Μικρή αναφορά στη σχέση του μεγάλου διανοούμενου Κώστα Βάρναλη, με τη δημοσιογραφία
Δημοσιογραφική ταυτότητα του Βάρναλη το 1934
|
Σημαντική πλευρά του πολυσχιδούς έργου του Κώστα Βάρναλη αποτελεί η δημοσιογραφική. Μπορεί η «ένταξη» της δημοσιογραφίας στο δημιουργικό «πανόραμα» ενός διανοούμενου του μεγέθους του Βάρναλη να ξενίζει, πολύ περισσότερο που ο ίδιος την αντιμετώπισε - τουλάχιστον αρχικά - ως ένα είδος «αναγκαίου κακού» για να μπορέσει να ζήσει, ωστόσο είναι τόσο βαθύ το «χνάρι» που άφησε και σε αυτόν τον τομέα, που αντικειμενικά καθιστά προβληματική μια συνολική προσέγγιση του έργου του που θα απέκλειε τα δημοσιογραφικά του κείμενα.
Η δημοσιογραφία, στην περίπτωση του Βάρναλη, δεν είναι ένα ακόμη «προσωπείο» ενός εκρηκτικού πνεύματος, ή, μάλλον, είναι κάτι περισσότερο από αυτό. Διότι ο Βάρναλης ως δάσκαλος δεν είναι «άλλος» από τον Βάρναλη ως λογοτέχνη ή ως δημοσιογράφο.
Δηλαδή, το εννοιολογικό περιεχόμενο και, άρα, ο ιδεολογικός και πολιτικός προσανατολισμός του δεν «εξαρτώνται» από τα εκφραστικά του μέσα, αλλά προσαρμόζονται στο πλαίσιο της αντικειμενικής αναγκαιότητας να ακολουθηθεί η δημοσιογραφική τυπολογία, για παράδειγμα. Πιο απλά, ο Βάρναλης, όχι μόνο δεν κάνει «εκπτώσεις» στον ιδεολογικοπολιτικό του προσανατολισμό όταν δημοσιογραφεί - για μια σειρά προσχηματικούς λόγους - με τον ίδιο τρόπο που δεν το κάνει στη λογοτεχνική του δημιουργία. Και ακόμη πιο απλά με τον μοναδικό τρόπο του ίδιου του ποιητή, όπως μας τον μετέφερε ο αξέχαστος σύντροφος και δάσκαλός μας, Νίκος Καραντηνός, από τη δική του χρονογραφική στήλη στον «Ρ», το Δεκέμβρη του 2003:
«Σ' αυτήν την εκδήλωση (σ.σ. το 1966 η ΕΣΗΕΑ απένειμε στον Βάρναλη το Χρυσό Εύσημο Δημοσιογραφίας) ο Κ. Βάρναλης απαντητικά θα πει και ετούτα τα λόγια: (...) ΜΠΟΡΩ να σας διαβεβαιώσω πως σ' όλη μου τη ζωή, του δασκάλου, του λογοτέχνη και του δημοσιογράφου, ποτέ, ούτε έκανα, ούτε έγραψα τίποτα παρά τη συνείδησή μου και εναντίον του λαού, εναντίον της ελευθερίας και των ελευθεριών του». Αυτό έκανε ο Βάρναλης. Εγραψε υπέρ της ελευθερίας και των ελευθεριών του λαού, είτε σαν δημοσιογράφος, είτε σαν ποιητής. Και δίδαξε υπέρ αυτών και ως δάσκαλος.
- «Βάθυνε» τη δημοσιογραφία
«Ριζοσπάστης» 7 Μάρτη 1936. Διακρίνεται το χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη
|
Ο ποιητής έρχεται σε επαφή με τον Τύπο από νωρίς, από τα είκοσί του χρόνια, όταν το 1904 το περιοδικό «Ακρίτας» του Σ. Σκίπη δημοσιεύει μερικά ποιήματά του. Θα ακολουθήσουν κι άλλες δημοσιεύσεις σε εφημερίδες και περιοδικά, τόσο ποιημάτων όσο και μεταφράσεων και αργότερα θεωρητικών κειμένων του. Δεν πρόκειται όμως ακόμη περί δημοσιογραφίας και είναι πιθανό ότι η σχέση του Βάρναλη με τον Τύπο θα συνέχιζε να είναι σχέση ενός διανοούμενου - συνεργάτη με αυτόν, παρά δημοσιογράφου, αν δεν έρχονταν οι διώξεις εναντίον του την περίοδο του μεσοπολέμου. Συγκεκριμένα, το 1925 και ενώ εργάζεται στην Παιδαγωγική Ακαδημία, τιμωρείται με εξάμηνη παύση με αφορμή στίχους από το έργο «Το Φως που καίει» και «Ο λαός των μουνούχων». Ηδη από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας θα έχει αρχίσει να ενστερνίζεται το μαρξισμό.
Ενα χρόνο μετά τιμωρείται με δυσμενή μετάθεση στα Χανιά που θα εξελιχθεί σε οριστική απόλυση, γεγονός που θα τον φέρει στο Παρίσι από όπου και θα ξεκινήσει την αμιγώς δημοσιογραφική του περίοδο εργαζόμενος ως ανταποκριτής της εφημερίδας «Πρόοδος». Επόμενος δημοσιογραφικός «σταθμός» είναι το 1930 με τη συνεργασία του με το περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι» όπου γίνεται και μέλος της συντακτικής του επιτροπής.
Τον Οκτώβρη του 1934 υπογράφει σειρά δημοσιευμάτων στην εφημερίδα «Ελεύθερος Ανθρωπος» με τις εντυπώσεις του από την ΕΣΣΔ την οποία είχε επισκεφθεί τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου προσκεκλημένος, μαζί με τον Γληνό, των Σοβιετικών συγγραφέων, για να παρακολουθήσει το ιστορικό τους, πλέον, Α' Συνέδριο της Ενωσής τους. Αρθρα στα οποία η δημοσιογραφική και λογοτεχνική δεινότητα του Βάρναλη, η παρατηρητικότητα, αλλά και η πλήρης συνειδητοποίηση της ανάγκης να γίνει ο ελληνικός λαός κοινωνός της εποποιίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, συνδυάστηκαν άψογα, προσφέροντας ακόμη ένα λαμπρό παράδειγμα κομμουνιστικής δημοσιογραφίας.
Το 1935 δημοσίευσε τις εντυπώσεις του από το Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων στο Παρίσι στα «Νεοελληνικά Γράμματα» και συνεργάζεται με τον «Ριζοσπάστη», στον οποίο γίνεται μόνιμος συνεργάτης το 1936, αφού πρώτα φεύγει από την εφημερίδα «Ανεξάρτητος» λόγω του αντικομμουνισμού της.
Το δημοσιογραφικό είδος στο οποίο διέπρεψε ο Βάρναλης και το οποίο θα πλουτίσει με την πένα του είναι το χρονογράφημα. Το οποίο δεν είχε και σε μεγάλη υπόληψη, τουλάχιστον αρχικά. Οπως γράφει ο Καραντηνός, ο Βάρναλης είχε πει ότι «το χρονογράφημα είναι κάτι το πρόχειρο. Κι εγώ δεν μπορώ να γράφω έτσι πρόχειρα». Και ο Γ. Καράντζας (σ.σ. ο ΕΑΜίτης πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ στα χρόνια της Κατοχής) του είχε απαντήσει - «προφητικά» μάλλον - ότι «επειδή είσαι τέτοιος που σε ξέρω και δεν μπορείς να γράφεις τόσο πρόχειρα, θα δώσεις κάποιο βάθος στο χρονογράφημα (...)».
Ο παραπάνω διάλογος είχε γίνει το 1940 με αφορμή την πρόταση να εργαστεί ο Βάρναλης στην εφημερίδα «Πρωία», όπως κι έγινε. Λόγω της δικτατορίας του Μεταξά ο Βάρναλης αναγκάστηκε να υπογράφει στην «Πρωία» με τα αρχικά της στήλης του, δηλαδή Τ.Ζ. από το «Τέχνη και Ζωή». Μόνο στις 28 Οκτώβρη και στην κήρυξη του πολέμου ο Βάρναλης υπέγραψε με το όνομά του. Στην «Πρωία» θα δουλέψει μέχρι που έκλεισε, το 1944. Ακολούθησε πάλι ο «Ριζοσπάστης», ο «Ρίζος της Δευτέρας», η «Αυγή» και ο «Προοδευτικός Φιλελεύθερος». Μια πορεία που επιβεβαίωσε την «πρόβλεψη» του Καράντζα ότι ο Βάρναλης θα προσδώσει βάθος στο χρονογράφημα.
Η μαρξιστική του μόρφωση, η πλήρης κατανόηση της διαλεκτικής και η εκπληκτική του δυνατότητα να εμφανίζει το γενικό μέσα από το ειδικό καθιστούν διαχρονικά χρήσιμα τα χρονογραφήματά του, έστω κι αν αντικειμενικά υποτάσσονται στις ανάγκες της συγκυρίας μέσα στην οποία γράφτηκαν. Είτε απαντά στους αστούς ομότεχνούς του, είτε γράφει για το «ταπεινό» κουλούρι, ο Βάρναλης έκανε πράξη αυτό που έγραφε στο χρονογράφημα που δημοσιεύθηκε στις 30/3/1947 στον «Ρ», απαντώντας στους Ουράνη, Αγγ. Τερζάκη, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, Πέτρο Χάρη και Νάσο Χρηστίδη για τους λόγους παραίτησής τους από την Εταιρία Λογοτεχνών:
«(...) Οι μόνοι πραγματικά λεύτεροι πνευματικοί ηγέτες του λαού, σ' όποιον τόπο και σ' όποιον καιρό, είναι οι αγωνιστές της ελευθερίας του ενάντια σ' όποιο δυνάστη, ντόπιον ή ξένο (...) Δεν υπάρχει λοιπόν Τέχνη εξωπολιτική. Το πρόβλημα είναι τι πολιτική θ' ακολουθήσει: προοδευτικήν ή αντιδραστική; (...) Αν το χρέος του πνευματικού ηγέτη είναι να χτυπάει και να γκρεμίζει το κακό και να οικοδομεί το καλό σε κάθε καιρό, αυτό το χρέος γίνεται πιο μεγάλο και πιο άμεσα στα χρόνια του αποφασιστικού αναμετρήματος των δυο κόσμων: του κόσμου που ξόφλησε και του κόσμου που πάει να αντικαταστήσει. Σ' αυτά τα χρόνια ο παλιός και σάπιος κόσμος γίνεται πιο ανελεύθερος, πιο απολυταρχικός και προσπαθεί να πνίξει στο αίμα κάθε ιδέα και κάθε κίνημα ελευθερίας (...) Οπως δεν υπάρχει άνθρωπος έξω από την κοινωνία, έτσι δεν υπάρχει και εξωταξικός άνθρωπος και συνεπούμενα αταξική τέχνη σε ταξική κοινωνία (...)».
Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ,
No comments:
Post a Comment