- Της Τιτικας Δημητρουλια, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 14/03/2008
Γιωργος Σκαμπαρδωνης, Μεταξύ σφύρας και Αλιάκμονος, εκδ. Ελληνικά Γράμματα
Το καλό διήγημα μεταφέρει με κάποιο τρόπο ειδήσεις από έναν κόσμο σε έναν άλλον, έχει πει ο Ραίημοντ Κάρβερ. Τον θυμήθηκα, διαβάζοντας τα νέα διηγήματα του Θεσσαλονικιού δημοσιογράφου και πεζογράφου Γιώργου Σκαμπαρδώνη, είκοσι επτά τον αριθμό, όπου οι κόσμοι πολλαπλασιάζονται, καταφανώς και αφανώς, φανερώνοντας τις δεδομένες αλλά υπόγειες διασυνδέσεις του είδους με το μυθιστόρημα, το παραμύθι, αλλά και το ποίημα. Δεξιοτέχνης της μικρής φόρμας, ο Σκαμπαρδώνης εμπλέκει ανεπαίσθητα τον αναγνώστη στη μηχανή του λόγου του, και με μια αιφνίδια μετατόπιση περνά τον μύθο κόσμο του αναγνώστη, σχολιάζει τις δικές του νίκες και ήττες, το λογικό και το παράλογο της δικής του ζωής.
Τα διηγήματα του Σκαμπαρδώνη, από δύο έως δέκα περίπου σελίδες έκαστο, διαβάζονται όλα σε μια «καθισιά», όπως οφείλουν κατά τον Πόε τα διηγήματα, ώστε να έχει κανείς την αίσθηση της ολότητας του έργου. Δύσκολα όμως περιγράφονται. Υπάρχουν βεβαίως θεματικά μοτίβα, το νερό, ο βυθός, τα ζώα, τα ποτά και τα ξενύχτια, η Ιστορία, η απώλεια, το πείσμα και η παράδοση, το μοιραίο και το ανεπίγνωστο. Υπάρχουν αναγνωρίσιμα υφολογικά στοιχεία, όπως η έφεση προς το λογοπαίγνιο, κυρίαρχη και στους τίτλους των έργων του, που όμως πέρα από τη δύναμη του λόγου φωτίζει και το άλογο και το τυχαίο του κόσμου. Ολα αυτά όμως τίποτε δεν λένε για την ιδιαίτερη, περίτεχνη δόμηση του κάθε διηγήματος, όταν το ρεαλιστικό έναυσμα οδηγεί σε αναπάντεχες συμβολοποιήσεις, η λειτουργία των αφηγηματικών τρόπων διευρύνεται (οι περιγραφές μετασχηματίζονται κάποιες στιγμές σε δράση λόγου χάρη), ο χρόνος ρέει σαν το νερό και ο χώρος χαρακτηρίζει μετωνυμικά τα πρόσωπα και τα πράγματα.
Η διαδρομή
Παράδειγμα, το εναρκτήριο διήγημα της συλλογής, ο «Διάπλους του Τορωναίου». Ενας άντρας κολυμπάει από το ένα πόδι της Χαλκιδικής στο άλλο. Το κύμα, οι μέδουσες, οι ζαργάνες που περνούν σαν «ασημοπράσινες σπαθιές», τα μπλάβα και διάφανα νερά, σκηνικό μιας θαλασσινής περιπέτειας, στην οποία ενσκήπτει αιφνιδίως και δημιουργεί κρίση πανικού στον κολυμβητή όχι ένα πραγματικό σκυλόψαρο, αλλά η νοητική του εικόνα. Η διαδρομή αποδεικνύεται ένας αγώνας με τον εαυτό, ενάντια σε φόβους και ήττες, μια μάταιη απόδειξη που δεν μπορεί να ακυρώσει την απώλεια και να πληρώσει το κενό· και η μαγικά ανεξιχνίαστη θάλασσα γίνεται μια άλλη όψη του σκοτεινού βίου και της σαγήνης του, όπου κάποιες κρίσιμες στιγμές αστράφτει φως, όπως εδώ, και γνωρίζει ο άνθρωπος τον εαυτό του. Αλλο διήγημα, «Συνοδηγός με ουρά»: ένα ποντικάκι μπαίνει στο αυτοκίνητο της μοναδικής γυναίκας μεταξύ των τελωνοφυλάκων στους Ευζώνους. Επειτα από απελπισμένες προσπάθειες εξόντωσής του, με τον φόβο να τη διαλύει, αφού και ο γάτος Γλιγκόροφ αρνείται να συνεργαστεί, η γυναίκα καταλήγει να αποδεχθεί το ποντίκι, που την κοιτάζει «ακατανόητα στα μάτια» μέσα από το δικό του «αλλόκοτο κόσμο», ως έσχατη παρηγοριά στην αφόρητη μοναξιά της. Αν στο πρώτο διήγημα τον τόνο τον ξανοίγουν οι ρεαλιστικές αναφορές, το φουρνάκι όπου οι ψαράδες ψήνουν τα ψάρια κατευθείαν πάνω στη βάρκα λόγου χάρη, οι κινήσεις και τις ατάκες τους, στο δεύτερο διήγημα το χιούμορ δίνει στα πράγματα τις πραγματικές τους διαστάσεις, ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό, με το γκροτέσκο να καραδοκεί, όπως στην πραγματική ζωή.
Στα διηγήματα του Σκαμπαρδώνη δεν υπάρχει καθαρό άσπρο και μαύρο, αλλά όλες οι μεταξύ τους αποχρώσεις, αποτυπωμένες με αντιθέσεις που σβήνουν και άλλες που παροξύνονται. Η στιγμή γίνεται βιωμένη διάρκεια, ζωής ή θανάτου, όπως στη συγκλονιστική «Απνοια στην Τριστινίκα», η πύκνωση δεν εμποδίζει το άπλωμα των πραγμάτων και του ίδιου του χρόνου, ειδικά του ιστορικού, που ορίζει όχι μόνο το δημόσιο αλλά και το ιδιωτικό, στις πλέον αναπάντεχες εκφάνσεις του. Πώς μπορεί άραγε η μικρασιατική εκστρατεία να σχετίζεται με το ξεπέρασμα της υψοφοβίας; Από την άλλη, η πρόσληψη της τέχνης αποκτά νέες διαστάσεις σε διηγήματα όπου η ακρόαση της ποίησης προϋποθέτει καραμπίνες ή ο Μέντελσον γίνεται το καταφύγιο ενός φορτηγατζή. Ματιά διεισδυτική, ψύχραιμη αλλά πονετική, αποδραματοποίηση, σφιχτός ρυθμός, ανάγλυφη εικονοποιία, γλώσσα ανήσυχη, ακονισμένη: είκοσι επτά διηγήματα το ένα καλύτερο από το άλλο, που δεν μιλάνε για τον Ελληνα σήμερα, αλλά για τον άνθρωπο και τη ζωή του πάντα, και κυρώνουν την κατακτημένη ιδιοπροσωπία ενός από τους σημαντικότερους σύγχρονους διηγηματογράφους μας.
Sunday, March 14, 2010
Στο έργο του Σκαμπαρδώνη υπάρχουν όλες οι αποχρώσεις
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment