Friday, March 19, 2010

ΔΥΟ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΙΔΙΟ ΒΙΒΛΙΟ - του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου


  • Το αποκλίνον νόημα του κόσμου

Από τον Γιώργο Βέη

  • Κώστας Γ. Παπαγεωργίου : Η λύπη των άλλων, εκδ. Κέδρος, σ. 73, 10 ευρώ

«Η πραγματικότητα είναι προϊόν τής πιο μεγαλειώδους φαντασίας». Γουάλας Στίβενς

Είναι προ πολλού γνωστή η κειμενική ταυτότητα του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου στο πεδίο των απαιτητικών ποιητικών εφαρμογών: η εμφανέστατη διαστολή της ορθόδοξης σύνταξης, οι συχνές αναδιπλώσεις των αυτοελεγχόμενων δηλώσεων, ο δημιουργικός διάλογος με την υπονοουμένη δομή των παραρτημάτων της καθημερινότητας, η εισαγωγή νέων κυριολεξιών, η αποδελτίωση του ονειρικού στοιχείου της ζωής, η συνταύτιση της ποιητικής ρυθμολογίας με την πεζολογική εξακτίνωση και, κυρίως, η αλλεπάλληλη υπέρβαση των ορίων της παραδοσιακής αναπαράστασης του βιωματικού - μνημονικού γεγονότος συνιστούν, μεταξύ άλλων, τα καταστατικά γνωρίσματά της. Η καλώς συγκερασμένη, εμφανώς πολυεπίπεδη, γλωσσοκεντρική σήμανσή του, όπως διαρθρώνεται φέρ' ειπείν στην Κλεμμένη ιστορία, η οποία ως γνωστόν απέσπασε πριν από δέκα χρόνια το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το Βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω», επιβεβαιώνεται στις συνειδήσεις μας ως μία από τις προσφορότερες εκδοχές αισθητικών εμπεδώσεων των αντιπροσωπευτικότερων μελών της λογοτεχνικής γενιάς του '70. Στην οθόνη του νου προβάλλονται διαδοχικά οι πτυχές ενός υπερτοπίου, όπου επιτέλους συμφιλιώνονται όσα συνήθως εκλαμβάνονται εναντιωματικά και υπονομευτικά, όσα κακώς θεωρούσαμε προηγουμένως ασύμπτωτα και ασύμβατα, σύμφωνα με τη λεγόμενη κοινή λογική. Η συγκλήρωσή τους είναι ομολογουμένως ιαματική. Εξ ου και η ειδικότερη, συναρπαστική πρόσληψη του ποιήματος.

Η έντεχνη υποβολή, η υπαινικτική χρήση της γλώσσας, σε συνδυασμό με τη διακριτική κι άλλο τόσο διεξοδική προσφυγή σε ακραίες εκδοχές του στοιχείου της μεταφοράς, προωθούν αποτελεσματικά τα πρωτογενή σχέδια και εδώ, στη δωδέκατη κατά σειρά συλλογή του. Δύο παραδείγματα: «Δίχτυ αόρατο απλώνεται η σιωπή κάτω απ' τον λόγο ενόσω αυτός ακροβατεί επάνω στο επίσης αόρατο της σημασίας σκοινί. Πλεγμένο έτσι ώστε να είναι ολισθηρό· χωρίς δεμένες κάπου οι άκρες του διαρκώς στο κενό να προεκτείνεται» και «Εξ άλλου η ακοή δεν ξέρει ανάγνωση δεν ξέρει ούτε τους ήχους των γραμμάτων να διακρίνει - τόσο αγράμματη. Αγνοεί το πέρασμα του νοήματος πώς γίνεται στις λέξεις και αρκείται στο άκουσμα μονάχα του ρυθμού, που τσακισμένος βγαίνει όπως τρικλίζοντας μέσ' από τα συρματοπλέγματα ενός ερειπωμένου δεκαπεντασύλλαβου. Γι' αυτό σου λέω, η αγάπη αρκεί». (Ιδέτε αντιστοίχως σελ. 37, όπου τίτλος «Ποιητική» και σελ. 61, όπου η κατακλείδα του ποιήματος «Η αγάπη αρκεί».) Η ευρηματική και εξίσου προσωποπαγής στρατηγική του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου αποδίδει καρπούς: το ποιητικό υποκείμενο απελευθερώνει ικανά ποσοστά της μεταγλωσσικής του ενέργειας, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα διαβάζεται ανατρεπτικά, ενώ τα ινδάλματα του εγώ αναβαθμίζονται διακριτικά σε τελεσίδικες, οριακές, πάντως φίλιες Πραγματικότητες. Η έντονη μεταφυσική ροπή συνέχει ευεργετικά το τελικό προϊόν. Ετσι η προκείμενη γραφή συνδέεται ως εκ των πραγμάτων με το μέγα καταπίστευμα των λογίων εκείνων που επέμεναν να βλέπουν και να διερμηνεύουν ενδελεχώς την άλλη πιστότητα, την άλλη αλήθεια, αντί να δεσμεύονται ή και να καταδυναστεύονται από τη ρητορεία τής δήθεν αντικειμενικότητας. Αλλωστε, γενικεύοντας, θα θυμίσω ότι: «Η μυστικιστική παράδοση, την οποία θα μπορούσα να αποκαλέσω το κομμάτι της Ασίας μέσα στον δυτικό άνθρωπο, από την αρχή του Ευαγγελίου ίσαμε τη σύγχρονη εποχή, δεν έπαψε να επιμένει σε μια θέαση της αλήθειας πέρα από την ορθολογική κατανόηση, πέρα από τη λογική, πέρα από τον πειραματικό έλεγχο ή την αναίρεση. Υπάρχει, λένε, κάπου μια «αλήθεια υψηλότερη από την αλήθεια», προϊόν «άμεσης μυστικιστικής αποκάλυψης». (Ιδέτε, Τζορτζ Στάινερ Νοσταλγία του απολύτου, μετάφραση Παλμύρα Ισμυρίδου, εκδόσεις Αγρα, 2007.)

Ο ποιητής φέρνοντας αδιάκοπα συν τοις άλλοις στο φως του χαρτιού σπαράγματα εικόνων από έναν απώτερο, υπόγειο κόσμο σκιών, εφιαλτών και ομιλητικών προγόνων, όπως συμβαίνει κατ' εξοχήν στο έβδομο, σημαδιακό έργο του με τίτλο Ραμμένο στόμα (1990), μας θυμίζει τη σταθερή σχέση που μας συνδέει, σε καθημερινή μάλιστα βάση, με το συλλογικό ασύνειδο, με την άρρητη ψυχή του κόσμου, δηλαδή με το γλωσσικό-γνωστικό-κοσμικό- εννοιολογικό πέραν. Γι' αυτό και τα πλείστα δεδομένα του βίου, σύμφωνα και με το από κάθε άποψη υποδειγματικό μάθημα της Λύπης των άλλων, διασπώνται σε πολυάριθμες ψηφίδες, σε τεμάχια συνειρμών, ενώ ο σύμπας χρόνος χάνει τη μαθηματική του συνέπεια και αυστηρότητα για να συμπυκνωθεί σχεδόν αμέσως σε ένα καταλυτικό, κρυστάλλινο και βεβαίως αμείλικτο παρόν. Η διάχυση στο μεταίσθημα εν γένει, η περιδιάβαση στην ενδοχώρα της μετά-αντικειμενικότητας δεν καταλύει πάντως τις ισχυρές συνδέσεις του εγώ με τη δεδομένη περιρρέουσα ύλη. Οπως ακριβώς το όνειρο για τον Φρόιντ, για να το προσδιορίσω διαφορετικά, είναι ο φύλακας του ύπνου μας, έτσι τα ποιήματα εδώ είναι οι φύλακες της αξιακής μας υπόστασης. Είναι οι φύλακες, οι οποίοι από κοινού προστατεύουν την ατομική μας ιδιοπροσωπία, θα ισχυριζόμουν ότι διατείνεται εμμέσως πλην σαφώς η Λύπη των άλλων. Η πλήρης και η ουσιαστικότατη επαλήθευση της γραφής τελείται συνεπώς στην περαιτέρω αφαλκίδευτη, αναγεννησιακού τύπου, ανάπτυξή της, αλλά και στη συστηματική καλλιέργεια των παντοειδών παραλλαγών, απολήξεων και αναπόφευκτων αιρέσεών της.

Κοντολογίς, η ποιητική αποτύπωση, δρώντας ακόμη και παραπληρωματικά, αναδεικνύει εδώ ό,τι δεν μπορεί συνήθως να εκτιμηθεί από μια μονοδιάστατη, μονόδρομη επαφή μας με όντα. Το ποίημα μαθαίνει κάθε φορά πώς να συνδιαλέγεται καλύτερα με το έτερο υλικό των φαινομένων. Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, για να το διατυπώσω κατ' άλλον τρόπο, ασπάζεται πλήρως τη γνωστή αρχή που πρεσβεύει ότι «η τέχνη είναι ένα είδος έμφυτης παρόρμησης που κυριεύει τον άνθρωπο και τον κάνει όργανό της. Ο καλλιτέχνης δεν είναι άτομο προικισμένο με ελεύθερη βούληση που επιδιώκει τους δικούς του σκοπούς, αλλά ένας άνθρωπος που επιτρέπει στην τέχνη να υλοποιήσει τους σκοπούς της μέσα από τον ίδιο. Είναι ο συλλογικός άνθρωπος, ένας άνθρωπος που βιώνει, εκφράζει και διαπλάθει την ασυνείδητη ψυχική ζωή της ανθρωπότητας. Αυτό είναι το φορτίο του, το λειτούργημά του, και γι' αυτό θυσιάζει την καθημερινότητά του». (Ιδέτε C. G. Jung, Το πνεύμα στον άνθρωπο, την τέχνη και τη λογοτεχνία, εκδόσεις Ιάμβλιχος.) Αν το περίβλημα - ή άλλως «όνομα» των πραγμάτων είναι αδύνατον να συνεχίσει να διατηρεί την παλαιά του συνοχή, τότε η γραφή αναλαμβάνει το πρόσθετο βάρος (ή δουλεία) να εφεύρει ένα άλλο, κατά πολύ επαρκέστερο Ενδυμα. Αν εντέλει «σώμα καλείται ο σταλαγμίτης του αίματος», όπως παλαιότερα όρισε ευφυώς ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, τότε η λεκτική αναδιάταξη, που τόσο θερμώς υποστηρίζει από την αρχή σχεδόν της αισθητικής του πράξης, νομιμοποιείται να συνεχίζει το έργο της, ολοκληρώνοντας σταδιακά ένα ακριβοδίκαιο σύστημα ποιητικών αφορισμών, που έχουν το προνόμιο-αποστολή να μας ξεμάθουν «πολιτισμό» και να μας μάθουν Ουσίες.

Μέσα από το δράμα των λέξεων

Από τον Θάνο Φωσκαρίνη

  • Κ. Π. Παπαγεωργίου : Η λύπη των άλλων, ποιήματα, εκδόσεις Κέδρος , σ. 73, 10 ευρώ

Είναι συνηθισμένο η πρωτότυπη δημιουργία, δηλαδή τα πεζά ή τα ποιήματα κυρίως, ενός καταξιωμένου μελετητή ή κριτικού της λογοτεχνίας να μην προσέχονται ιδιαίτερα ή να συγκρίνονται με τον χαρακτήρα και την ποιότητα των δοκιμίων, των μελετών, των κριτικών του αποδίδοντας τις καταβολές του συγγραφικού του ταλέντου σ' αυτά τα διαβάσματα. Λησμονούν ότι η ποίηση ακονίζει την κριτική οξυδέρκεια των ποιητών πολύ περισσότερο απ' ό,τι η πεζογραφία κι ότι στον τόπο μας όσο και στο εξωτερικό πολλοί σημαντικοί θεωρητικοί της λογοτεχνίας μας ήταν πρωτίστως ποιητές.

Ο Κ. Π. Παπαγεωργίου, που έχει αφιερώσει μεγάλο μέρος του έργου του στη μελέτη και κριτική της λογοτεχνίας μας, έχει ωστόσο εκδώσει μέχρι τώρα 12 ποιητικές συλλογές αξιοζήλευτης ποιότητας ποιητικού λόγου. Θα 'λεγα μάλιστα πως είναι απόρροια της κλίσης του στην ποίηση τα 5 βιβλία πεζογραφίας του.

Ο ακαταπόνητος αυτός θεράπων της λογοτεχνίας μας, του οποίου διαβάζουμε συχνά δοκίμια στον περιοδικό και ημερήσιο Τύπο των ημερών μας, είναι επίσης υπεύθυνος του περιοδικού λογοτεχνικής κριτικής «Κ», διευθυντής των εκπομπών λόγου του Γ' Προγράμματος και ο δημιουργός-παραγωγός δύο λογοτεχνικών εκπομπών: Αναγνώσεις και λαθραναγνώσεις και Το ξαπλωμένο ύψος ο ουρανός.

Είναι όμως από το 2006, οπότε κυκλοφόρησε η ποιητική του συλλογή Το μαύρο κουμπί, που η ποίησή του υπεισέρχεται σ' έναν άλλο κύκλο, σε μια νέα φάση ωρίμανσης. Το επιβεβαιώνει η τελευταία του εργασία Η λύπη των άλλων. Η συλλογή, η οποία χωρίζεται σε 5 ενότητες, καταθέτει με ευκρίνεια και στέρεη δραματική εσωτερικότητα τη «λύπη των άλλων» εννοώντας ως άλλους όχι κάποια πρόσωπα και βιώματα αλλά καταστάσεις ψυχικές που αυτά δημιουργούν.

Κινήσεις και στάσεις ενός ή πολλών πραγμάτων που εντοπίζουν -αδιάψευστοι μάρτυρες- οι αισθήσεις μας. Εντυπώσεις που κάποτε συνέλαβε η συνείδηση, ή άλλοτε εικόνες, που προσλαμβάνει μόλις τώρα, από τον έξω κι από τον μέσα μας κόσμο, κι αμέσως συνειρμικά αποκαλύπτει το μυστήριό τους στον ψυχισμό μας. Μια διαδικασία που πραγματοποιείται με έκπληξη, αγωνία, ενίοτε και φόβο γιατί η πραγματικότητα είναι αδέκαστη, ανεξάλειπτη και προπάντων απρόβλεπτη. Το βάρος της αναγκάζει «τα μάτια όταν δεν θέλουν πια να δουν [να] στρέφονται μέσα τους και [να] πλάθουν όραση τυφλού, μονάχα για των σπλάχνων τα τοπία», όπως γράφει σ' ένα ποίημά του αποκαλύπτοντάς μας, ποιητικώ τω λόγω, ότι και η σκέψη διαθέτει «σπλάχνα» και άλλα «όργανα σωματικά» απ' όπου αναδύονται οι χώροι, τα όντα και τα πράγματα που μας συνδέουν με τη ζωή αλλά και με τον θάνατο. Είναι εξαιτίας του βάρους που αποκτούν στην προβολή τους στον εσωτερικό κόσμο που ο ύπνος και το όνειρο λειτουργούν εξιλαστήρια και καθαρτικά ως το μόνο αντίδοτο που μας προσφέρει η φύση.

Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ο νους παύει να διοράται, να εικάζει, να ξαφνιάζεται, να απορεί και να αναζητά αποκρίσεις. Ο ποιητής, συγκεντρωμένος στο έσχατο όριο του λόγου και της λέξης, προσπαθεί να συνθέσει το μυστήριο του κόσμου επικαλούμενος το φως, στην κυριολεκτική και μεταφορική του σημασία, συμπλέοντας μαζί του ή αντιπαλεύοντάς το διότι κι αυτό παραμένει μυστήριο. Το φως είναι γι' αυτόν «η αφή του χρόνου» [...] «μετακινεί τα πράγματα [...] αλλά και «τα πρόσωπα χωρίς ν' αγγίζει κάνει αλλιώτικα να φαίνονται κι ευνοεί το κάρφωμα της μνήμης σε ύψη απάτητα».

Το νερό σε διάφορες μορφές, ως σταγόνα, λίμνη, έλος, βροχή, υγρός βυθός, ρυάκι, ατμός, ταυτόσημο ακόμα και του γυαλιού, είναι ο μόνος τρόπος διά μέσου του οποίου η ψυχή αντανακλάται, πλανάται και φθείρεται. Ο ύπνος, με την ακινησία και τη γαλήνη του, επιτρέπει, μαζί με τα όνειρα ή και χωρίς αυτά, να διαστέλλονται τα όρια του χώρου και του χρόνου. Γι' αυτό άλλωστε «βυθίζονται στη λάσπη ώς τα μισά». Η μουσική, τέλος, ως σύμβολο της τέχνης, συμπληρώνει την εικόνα της έκστασης υποβάλλοντας ρυθμούς από λόγια αλλά και κινήσεις των ανθρώπων και της φύσης.

Ο Παπαγεωργίου δεν μας αφήνει να εντοπίσουμε τα αγαπημένα πρόσωπα των δικών του, μορφές και φιγούρες που κυριαρχούν στη σκέψη και στη συγκίνησή του και παραμονεύουν πίσω σχεδόν από όλους τους στίχους της συλλογής. (Εξαίρεση το ποίημα «Η αγάπη αρκεί», αφιερωμένο στον αδερφό του Ανακρέοντα Π.). Κι αυτό για να μην περιορίσει την ερμηνεία μας σε ένα στενό προσωπικό επίπεδο. Και μόνο στο ποίημα «Του ύπνου» αφήνει να διακρίνουμε τη συγκίνησή του από τον χαμό των αγαπημένων του προσώπων που τα βλέπει: «Να έρχονται οι ξενιτεμένοι μου να καθρεφτίζονται. Να σκύβουν οι θλιμμένοι μου να ξεδιψούν» στον θαμπό καθρέφτη του ύπνου.

Οι λέξεις της σύνθεσης (και ονομάζω «σύνθεση» τα ποιήματα της συλλογής, γιατί ο Παπαγεωργίου είναι ποιητής που η κάθε του συλλογή είναι μια συμπαγής ενότητα ποιημάτων που καθορίζεται από την αρχιτεκτονική της), συγκρατούν τη συγκίνηση και τις διαβαθμίσεις της ώστε να μην καταλήξει ποτέ σε λυγμό. Χαρακτηριστικά της ο λιτός αφαιρετικός λόγος, η λακωνικότητα, η ενίοτε ιδιότυπη σύνταξη των λέξεων σε κάποιους στίχους που κόβουν απότομα την εικόνα ανατρέποντας την αίσθηση της απλής λυρικής αφήγησης και προσδίδοντας έτσι μια διάθεση δραματικότητας.

Στις δύο τελευταίες ενότητες ο ποιητής κατονομάζει τον εχθρό που κατεργάζεται την αλλοίωση του σώματος, οδηγεί στη στρέβλωση και στη φθορά αποκαλύπτοντάς μας ως αιτία βασάνου του την έννοια της ασθένειας που στις προηγούμενες ενότητες απλώς υπονοείται πίσω από τις λέξεις «τσιμπήματα» (σ. 16), «μαύρα αυγά του ήλιου» (σ. 17). Εδώ γίνεται πλέον «Το σάπιο μήλο» (σ. 45), τα τρία ποιήματα «Του πυρετού» (σ. 47-49), ή κατονομάζεται ευθέως (σ. 65).

Στην τελευταία ενότητα θίγει το ζήτημα της δύναμης και της αξίας της τέχνης στα ανθρώπινα δεινά. Οι λέξεις, όπως είναι φυσικό, στους ποιητές προσωποποιούνται. Η φιμωμένη τους σημασία τις μεταμορφώνει σε παρουσίες αδικαίωτες, σε ζωές χαμένες και ωσάν βγαλμένες από κάποια σελίδα του Δάντη τις συναντάμε στο παραστατικό «Συσσίτιο», για να καταλήξουν στο τελευταίο ποίημα στην εικόνα μιας άδειας και εγκαταλελειμμένης τάξης σχολείου («Αιώνιο διάλειμμα») βουβής και κουφής ταυτόχρονα από κάθε θόρυβο ζωής...

Η ποιητική συλλογή Η λύπη των άλλων επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά τον πλούτο και τη δύναμη των λέξεων να λειτουργούν ως μουσικό όργανο, με την απαραίτητη προϋπόθεση βέβαια αυτοί που τις χειρίζονται να κατέχουν την τέχνη να τις αποκαθαίρουν και να μας τις παραδίδουν σαν για πρώτη φορά, να είναι δηλαδή αληθινοί ποιητές.

No comments: