Φύση και άνθρωπος: λογοτεχνικές συντεταγμένες
- Από τον Παναγιώτη Σουλτάνη*Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 29 Απριλίου 2011
Το 1926, δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη -πέθανε την 3η Ιανουαρίου 1911 και απέθεσαν το σώμα του στα μνημούρια πάνω από το Κοχύλι- ένας άγνωστός του ομότεχνος, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, που κι αυτός δεν είχε ακούσει ποτέ το όνομα Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, σε μια πόλη στην άλλη άκρη του κόσμου, στο Μπουένος Αϊρες, έγραφε: «Το Μπουένος Αϊρες δεν είναι πια απλώς μια πόλη, μα μια χώρα, και πρέπει να βρει την ποίηση και τη μουσική και τη ζωγραφική και τη μεταφυσική που είναι αντάξια της μεγαλοσύνης του. Τούτη είναι η διάσταση της ελπίδας μου που όλους μας καλεί να γίνουμε θεοί και να εργαστούμε για την πραγμάτωσή της. [...]
Τι ωραίο να ζει κανείς σε μια πόλη που την έχει σχολιάσει ένας μεγάλος στίχος! Το Μπουένος Αϊρες είναι θέαμα παντοτινό (τουλάχιστον για μένα) [...] Ομως το Μπουένος Αϊρες, παρά τα εκατομμύρια των ατομικών πεπρωμένων που κουβαλάει, θα παραμείνει έρημο και χωρίς φωνή όσο δεν έρχεται να το κατοικήσει κάποιο σύμβολο. Η επαρχία έχει κατοικηθεί: εκεί βρίσκονται ο Σάντος Βέγα και ο γκάουτσο Κρους και ο Μαρτίν Φιέρο, εν δυνάμει θεοί. Η πόλη αναμένει ακόμη την ποιητικοποίησή της».
Στην απαρχή της λογοτεχνικής του πορείας, στο βιβλίο του Η διάσταση της ελπίδας μου (1926), ο Μπόρχες θέτει λοιπόν ως προγραμματικό στόχο του έργου του να προσφέρει στο Μπουένος Αϊρες «την ποίηση και τη μουσική και τη ζωγραφική και τη μεταφυσική» του, να «ποιητικοποιήσει» την πόλη του. Για να υπάρξει πραγματικά ένας χώρος, ένας τόπος, όχι ερήμην του ανθρώπου -εκεί πάντα υπάρχει-, μα στον χάρτη της ανθρώπινης γεωγραφίας, πρέπει ν' αποκτήσει άυλα θεμέλια, πρέπει η γλώσσα του ποιητή και του συγγραφέα να χαράξει τις αόρατες συντεταγμένες του, να δώσει γλωσσική υπόσταση στα βιωματικά του πετρώματα. Με τη λογοτεχνικοποίησή του ο χώρος, ο τόπος, υπάρχει πια στους αιώνες των αιώνων, αναλλοίωτος, όσες αλλαγές κι αν μεσολαβήσουν, όσο κι αν μεταβληθεί η όψη του. Ο τόπος για να υπάρξει πρέπει να ποιητικοποιηθεί, να γίνει λογοτεχνία. Η Θεσσαλονίκη του Πεντζίκη, η Χαλκίδα του Σκαρίμπα, το Ρέθεμνο του Πρεβελάκη, η Αλεξάνδρεια του Λόρενς Ντάρελ, η Λισαβόνα του Πεσόα, το Δουβλίνο του Τζέιμς Τζόις και, βέβαια, το Μπουένος Αϊρες του Μπόρχες είναι λιγοστά από τα παραδείγματα αυτών των πόλεων, των τόπων, που απέκτησαν μέσα από την πένα των συγγραφέων μια νέα λογοτεχνική θεμελίωση αλλά και μια θέση στην ανθρώπινη γεωγραφία.
Διά του λόγου του Παπαδιαμάντη η Σκιάθος απέκτησε κι αυτή τις δικές της συντεταγμένες στην άυλη γεωγραφία που έχουν χαρτογραφήσει οι μεγάλοι συγγραφείς και ποιητές του κόσμου, πρόσφερε σ' αυτό το νησί «την ποίηση και τη μουσική και τη ζωγραφική και τη μεταφυσική» του. Βέβαια, η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη δεν ορίζεται μόνο με τοπιογραφικά χαρακτηριστικά· είναι μια σύνθετη «οντότητα», όπου η φύση, οι άνθρωποι, τα έργα των ανθρώπων αλλά και τα εξώκοσμα πνεύματα βρίσκονται διαρκώς σε μια σχέση αλληλοπεριχώρησης. Ο Παπαδιαμάντης δεν υπήρξε απλώς ένας εξωτερικός παρατηρητής που αποφάσισε να περιγράψει, με μια λειτουργία διαμεσολαβητική, σαν ένας τοπιογράφος ή σαν ένας συλλέκτης ξένων εμπειριών ή «λαογραφικού υλικού», μια εξωτερική ως προς αυτόν πραγματικότητα.
Ο Παπαδιαμάντης μεγάλωσε σε έναν τόπο που οι άνθρωποί του έβλεπαν σε κάθε σπιθαμή του -πίσω από κάθε ριζιμιό βράχο, πίσω από κάθε βρύση, στις σκιές κάθε ρεματιάς, σε κάθε μικρή αμμουδιά, σε κάθε χάλασμα μέσα στο χωριό- μια μεταφυσική παρουσία, και μια άλλη ζωή. Για να κατανοήσει όμως κανείς αυτή τη διάσταση, και να νιώσει το βαθύ φορτίο που κουβαλάει ο παπαδιαμαντικός χώρος, πρέπει τις μεταφορές και τις προσωποποιήσεις της φύσης στον Παπαδιαμάντη να μην τις προσεγγίζει ως σχήματα λόγου, τα πνεύματα και τις απόκοσμες οντότητες που κατοικούν στη σκιαθίτικη φύση να μην τα δει ως «λαογραφικό υλικό», αλλά να τα κοιτάξει ως βιωμένες πραγματικότητες, βιωμένες μάλιστα και από τον ίδιο τον Παπαδιαμάντη.
Ο πανταχού παρών ανθρωπομορφισμός της φύσης, αλλά και ο «φυσιομορφισμός» του ανθρώπινου στοιχείου, στον παπαδιαμαντικό λόγο μπορούμε να πούμε ότι είναι τα μέσα με τα οποία ο Παπαδιαμάντης αποτυπώνει τη «σύνθετη οντότητα» της Σκιάθου. Στη Φόνισσα, η Φραγκογιαννού θυμάται τη μάνα της, που την κυνηγούσαν, γιατί ήταν μάγισσα και κακορίζικη:
«Αυτή ανεπήδησε τότε μέσ' από τους θάμνους, κ' έτρεξεν ως φοβισμένη τρυγών με το πτερύγισμα των λευκών πλατειών χειρίδων της. Δεν ήτο πλέον ελπίς να γλυτώση. Αλλοτε, την πρώτην φοράν ότε την είχον κυνηγήσει, είχε κατορθώσει να κρυφθή, κάτω εις το Πυργί, επειδή το μέρος εκείνο είχε πολλά μονοπάτια. Εδώ, στο Μεροβίλι, δεν υπήρχον δρομίσκοι και λαβύρινθοι, αλλά μόνον συστάδες δένδρων και λόχμαι απάτητοι. Η τότε νεαρά Δελχαρώ, η μήτηρ της Φραγκογιαννούς, επήδα ως δορκάς από θάμνου εις θάμνον, ανυπόδητος, επειδή προ πολλού είχε πετάξει τας εμβάδας της από τους πόδας, όπισθεν της, -την μίαν των οποίων είχεν αναλάβει ως λάφυρον ο εις εκ των διωκτών- και τ' αγκάθια εχώνοντο εις τας πτέρνας της, της έσχιζον κ' αιμάτωνον τους αστραγάλους και ταρσούς. Τότε, εν τη απελπισία, της ήλθε μια έμπνευσις.
Εκείθεν του λόγγου, εις το πλάγι του βουνού, ήτον εις και μόνος καλλιεργημένος ελαιών, καλούμενος ο Πεύκος του Μωραΐτη. [...] Ο φημισμένος πεύκος ίστατο εις το μέσον των ελαιών, ως γίγας μεταξύ νάνων. Το χιλιετές δένδρον ήτον σκαφιδιασμένον κοντά εις την ρίζαν, κάτω, εις τον γιγαντιαίον κορμόν, τον οποίον δεν ημπορούσαν ν' αγκαλιάσουν πέντε άνδρες. Οι βοσκοί και οι αλιείς τον είχαν σκαφιδιάσει, του είχαν σκάψει την καρδίαν, του είχαν κοιλάνει τα έγκατα, διά να λάβωσιν εκείθεν άφθονον δάδα. Και με την φοβεράν πληγήν εις τα ίνας, εις τα σπλάγχνα του, ο πεύκος επέζησεν άλλα τρία τέταρτα αιώνος, μέχρι του 1871. Κατά Ιούλιον του έτους εκείνου, μέγαν τοπικόν σεισμόν ησθάνθησαν οι κατοικούντες, εις απόστασιν μιλίων, κάτω εις την παραθαλασσίαν. Την νύκτα εκείνην κατέρρευσεν ο γίγας».
Η Δελχαρώ είναι η τρυγόνα, η δορκάδα που τρέχει να γλιτώσει, κι ο πεύκος είναι ο γίγαντας που του έχουν σκάψει την καρδιά και μέσα σ' αυτή τη σκαμμένη καρδιά θα βρει καταφύγιο η κυνηγημένη δορκάδα. Το ζεύγος ανθρωπομορφισμού της φύσης και «φυσιομορφισμού» του ανθρώπινου στοιχείου ορίζει από τις πρώτες παραγράφους την ανθρωπογεωγραφία αυτού του κομβικού διηγήματος. Και είναι το ίδιο ζεύγος στο οποίο θεμελιώνεται το μεγαλύτερο μέρος του παπαδιαμαντικού έργου.
* Ο Παναγιώτης Σουλτάνης είναι φιλόλογος.
No comments:
Post a Comment