμός που εξαπέλυσαν εναντίον του οι νεαροί σουρεαλιστές ποιητές άλλοτε μπόρεσε να γεννήσει μια τέτοια αρνητική προκατάληψη για το έργο του, τόσο κοινά διαδεδομένη, και με ποιον τρόπο λειτουργούν οι «μαύρες λίστες», οι οποίες τροφοδοτούν τον διανοητικό ή καλλιτεχνικό κομφορμισμό. Μια αξιοσημείωτη απολογία για τον Κούρτζιο Μαλαπάρτε που θεωρεί πως έγραψε τα δύο μεγάλα του έργα (το Καπούτ και κυρίως Το Δέρμα), αληθινά μυθιστορηματικά αριστουργήματα, όπου η πραγματικότητα με τη μορφή ενός ντοκιμαντέρ έχει μεταμορφωθεί μέσα από μια παραισθητική οπτική στα όρια του φανταστικού -μ' αυτήν την παράδοξη συμμαχία της σκληρότητας και της συμπόνιας, της απελπισίας και της ειρωνείας-, οπτική που ξεπερνά τα σύνορα ενός απλού ρεπορτάζ και διευρύνει ταυτόχρονα το πεδίο του μυθιστορήματος.
Επίσης σύντομα τιμητικά αφιερώματα σ' ορισμένους συγγραφείς της γενιάς του (Χουάν Γκοϊτιζόλο, Φίλιπ Ροθ, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Ντανίλο Κις, Κάρλος Φουέντες), που μαρτυρούν ένα είδος αποφασιστικής, αισθητικής αδελφοσύνης, η οποία είναι σπάνια στους σύγχρονους, λογοτεχνικούς κύκλους (μοιάζει σαν η τέχνη του μυθιστορήματος γι' αυτόν -περιθωριοποιημένη από την κυρίαρχη πολιτιστική βιομηχανία-, ν' άξιζε μια πραγματική στράτευση). Προσπερνώντας κάποιες θαυμάσιες σελίδες για τον Ραμπελαί, τον Φεντερίκο Φελλίνι, τον Ιάννη Ξενάκη, το Εμίλ Μισέλ Σιοράν...
Ενα βιβλίο λοιπόν που επικεντρώνεται βασικά στην τέχνη και στη λογοτεχνία - αλλά όπου ξεπροβάλλουν επίσης, εδώ κι εκεί, κάποιες έμμεσες πολιτικές σκέψεις τις οποίες δεν θα 'πρεπε να υποτιμήσουμε.
Αρχικά ένα μικρό κείμενο σε σχέση με τη Βέρα Λινάρτοβα. Ο Κούντερα, αντίθετα με τις κοινοτοπίες που παρουσιάζουν τον κομμουνισμό σαν το «απόλυτο κακό» και τις εξορίες που προκάλεσε σαν «τραγωδίες», υιοθετεί την ιδέα της Λινάρτοβα, σύμφωνα με την οποία η εξορία μπορεί να βιωθεί σαν μια απελευθερωτική εμπειρία και ακόμη σαν μια ανυπολόγιστη γονιμότητα (πράγμα που επιτρέπει να καταλάβουμε γιατί «μετά το τέλος του κομμουνισμού, σχεδόν κανένας από τους μεγάλους, μετανάστες καλλιτέχνες δεν βιάστηκε να επιστρέψει στη χώρα του»).
Μια εκστρατεία συκοφάντησης ξεκίνησε από την Πράγα
Ενας διαπεραστικός και μακρύς διαλογισμός στη συνέχεια, για τη Μαρτινίκα. Ευκαιρία να συγκρίνει την αντιθετική τύχη των διαφορετικών «μικρών Εθνών» (εκείνων της Κεντρικής Ευρώπης κι εκείνων της Καραϊβικής) και να ξεκινήσει μια ξεκάθαρη, τιμητική παρουσίαση του Εμέ Σεζέρ. Ο Σεζέρ προκαλεί τον θαυμασμό, γιατί είναι ένας ποιητής που τοποθετείται στη συμβολή των πιο ποικίλων ρευμάτων, χωρίς ν' αποκλείουμε και τις μεγάλες πρωτοτυπίες της νεωτερικότητας (του σουρεαλισμού εν προκειμένω), αλλά είναι ταυτόχρονα και ο αλύγιστος μαχητής της χειραφέτησης του λαού του: σύζευξη μοναδική που δεν υπάρχει αλλού.
Μια αναφορά τελικά κι αυτό δεν είναι χωρίς σημασία, στην «Ανοιξη της Πράγας», αυτή τη σύντομη στιγμή όπου «όλες οι κοινωνικές οργανώσεις (...) αρχικά προορισμένες να μεταδίνουν τη θέληση του Κόμματος στο λαό» έγιναν τα «απρόσμενα εργαλεία μιας απρόσμενης δημοκρατίας»· όπου είδαμε να συνυπάρχει ένα υπόστρωμα αυθεντικού σοσιαλισμού (κολεκτιβοποιημένη οικονομία, «η γεωργία στα χέρια των συνεργατικών οργανώσεων», κοινωνία σχετικά ισότητας, χωρίς πάρα πολύ πλούσιους ή πάρα πολύ φτωχούς, η περίθαλψη και η παιδεία δωρεάν) με την κατάργηση της «εξουσίας της μυστικής αστυνομίας», το «τέλος των πολιτικών διώξεων», την «ελευθερία της γραφής χωρίς λογοκρισία», επομένως και την «άνθιση της λογοτεχνίας και της τέχνης».
Αυτό δεν είχε διάρκεια, γράφει ο Κούντερα και ίσως δεν μπορούσε να έχει -αλλά «αυτό το δευτερόλεπτο μέσα στο οποίο υπήρξε αυτό το σύστημα, αυτό το δευτερόλεπτο ήταν υπέροχο».
Αν πάρουμε υπ' όψιν μας το πιο πάνω, τότε καταλαβαίνουμε καλύτερα τελικά τους βασικούς λόγους της βδελυρής εκστρατείας που εκτοξεύτηκε εναντίον του Κούντερα, εδώ και κάποιους μήνες από την Πράγα, η οποία ξεκίνησε από έναν φάκελο κατηγορίας, από τους πιο ύποπτους κι ο οποίος δεν αποδείκνυε τίποτα, παρά μονάχα την επιθυμία να τον βλάψει. Μοιάζει προφανές, πως αν εκείνος ήταν φανερά οπαδός του υπερ-φιλελεύθερου και προ-αμερικανικού καθεστώτος, που κυριαρχεί σήμερα στη χώρα που γεννήθηκε, τίποτε απ' όλ' αυτά δεν θα του είχε συμβεί. Και μπορούμε να σκεφτούμε πως μέσα από εκείνον είναι όλο το πνεύμα της «Ανοιξης της Πράγας» -που δεν απαρνήθηκε ποτέ και του οποίου είναι ένας από τους τελευταίους επιζώντες αντιπροσώπους-, το οποίο προσπάθησαν να δυσφημήσουν. Το πνεύμα εκείνων συνοπτικά που ήθελαν να χτίσουν έναν «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο» και δεν αναγνωρίζονται σε τίποτα μέσα στον θρίαμβο -πάνω στα ερείπια του κομμουνισμού-, ενός απλού και καθαρού καπιταλισμού με κτηνώδες πρόσωπο.
Le Monde Diplomatique Απρίλιος 2009.
Μετάφραση: Κατερίνα Κοντιζά, δρ Ιστορίας και Πολιτισμών της EHESS (Παρίσι).
(1). Αν και ο Μίλαν Κούντερα δήλωσε πως δεν έχει την παραμικρή σχέση με τη «γνωστή» υπόθεση. Αν και διαμαρτυρήθηκαν δημοσίως ομότεχνοί του τεράστιου κύρους. Αν και πλήθος δημοσιευμάτων τον υπερασπίζεται παγκοσμίως. Αν κι έχει αποκαλυφθεί ο πραγματικός ένοχος (Μίροσλαβ Ντλασκ)... Η κατάπτυστη εκστρατεία συκοφάντησης εναντίον του συνεχίζεται. Εκτιμούμε πως το κείμενο του Γκυ Σκαρπέττα είναι πιο επίκαιρο από ποτέ, για να καταλάβουμε γιατί, αφού η υπόθεση έκλεισε, κάποιοι συνεχίζουν να τον κατηγορούν ανελέητα. (Στμ)
(2). Συγγραφέας. Εργα του κυρίως: «Η Χρυσή Εποχή του Μυθιστορήματος» (Γκρασσέ, Παρίσι, 1996), «Για την Ευχαρίστηση» (Γκαλλιμάρ, Παρίσι, 1998), «Παραλλαγές Ερωτισμού» (Ντεκάρτ, Παρίσι, 2004), «Η Γκιμάρ» (Γκαλλιμάρ, Παρίσι, 2008).
(3). Εκτίμηση του Νοβότνυ στο άρθρο του Ζαν Μερβά, Τσέχικη Επιθεώρηση: «Χοστ», Πράγα, 2007.
(4). Δοκίμια του Κούντερα: «Η Τέχνη του Μυθιστορήματος» (1986), «Οι Προδομένες Διαθήκες» (1993), «Ο Πέπλος» (2005), όλα δημοσιευμένα από τις εκδόσεις: Γκαλλιμάρ, Παρίσι.
(5). «Η Αγνοια», Γκαλλιμάρ, Παρίσι, 2003.
(6). «Μία Συνάντηση», Γκαλλιμάρ, Παρίσι, 2009.
No comments:
Post a Comment