Saturday, April 30, 2011

«Κύλαγε το τσέρκι…»


Η συλλογή τσίγκινων παιχνιδιών μάς ταξιδεύει στα χρόνια της αθωότητας

  • Του Κωστα Θ. Καλφοπουλου, Η Καθημερινή, Σάββατο, 30 Aπριλίου 2011
  • ΠΑΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Το ελληνικό τσίγκινο παιγνίδι
    Κείμενα: Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μαρία Αργυριάδη, Δημήτρης Αρβανίτης, Στάθης Σταυρόπουλος
    Eκδ. Gramma, σελ. 296
Οποιος αγνοεί, ότι οι μεγάλοι σύλλογοι, όπως ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός, ήδη από τη δεκαετία του ’60 διέθεταν ιδιόκτητα λεωφορεία, διαψεύδεται ευχάριστα, όταν στα παράθυρά ενός πράσινου κι ενός κόκκινου πούλμαν βλέπει τον Νεμπίδη στη θέση του οδηγού, τον Ανδρέου, τον Τζουνάκο και τον Λινοξυλάκη καθ’ οδόν για τη «Λεωφόρο», να ακολουθεί ένα άλλο πούλμαν, με τον Πολυχρονίου στο τιμόνι, και συνεπιβάτες τον Στεφανάκο, τον Μπέμπη και τον Σιδέρη, με προορισμό το Νέο Φάληρο (αν και πιθανώς να καθυστέρησε να φτάσει έγκαιρα στο γήπεδο, αφού στη διαδρομή έχασε τον πίσω αριστερό τροχό του).
Κι όπως αρκεί η μυρωδιά και η γεύση από ένα «μπισκοτάκι» (petite madeleine) ως βούτημα να πυροδοτήσει την υπνώττουσα μνήμη, για την «αναζήτηση του χαμένου χρόνου», έτσι αρκεί ένα παιχνίδι για να μάς μεταφέρει, σαν μινιατούρα «μηχανής του χρόνου», απευθείας στην παιδική μας ηλικία. Ενα στρατιωτικό τζιπάκι, χρονολογούμενο από το 1948, ένας Ελληνας τσολιάς, του 1955, ένα πρασινοκόκκινο βαγόνι τραμ, του ’50, μια κουζίνα με δύο εστίες και φούρνο, του 1960, ένα φορτηγάκι τσίρκου, αλλά και μια πάπια ή ένα πασχαλιάτικο προβατάκι σε τέσσερις τροχούς, του 1950, όλα αυτά τα αντικείμενα παρελαύνουν σ’ ένα βιβλίο που παρουσιάζει την ιστορία και την εξέλιξη ενός είδους παιχνιδιού, το οποίο αγαπήθηκε από τα παιδιά της μεταπολεμικής Ελλάδας: το τσίγκινο παιχνίδι.
Στην εξελικτική ιστορία του παιχνιδιού τέσσερα υλικά διαμορφώνουν το αντικείμενο, που προορίζεται να καταλήξει στα παιδικά χέρια και δωμάτια: το ξύλο, το μολύβι, ο τσίγκος και αργότερα το πλαστικό. Το καθένα από αυτά προσδιορίζει, ανάλογα με την εποχή, εκπαιδευτικές αντιλήψεις, αλλά και τις υλικές συνθήκες ανάπτυξης ενός ιδιαίτερου κλάδου, της παραγωγής παιχνιδιών. Το βιβλίο που επιμελήθηκε ο γραφίστας Πάνος Κωνσταντόπουλος, με φωτογραφικό υλικό των Μ. Χαριτάτου, Μ. Αργυριάδη και του επιμελητή, και κείμενα των Λ. Παπαδόπουλου, Στ. Σταυρόπουλου, Δ. Αρβανίτη, Π. Κωνσταντόπουλου, Μ. Αργυριάδη και Σπ. Κυπριώτη επικεντρώνεται στο ελληνικό τσίγκινο παιχνίδι, αλλά ακόμα περισσότερο «ζωντανεύει» μια ολόκληρη εποχή, καθώς αναπαριστά έναν κόσμο μεταξύ φαντασίας και δημιουργικότητας (εκείνον των παιδικών δωματίων, αλλά και των υπαίθριων παιχνιδιών), μια κοινωνία, εκείνη της παραγωγικής και ευρηματικής Ελλάδας των μικρών βιοτεχνιών, ως προδρόμων των παιχνιδιών από ανακυκλωμένο υλικό (εξαιρετικά διαφωτιστικό το κεφάλαιο «Ιστορίες παραγωγής του τσίγκινου παιγνιδιού», της Μαρίας Αργυριάδη), κι ένα προϊόν που κυριάρχησε κυρίως τις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, στα καταστήματα παιχνιδιών και στα νεοελληνικά νοικοκυριά.
Στο ελληνικό τσίγκινο παιχνίδι, το «παιχνίδι της πεντάρας», όπως το χαρακτηρίζει η Μ. Αργυριάδη, αποτυπώνεται ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο της κοινωνικής ιστορίας, της κοινωνιολογίας του πολιτισμού και της καθημερινότητας (ενηλίκων και ανηλίκων), που ξεπερνά κατά πολύ τα όρια μιας μονοδιάστατης θεωρητικής προσέγγισης, αφού αφενός αποτελεί μέρος της οικονομικής ιστορίας της χώρας, αλλά ταυτόχρονα διαπερνά τη θεματική του βιομηχανικού σχεδιασμού (design), αλλά και τους «πολιτισμούς της συλλογής». Αυτός ο σχεδιασμός (κατ’ ουσίαν βιοτεχνικός), έστω χωρίς θεωρητική παράδοση και υποδομή, κυρίως όμως χωρίς κρατικές επιδοτήσεις και ευρωπαϊκά προγράμματα, ακολουθεί, φυσιολογικά, τα διεθνή πρότυπα και όμως, δεν είναι λίγες οι φορές που αγγίζει τα όρια της τελειότητας, στη σύλληψη, τη λεπτομέρεια (βασική δομική προϋπόθεση) και τη μετάπλαση του υλικού. Παράλληλα, κάθε απόπειρα συλλογής, ακόμα και στο μυαλό ενός μπόμπιρα ή μιας πιτσιρίκας, στηρίζεται σ’ ένα «ιδιαίτερο πάθος» και «εκδηλώνει υποτυπωδώς την απόπειρα να ασκήσει το παιδί έλεγχο στον ‘‘εξωτερικό κόσμο’’», μάς υπενθυμίζει ο Μπωντριγιάρ στο «Συλλεκτικό σύστημα» τα λόγια του Μωρίς Ρεμς.
Κάθε εικόνα στο βιβλίο (ο χαρακτηρισμός «άκρως επιμελημένο» πλεονάζει) αναπαριστά έναν μικρόκοσμο σε διπλό επίπεδο: στην «αφήγηση» της εκάστοτε φιγούρας ή σύνθεσης (αγροτική κοινωνία, εμπόλεμη ζώνη, ζωή στην πόλη, ταξίδια στον κόσμο και στο Διάστημα κ. λπ.) και στην αναπαράσταση ενός «μοντέλου»: κάθε εικόνα (δηλ. κάθε παιχνίδι που απεικονίζεται) έχει μια ιστορία που κρύβει μέσα της άλλες ιστορίες, σαν τα «κινέζικα κουτιά» ή τις «μπαμπούσκες». Η αρετή αυτού του βιβλίου-κοσμήματος, που πέραν των κειμένων συνοδεύεται από «8+1 τραγούδια», ως μουσική υπόκρουση, έγκειται στο ότι καταφέρνει και αντιστέκεται σε μια «post-ζαχαρωμένη νοσταλγία» (Ν. Γ. Ξυδάκης): δεν εγκλωβίζει τον αναγνώστη σ’ ένα μουσειακό είδος ούτε παραπέμπει σε μια vintage αισθητική.
Αντίθετα, σαν «λιλιπούτειους επιβάτες» μάς μεταφέρει, θαρρείς με τα ίδια μεταφορικά μέσα που παρουσιάζονται από τις σελίδες του (δίκυκλα, τετράτροχα, στρατιωτικά οχήματα, αλλά και αεροπλάνα και καράβια), σ’ ένα Λούνα Παρκ της παιδικής (μας) ηλικίας.

No comments: