Saturday, April 30, 2011

Το ρομάντζο της ερήμου

  • Μια ιστορία έρωτα και παρεξηγήσεων με φόντο τη Δυτική Σαχάρα και το μέτωπο του Πολισάριο
  • Γρηγόρης Μπέκος, ΤΟ ΒΗΜΑ: 30/4/2011

Το ρομάντζο της ερήμου



  • Ενα καλοστημένο βιβλίο που αγάπησε ιδιαίτερα ο Μάριο Βάργκας Λιόσα.

Είναι μια γλυκιά αυγουστιάτικη νύχτα. Η μικρή πλατεία είναι γεμάτη κόσμο, όλοι απολαμβάνουν μια μεγάλη δημόσια βεγγέρα κάτω απ΄ τον έναστρο ουρανό. Ενα συγκρότημα παίζει πάνω σε μια σιδερένια εξέδρα ένα πάσο ντόμπλε του Φρανθίσκο Αλόνσο που υμνεί την ισπανική πατρίδα. Ο Σάντι και η Μόντσε, ένα ερωτευμένο ζευγάρι νέων, λικνίζονται στους ρυθμούς ενός σκοπού που χορεύεται σε ζευγάρια από τον 16ο αιώνα ως σήμερα. Ο Σάντι επαναλαμβάνει τον μοναδικό στίχο του στρατιωτικού, κατά τ΄ άλλα, τραγουδιού που ταιριάζει στην περίσταση. Σιγοψιθυρίζει στη Μόντσε, ανάμεσα στα φιλιά που ανταλλάσσουν, τον στίχο «τότε να δεις πώς σ΄ αγαπώ», όπως ακριβώς τιτλοφορεί ο ισπανός συγγραφέας Λουίς Λεάντε το μυθιστόρημά του που κέρδισε το 2007 το σημαντικό για τον ισπανόφωνο κόσμο (μετά το «Θερβάντες» και το «Ρόμουλο Γκαλιέγος») βραβείο «Αλφαγκουάρα».


Το ρομάντζο αυτό, που διαδραματίζεται στη Βαρκελώνη της δεκαετίας του ΄70 αλλά και στην καυτή άμμο της μοναδικής ισπανικής αποικίας στην Αφρική, την αμφισβητούμενη ως σήμερα περιοχή της Δυτικής Σαχάρας (πρόκειται για μια αχανή έρημο που μοιράζονται το Μαρόκο, η Αλγερία και η Μαυριτανία) έχει λίγο- πολύ ό,τι περιμένει κανείς σ΄ αυτές τις περιπτώσεις. Ο Σαντιάγο Σαν Ρομάν ερωτεύεται σφόδρα μια κοπέλα ανώτερης τάξης, τη Μονσεράτ Κάμπρα, που θα γίνει με τις ευλογίες της πιεστικής οικογένειας μια καλή γιατρός. Ο Σαντιάγο, γιος μιας φτωχής και χήρας καπνοπώλισσας της Μπαρθελονέτα, δουλεύει σε συνεργείο αυτοκινήτων και «δανείζεται» τα πολυτελή αμάξια για να βολτάρει σαν πλουσιόπαιδο, ώσπου η Μόντσε διακρίνει το εναπομείναν γράσο στα νύχια του και καταλαβαίνει τι γίνεται.

Είναι ερωτευμένη μαζί του αλλά έχει τις αμφιβολίες της γι΄ αυτόν, που δεν είναι οικονομικής φύσης αλλά άπτονται των ανασφαλειών της πρώτης σοβαρής της σχέσης, η οποία παρουσιάζει ενδιάμεσα χρονικά κενά και έλλειψη εξηγήσεων εκατέρωθεν. Τότε, κλασικά θα λέγαμε, προκύπτει μια εγκυμοσύνη για την οποία κανείς δεν είναι έτοιμος. Η Μόντσε αποφασίζει να του το πει, αλλά την ημέρα εκείνη έτυχε να δει τον Σαντιάγο να χαριεντίζεται με μια «πρώην γκόμενα» σε μια καφετέρια. Η Μόντσε φουρκίζεται, όπως γίνεται ευκόλως αντιληπτό, και «παγώνει» τα πάρε- δώσε με τον Σαντιάγο που εν τω μεταξύ καλείται να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία, αρχικά στη Σαραγόσα και έπειτα στη Βόρεια Αφρική, λίγο προτού καταρρεύσει το δικτατορικό καθεστώς του Φρανθίσκο Φράνκο, με τον θάνατο του «γκαουντίγιο» τον Νοέμβριο του 1975. Από εκεί και πέρα, ο καθένας ακολουθεί άλλες διαδρομές και η σχέση τους, ό,τι ορίζεται ή σκιαγραφείται ως έρωτας από τον συγγραφέα (ο χρόνος θα κρίνει αν το έκανε τόσο καλά ή όχι), ματαιώνεται και, ως είθισται, παραμένει έτσι, σαν μια θλιβερή εκκρεμότητα της επιθυμίας.

Κάθε έρωτας όμως ματαιώνεται με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο, για να παραφράσουμε τελείως την εμβληματική αρχή της «Αννας Καρένινα» του Λέοντος Τολστόι για τις ευτυχισμένες οικογένειες. Αν ο Σαντιάγο και η Μόντσε ξεπερνούσαν τις όποιες δυσκολίες, παντρεύονταν, έκαναν ένα τσούρμο παιδιά και γερνούσαν στο σπιτικό τους αγκαλιασμένοι μπροστά στην τηλεόραση, δεν θα ενδιέφεραν κανέναν. Οι έρωτες της καλής λογοτεχνίας είναι προβληματικοί, οι παθογένειές τους γίνονται το επίκεντρο, το διακύβευμα της γραφής, αλλά και της ανάγνωσης. Ενώ λοιπόν ο Σαντιάγο γίνεται δεκανέας του ισπανικού στρατού και αναπτύσσει μια αδελφική σχέση με τους ανθρώπους της νομαδικής φυλής Σαχράουι που θα του κοστίσει ακόμη και την κατηγορία ότι υπήρξε προδότης της πατρίδας του (άθελά του κουβάλησε έναν σάκο με εκρηκτικά των ανταρτών και φυλακίστηκε γι΄ αυτό), η Μόντσε έχει παντρευτεί έναν άλλον άνδρα και βασανίζεται από τα αναπάντητα ερωτήματα του παρελθόντος της. Ενα περιστατικό, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, στο νοσοκομείο όπου δουλεύει γίνεται η αιτία να πέσει στα χέρια της μια φωτογραφία που διαλύει τη βεβαιότητα με την οποία πορευόταν τόσα χρόνια, ότι δηλαδή ο Σαντιάγο είχε πεθάνει στο μέτωπο το 1975. Τότε αποφασίζει ν΄ αναμετρηθεί με τον χαμένο χρόνο και ταξιδεύει στην έρημο για να διεκδικήσει ό,τι απέμεινε από τον πρώτο της έρωτα.

  • Στον καθρέφτη της άμμου
«Ενα βιβλίο που σε κερδίζει από την πρώτη αράδα» είπε ο Μάριο Βάργκας Λιόσα για το καλοστημένο αυτό ρομάντζο του Λεάντε, ως επικεφαλής της κριτικής επιτροπής τη χρονιά που βραβεύθηκε. «Ο αναγνώστης ζει το δράμα ενός λαού που περιθωριοποιήθηκε και θυσιάστηκε συστηματικά από την Ιστορία» συνέχισε ο τελευταίος νομπελίστας για τους Σαχράουι, μια πολυεθνική νομαδική φυλή της Δυτικής Σαχάρας που πάλεψε για την ανεξαρτησία και τον αυτοπροσδιορισμό της στις συμπληγάδες της αποικιοκρατίας και των επί μέρους εθνικών συγκρούσεων. Ο εξωτικός αυτός κόσμος είναι ο «άλλος» τόπος της αυτογνωσίας για τους ήρωες του Λεάντε με τις στακάτες και απέριττες περιγραφές. Το ουσιώδες στο μυθιστόρημα αυτό είναι ο χειρισμός του χρόνου, το πλέξιμο των εσωτερικών (οπτική των ηρώων) και εξωτερικών αφηγήσεων (γεγονότα)

που μοιάζουν μ΄ ένα κουβάρι που τυλίγεται ανάποδα- γι΄ αυτό δεν είναι μόνο ένα τυπικό ρομάντζο δύο εποχών. Ο Λουίς Λεάντε γεννήθηκε στην Καραβάκα δε λα Κρουθ της Μούρθια το 1963. Είναι κλασικός φιλόλογος και εργάζεται ως καθηγητής Λατινικών στο Αλικάντε.

Εχει ασχοληθεί με όλα σχεδόν τα είδη του λόγου: μυθιστόρημα, διήγημα, ποίηση (για μερικά από τα οποία επίσης έχει βραβευθεί), θεατρικά έργα, κινηματογραφικά σενάρια, δοκίμια, αλλά και αρθρογραφία. Το «Τότε να δεις πώς σ΄ αγαπώ» έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 22 γλώσσες και είναι το πρώτο του βιβλίο στα ελληνικά. Ετσι εμπλουτίζεται η λίστα των καλών συγγραφέων του «Αλφαγκουάρα» που κυκλοφορούν στα ελληνικά, όπως ο Τόμας Ελόι Μαρτίνες (Αργεντινή), η Λάουρα Ρεστρέπο (Κολομβία) και ο νεότερος Σαντιάγο Ρονκαλιόλο (Περού).

No comments: