Στο πρόσφατο βιβλίο του για τον Παπαδιαμάντη (Δόμος, 2010) ο Λ. Καμπερίδης θέτει ένα ζήτημα που ελάχιστα έχει απασχολήσει τους Ελληνες, όχι μόνο σε σχέση με τον Παπαδιαμάντη αλλά και γενικότερα. Οταν αρχίζει ο Π. να γράφει (1880), δεν υπάρχει μυθιστορηματική παράδοση στην Ελλάδα. Τονίζεται δηλαδή ότι ο ελληνικός κόσμος είναι εξοικειωμένος με «αμεσότερη εκφορά λόγου», με αφηγήσεις και εξιστορήσεις οι οποίες έχουν κυρίως προφορικό χαρακτήρα. Αυτό που λέει ο Κ., μου θυμίζει μια συνάντησή μου στη Μάνη με συγγενικό πρόσωπο, μεινεσμένο μονάχο σε ορεινό ερημοχώρι, που όταν άρχισε να μιλά και να αφηγείται, βρέθηκα μπροστά σε ένα θαύμα ομιλήματος, τέτοιας ζωντάνιας και τέτοιας συνοχής, που έμεινα εμβρόντητος.Μα ο Κ. υπογραμμίζει και κάτι άλλο. Λέει ότι ο ελληνόκοσμος τον 19ο αι. παρέμενε πιστός στη ζωντανή παράδοση της προφορικής μετάδοσης του λόγου, που σημαίνει ακόμη ότι, όταν πρόκειται για μετάδοση γνώσης, αυτό γινόταν μέσα από την προσωπική σχέση δάσκαλου-μαθητή. Η σχέση λοιπόν φωνής και γραφής όχι μόνον αφορά την περίπτωση Παπαδιαμάντη, αλλά θα έλεγα ότι ανάγεται στον πλατωνικό Φαίδρο. Οταν ο θεός Θευ ανακοινώνει στον αιγύπτιο βασιλιά την ανακάλυψη των γραμμάτων και των αριθμών, της γραφής δηλαδή, ο βασιλιάς τού αποκρίνεται: αυτό που βρήκες είναι φάρμακο λήθης. Τι του λέει δηλαδή; Του λέει ότι οι άνθρωποι, καταφεύγοντας στη γραφή, θα πάψουν να ασκούν τη μνήμη τους, πράγμα που βέβαια συντελείται πολύ περισσότερο όταν δεν υπάρχει γραπτός λόγος, όταν δηλαδή η απομνημόνευση γίνεται εσωτερικά, ή ενισχύεται από την προφορική ανταλλαγή περιγραφών, σκέψεων, εικόνων, παραστάσεων, ονείρων κ.λπ. Μα του λέει και κάτι άλλο: ότι θα γίνονται από σοφοί (που υποτίθεται είναι το ζητούμενο) «δοκησίσοφοι», θα νομίζουν ότι έγιναν σοφοί, χωρίς να είναι. Γιατί το λέει αυτό; Γιατί διαβάζοντας αυτά που έχουν γράψει άλλοι, θα τα περνούν για δικά τους, αυτή τη γνώση και τη σοφία, που θα τους παραδίνεται γραπτώς, εκείνοι θα την οικειοποιούνται και θα νομίζουν πως την κατέχουν.
Πίσω ή μέσα από αυτά τα λόγια του Σωκράτη παρουσιάζεται ολόκληρη η «φιλοσοφία» του, η επιμονή του στην ενοίκηση του ανθρώπου από τον λόγο και από την υπερβατική εκείνη κατάσταση της ψυχής, που επιτρέπει μέσα από την αυτογνωσία να συναντά ο άνθρωπος το Αγαθό και το Φως του. Να μην είναι δηλαδή αυτά μεταδιδόμενα από εξωτερική μάθηση, αλλά από τα βάθη της ψυχής. Και ο Σωκράτης απαιτεί από τον άνθρωπο «να στραφεί με ολόκληρη την ψυχή από την περιοχή τού γίγνεσθαι προς την άλλη πλευρά, ώσπου να γίνει ικανή η ψυχή να αντέχει να αντικρίζει το ον και το πιο φωτεινό από το ον· και ισχυριζόμαστε ότι αυτό είναι το Αγαθό» (Πλάτωνος Πολιτεία, μτφρ. Ι. Σκουτερόπουλου, εκδ. Πόλις, 2002, σ. 513).
Το ζήτημα: από τη μια, φωνή και προφορικός λόγος και από την άλλη, γραφή, με έχει απασχολήσει και σε άλλα γραπτά, σε καιρούς που κατακλυζόμαστε από ποταμούς γραπτού λόγου, που τις πιο πολλές φορές ανήκει στη «δοκησισοφία» για την οποία μιλήσαμε. Με την προσέγγιση του Καμπερίδη ξαναβρισκόμαστε μπροστά στο ίδιο ζήτημα, καθώς τονίζει ότι ο Παπαδιαμάντης επιμένει στις μικρές αφηγήσεις του, κρατώντας την προφορική παράδοση, μένοντας δηλαδή κοντά στην ψυχή των ανθρώπων, στον υπαρξιακό τους κόσμο, γράφοντας στο χαρτί τη ζωή τους και όχι τα φαντασιοκοπήματά του, βάζοντάς τους, τελικά, μπροστά σε έναν καθρέφτη οικείο και πατροπαράδοτο.
Οι αντίστοιχες εξελίξεις στον δυτικό κόσμο, συνδυάζοντας, μέσω προτεσταντισμού, «ατομική σωτηρία» με «εκμάθηση γραφής και ανάγνωσης» και συνακόλουθα «ατομική ανάγνωση και ερμηνεία των γραφών», μαζί εννοείται με την εξάπλωση της τυπογραφίας, προωθούν την «κλειστή ευσέβεια» -λέει ο Καμπερίδης- παραμερίζοντας τον προφορικό λόγο και καθιερώνοντας την έντυπη μορφή του μοναχικού και απομονωμένου ανθρώπου. Ακόμη και στη Δύση, σε παλαιότερες εποχές, οι νουβέλες και τα μυθιστορήματα γράφονταν και διαβάζονταν εκφώνως ή τροφοδοτούνταν από ιστορίες και αφηγήσεις που λέγονταν σε συντροφιές.
Ο Παπαδιαμάντης λοιπόν, μετέχοντας ο ίδιος του εκκλησιαστικού μυστηρίου, βαθαίνοντας στις αλήθειες της παράδοσής του, κάτοχος ξεχωριστού ποιητικού χαρίσματος, και ακολουθώντας τον κενωθέντα Θεό Λόγο, «κατέρχεται» με τη σειρά του στους ταπεινούς νησιώτες, στην ψυχή τους και στα πάθη της, πλάθει και αναπλάθει τα πραγματικά γεγονότα και συμβάντα «μεταγράφοντας» και μεταφέροντας τα προφορικά και αισθαντικά πλαίσια της παράδοσής του. Εννοείται πως τα μεταφέρει εναρμονίζοντας το ποιητικό και δημιουργικό χάρισμά του στον ρυθμό των ταπεινών ανθρώπων, που ο Λορεντζάτος έχει αποκαλέσει «κόσμο της σποραδίτικης ταπεινοσύνης ή της πρωτευουσιάνικης φτωχολογιάς» και ο Μαλεβίτσης «προαστική ζωή, πριν από το ράγισμα του πνευματικού οικοδομήματος».
Μα το κάνει και για έναν πρόσθετο λόγο: γιατί το όργανο που ευλογεί η Εκκλησία, ως όργανο δοξολογικό, υμνολογικό και ευχαριστιακό, του ανθρώπου προς τον Χριστό και προς ολόκληρη την Τριάδα είναι η φωνή. Το γνωρίζει καλά γιατί είναι ο ίδιος ψάλτης. Συνδυάζει επομένως θαυμάσια την υμνολογική φωνή με τη φωνή των ζωντανών ανθρώπων που ακούει περιφερόμενος στον κόσμο, είτε διά ζώσης είτε μέσα από άλλα ακούσματα, αφηγήσεις, εξιστορήσεις, γεγονότα. Αντλώντας όμως, με ιδιαίτερη προσήλωση, από τα νάματα της Πίστης και της εν Χριστώ βιοτής, δεν θέλει να εργαστεί μονάχα για τη δική του προσωπική ανακαίνιση, αλλά επιζητεί να συμβάλει σε μια «αλληλοπεριχώρηση» της σύνολης ζωής της κοινότητας μέσα από τη βαφτισμένη στο μυστήριο γλώσσα της Εκκλησίας.
Αυτό το φωνητικό και προφορικό μέρος που τονίστηκε εδώ, συνοδεύεται στον Παπαδιαμάντη και από τις μιλιές και τους ήχους της κτίσης, τους ψιθύρους, τις ριπές, τα μινυρίσματα, το κελάρυσμα, τις χορδές, την αύρα, τις κρυμμένες ή φανερές αρμονίες του σύμπαντος, που σε ορισμένα διηγήματα γίνονται στην κυριολεξία χορός αισθήσεων και μουσικής, που σκοπεύουν όμως, όχι να κλείσουν τον αναγνώστη στα επίγεια, αλλά να τον σηκώσουν πάνω από αυτά, να τον ανοίξουν στο άλλο Φως. Η σταυρωμένη αγάπη, που συνιστά βίωμα στον Π. και τον καθιστά συγγενή των ταπεινών, η ίδια τον φωτίζει να μετατρέψει τη ζωή τους σε συναξάρι, μέσα από το οποίο διαβάζει ο αναγνώστης και την άλλη όψη της: την αναστάσιμη.
* Ο Σωτήρης Γουνελάς είναι ποιητής-συγγραφέας.
No comments:
Post a Comment