Tuesday, March 23, 2010

Δύο ξένοι σε ξένο αχυρώνα

  • Tου Δημητρη Δημηρουλη, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 23/03/2010

ΑΠΑΝΤΗΣΗ. Με την έκδοση των Ωδών του Κάλβου που επιμελήθηκα (Μεταίχμιο, 2009) είχα κατά νου πρωτίστως το ευρύ κοινό. Θεώρησα ωστόσο αναγκαίο να συνοδεύσω τις Ωδές με εκτενή εισαγωγή όπου προσπαθώ να συγκεράσω το βιογραφικό μέρος με τη συστηματική μελέτη της γλώσσας, του ύφους, της μετρικής και της ποιητικής του Κάλβου. Εκρινα σκόπιμο κάτι τέτοιο, γιατί πιστεύω σε εκδόσεις οι οποίες συνδυάζουν τη φιλολογική επάρκεια με την ερμηνευτική ανάλυση. Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο απαιτεί πολύχρονη και πολύμοχθη ενασχόληση, η οποία, όταν ολοκληρωθεί, δεν επιζητεί κάποια εύκολη δικαίωση, δεν ανέχεται όμως το ιταμό ύφος και τη λοιδωρούσα απόρριψη, όπως συνέβη με τις περιπτώσεις δύο «καλβολόγων», του Μ. Πασχάλη και του Ν. Βαγενά.

Το μάτι τους, πάντα στραμμένο στα λάθη των άλλων (ποτέ στα δικά τους), χάνει το δάσος για να περιαυτολογήσει κατάφωρα μπροστά στο δασκαλίστικο δέντρο. Ομως, όποιος δουλεύει με τα κείμενα, ξέρει πολύ καλά πως, μόλις πάρει στα χέρια του το τυπωμένο βιβλίο, θα διαπιστώσει ότι τα λάθη είναι πολύ περισσότερα από όσα περίμενε. Το γνωρίζουν αυτό όλοι οι ευσυνείδητοι επιμελητές κειμένων και, γενικά, οι συγγραφείς. Για να το γνωρίσουν και οι δύο δημοσιογραφούντες φιλόλογοι τους παραπέμπω στον Γ. Π. Σαββίδη: «Τέλειες, οριστικές εκδόσεις δεν υπήρξαν, ούτε καν στην κλασική φιλολογία… παρά στη φαντασία των αδαών και των νωθρών». Θα συμπλήρωνα: αυτός που βγαίνει στη βροχή βρέχεται, δεν ψάχνει χαιρεκάκως μπας και βρει λάθη στα κείμενα των άλλων, τα οποία εξαρχής έχει αποφασίσει να μην «διαβάσει».

«Ματαιοσχολία»

Είναι γνωστό ότι, όταν οι γραμματοδιδάσκαλοι συζητούν για την τέχνη ή την επιστήμη, διαπρέπουν στη ματαιοσχολία. Απειρα τα παραδείγματα στη νεοελληνική λογοτεχνία και φιλολογία. Θεωρούν ότι αποκτούν κάποιο μέγεθος, αν κατεβάσουν τη συζήτηση στο ύψος τους, δηλαδή αν τη μετατοπίσουν από τα «ουσιαστικά» στα «επιμέρους». Δεν είναι επομένως περίεργο που ο Μ. Πασχάλης επανήλθε στην «Καθημερινή» (12/1/2010) για να κάνει τη φοβερή ανακοίνωση ότι ο Κάλβος δεν πήγε κυνηγημένος το 1816 στη Γενεύη, αλλά στη Ζυρίχη! Το πανελλήνιο συγκλονίστηκε από την αποκάλυψη και ακόμη προσπαθεί να συνέλθει. Το περίεργο όμως είναι που ο εν λόγω επιστήμων δημοσίευσε ολόκληρο το πόνημά του στο περιοδικό Νέα Εστία, απ’ όπου αποσπά αυτούσια κομμάτια και τα διοχετεύει στην εφημερίδα. Η μέθοδος είναι πρωτότυπη και άκρως «επιστημονική». Δεν μπορεί παρά να του ευχηθεί κανείς καλή συνέχεια. Εφ’ όλης της ύλης θα του απαντήσω (αν έως τότε δεν με καταβάλει η πλήξη) στον οικείο χώρο και όχι δημοσιογραφώντας ασύστολα.

Εντούτοις! Πώς θα μπορούσε να λείπει από το προσκήνιο ο Ν. Βαγενάς, αυτόκλητος πάντα προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών, εμμανής τηρητής της πολιτικής ορθότητας στην ελληνική επικράτεια, μέγας επιφυλλιδογράφος ο οποίος εξαπολύει φύρδην-μίγδην τους μύδρους του με ασυγκράτητη έξαψη και με το ακαταμάχητο επιχείρημα ότι όλοι κάνουν λάθος και κανείς δεν τον καταλαβαίνει. Εμφανίστηκε και αυτός στην «Καθημερινή» (26/1/2010) για να γίνει λέει πιο «αναλυτικός». Φοβερές οι καταγγελίες του. Φανταστείτε: επειδή θεωρώ πως δεν έχει γραφεί μια βιογραφία ή ένα μυθιστόρημα για τον Κάλβο αντάξια του βίου και της εποχής του, συμπεραίνει ότι αγνοώ όσα υπάρχουν. Συντριπτική λογική. Φανταστείτε επίσης ότι όταν, ακολουθώντας παμπάλαια αφηγηματική συνήθεια, γράφω πως ο Κάλβος το 1816 αφήνει πίσω του τα ιταλικά για να αναμετρηθεί με τα αγγλικά, ο Βαγενάς συμπεραίνει ότι κάτι τέτοιο θέλει να πει πως ο Κάλβος εγκαταλείπει τα ιταλικά. Σε τέτοια κριτική οξύνοια ομολογώ ότι παραμερίζω.

Αλλά έπονται χειρότερα. Η αστυνομία που απελαύνει τον Κάλβο δεν είναι ιταλική, ισχυρίζεται, αφού Ιταλία δεν υπάρχει ακόμη και ο ποιητής είναι υπήκοος του Δουκάτου της Τοσκάνης. Αυτό είναι τρομερό. Εφόσον ακόμη δεν υπάρχει Ιταλία ως κράτος θα έπρεπε οι ιστορικοί να μην αποκαλούν το Δουκάτο ιταλικό κρατίδιο, οι τεχνοκρίτες να μην μιλούν, αν πάμε πιο πίσω, για ιταλική Αναγέννηση και ο ίδιος ο Βαγενάς να μην διακινεί τον ιταλό Κάλβο, ή τα ιταλικά έργα του Κάλβου ή τον Κάλβο στην Ιταλία. Οπως και αν έχει το πράγμα όμως η αλήθεια είναι ότι η αστυνομία παραμένει πάντα αστυνομία (παρεμπιπτόντως: οι αστυνομικοί της ήσαν Ιταλοί). Επίσης, το 1816 ο Κάλβος δεν εγκαταστάθηκε, λέει ο Βαγενάς, «αναγκαστικά» στη Ζυρίχη, αφού μπορούσε να πάει όπου ήθελε. Δηλαδή, αν γράψω ότι κάποιος, διωκόμενος από τη Χούντα «εγκαταστάθηκε αναγκαστικά στο Παρίσι», είναι σαν να λέω ότι του απαγορευόταν να εγκατασταθεί κάπου αλλού!

Αυτά τα ασυγχώρητα λάθη (του χαρίζω κάτι μπερδέματα με τους μήνες) επικαλείται ο Βαγενάς για να κρίνει την καινούργια έκδοση του Κάλβου. Λέει και κάτι ψιλά πομφολυγώδη στο «Βήμα» (25/10/2009) αλλά τα αφήνω για άλλη ώρα και, βέβαια, όχι πετροβολώντας στις εφημερίδες. Πρέπει να πω ωστόσο ότι χάρηκα που αναγνώρισε τον εαυτό του στους «μουλωχτούς και κρυφοδάγκωτους», αν μη τι άλλο δείχνει κάποια πρόοδο στον τομέα της αυτογνωσίας. Δυστυχώς, η τακτική να ενδύεται η προσωπική επίθεση τη λεοντή της επιστημονικής σοβαροφάνειας και η αναγωγή του «λάθους» σε απόλυτο «κριτικό» εργαλείο φανερώνουν όχι μόνο την παθογένεια της ελληνικής «πνευματικής» ζωής, αλλά αποδεικνύουν ότι η χρεοκοπία της χώρας δεν είναι μόνο οικονομική. Στη μιζέρια που σκορπάει η νοοτροπία του μικρού χωριού και το σαράκι της λοιμώδους εσωστρέφειας πρέπει να αναζητήσουμε την αιτία του κακού και όχι λεηλατώντας το κενό.

Επαγγελματική δικαίωση

Τελειώνοντας θα ήθελα να δηλώσω ότι το να σε αποκαλέσει «ανεπαρκή» ο Μ. Πασχάλης και «ερασιτέχνη» ο Ν. Βαγενάς είναι η μεγαλύτερη επαγγελματική δικαίωση. Στα θετικά θα έβαζα το γεγονός ότι και οι δύο εντρύφησαν τόσο πολύ στην «ξενότητα», ώστε είναι εύλογο να αναμένουμε στο μέλλον βελτίωση του λεξιλογίου τους. Εξακολουθώ να υποστηρίζω το guarda e passa. Τα ρήματα όμως που ενέχονται στο παρόν σχόλιο είναι άλλα, και τους καλώ να τα αναζητήσουν ως συμπληρωματικά. Εως τότε καλό θα ήταν να έχουν κατά νου ότι τα έργα των ποιητών δεν είναι ιδιόκτητες παράγκες, καθώς επίσης και ότι όσοι δουλεύουμε τόσο χρόνια με αυτά, και γι’ αυτά, δεν κολλάμε μπρίκια.

No comments: