- Από τον Φώτιο Αρ. Δημητρακόπουλο / Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 29 Απριλίου 2011
Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι μόνο λογοτεχνικό ανάστημα πρώτου μεγέθους, είναι και ανάστημα της Ορθοδοξίας, ο ίδιος υμνογράφος και ποιητής, ως γνωστόν. Ο συγγραφέας μας δημοσίευσε το 1903 δύο μικρά άρθρα του υπό τον γενικό τίτλο Αποσπάσματα σκέψεων, το πρώτο επιγραφόμενο Η Μουσική και τα Ιερά Ευαγγέλια και το δεύτερο επιγραφόμενο Ο εθνικός χορός και η Μουσική. Ενα τρίτο άρθρο του, εκτεταμένο αυτή τη φορά, υπό τον τίτλο Γλώσσα και κοινωνία συνδέεται με τα παραπάνω και θα λέγαμε ότι και τα τρία αποτελούν αποσπάσματα από ευρύτερη γλωσσική μελέτη του που δεν δημοσιεύτηκε ποτέ. Το άρθρο του Παπαδιαμάντη Γλώσσα και κοινωνία δημοσιεύτηκε το 1907 με τον υπότιτλο Γλωσσική και μελέτη.
Η διακύμανση των παραγράφων δείχνει το παρεκβατικό ύφος του Παπαδιαμάντη. Εδώ αντιλαμβανόμαστε ότι στρέφεται εναντίον των εχθρών της ελληνικής, οι οποίοι είναι και εχθροί των Ελλήνων. Εν συνεχεία βρίσκει την ευκαιρία να ειρωνευθή τη γλώσσα που μας έρχεται από το Παρίσι, αλλά και τη γλώσσα που είναι «ενθρονισμένη» στην Αθήνα. Είναι αξιοσημείωτη αυτή η παρατήρηση: οι ποικίλες απόπειρες ρύθμισης ενός ζωντανού οργανισμού, όπως η γλώσσα, φέρουν το αντίθετο αποτέλεσμα, την αγλωσσία.
Αλλά οι επιθέσεις κατά της γλώσσας συμπεριλαμβάνουν και τις επιθέσεις κατά των μεγάλων λογοτεχνών. Ο Παπαδιαμάντης φέρει ως παράδειγμα των Ζωίλο, τον «κακόβουλο επικριτή» του Ομήρου, τον οποίο αποκαλεί «θείο ποιητή» και «αετόν υψιπέτη». Το κείμενο του Ομήρου διδάσκεται σε όλα τα ελληνικά σχολεία συνεχώς από την αρχαιότητα έως σήμερα και ο Ομηρος εκαλείτο πάντοτε «ο ποιητής». Ας σκεφθούμε λοιπόν πόσο η σημερινή ελλιπής ελληνομάθεια μας απομακρύνει από τις κορυφές της λογοτεχνίας μας, καθ' ην στιγμήν μάλιστα συζητείται σήμερα κατά πόσον οι νέοι μας μπορούν να κατανοήσουν τον Παπαδιαμάντη.
Σκύβαλα και άχυρα δεν παύουν να μας έρχονται από την Εσπερία. Αρα η κοινωνία μας είναι εκδυτικισμένη και προοδεύουσα.
Η προσοχή του αναγνώστη εντείνεται, καθ' ην στιγμήν μάλιστα δηλώνεται από τον Παπαδιαμάντη ότι «προ χρόνων» σκεπτόταν να γράψει «την παρούσαν μελέτην», σχεδιάζοντας να την επιγράψει «Τα ξόανα». «Διατί άρα; Μήπως εσκόπουν ν' απαντήσω εις "Τα είδωλα" του μακαρίτου Ροΐδου; Πολύ αμφιβάλλω αν υπήρχε τοιαύτη μυχία σκέψις μέσα μου», δηλώνει κλείνοντας την παράγραφο ο Παπαδιαμάντης. «Τα ξόανα» είναι βέβαια ειρωνική έκφραση.
Η πρώτη ενότητα καυτηριάζει τα μασκαρέματα της Αποκρηάς και τις συναφείς απόψεις των χρονικογράφων. «Η εποχή αυτή των "Απόκρεω"(sic) είναι το φόρτε μερικών δημοσιογράφων. Ο Παπαδιαμάντης σαρκάζει την αγραμματοσύνη περί την κλίση του ονόματος τονίζοντας: «και όμως, ευκολώτατον θα ήτο, πριν γράψη τις το όνομα, ν' αναλογίζεται πώς θα είχεν αν δεν ήτο της Αττικής κλίσεως, αλλ' απλώς δευτερόκλιτον». Στη γενική πληθυντικού που όλοι λανθασμένα γράφουν των Απόκρεω, ο Παπαδιαμάντης ειρωνευόμενος λέει: «Διατί όχι; Κατά τους ψυχαριστάς, η γενική πληθυντική διφορείται, των ανθρώπω και των ανθρώπωνε, των γυναικώ και των γυναικώνε. Ή πρέπει να το κλαδεύση τις,ή να του προσθέση μίαν φούντα. Μόνον εις την γνησίαν μορφήν δεν πρέπει να το γράψη, διότι αλλοίμονον εις όσους γράφουν την καθαρέβουσα».
Το αλλοίμονο, βέβαια, ταιριάζει σε μας σήμερα που ξεμπερδέψαμε με την καθαρεύουσα. Πλέον, για να ειρωνευθούμε κι εμείς, κερδίσαμε εκπαιδευτικές ώρες με την απλοελληνική και το μονοτονικό, και πού έννοια για τη μαθητική αγλωσσία. Τώρα, έχουμε άλλο αγαθό, τη δυσλεξία και την ανικανότητα ανάγνωσης και έκθεσης ιδεών, τώρα πληκτρολογούμε και σερφάρουμε. Αλλά θα μας εκδικηθή η μέλλουσα νοήμων γενεά των υπολογιστών, ώς τότε όμως ποιος τολμά να υπαγορεύσει κείμενο στους φοιτητές των Φιλοσοφικών Σχολών!... Ούτε τη γνήσια δημώδη γλώσσα σεβόμαστε. Ολα «εκείνα είναι παλαιά, χωριάτικη γλώσσα, demodee, ετελείωσε».
Η Ελληνική γλώσσα στον Αθηναϊκό Τύπο, όπως καταγράφει ο Παπαδιαμάντης, είναι γεμάτη από βαρβαρισμούς (γραμματικά λάθη), ξενισμούς (φράσεις μεταφερόμενες από ξένες γλώσσες), παραλογισμούς και ακυρολεξίες. «Αλλά τι ωφελούν τα Σχολεία, οι διδάσκαλοι, τα βιβλία, αι γραμματικαί; Δι' ένα ελληνόπαιδο αυτά είναι σκοτούρα. Τώρα κηρύττεται πλέον φανερά η αγραμματωσύνη, και το ανωφελές τού ορθώς γράφειν ή ομιλείν». Κατά Παπαδιαμάντη και ουχί μόνον.
«Η μανία του περιφρονείν τα κοινά και πεπατημένα, και νομίζειν αυτά όχι ελληνικά [...] με την λογικήν και με την μέθοδον αυτήν κατήντησε να γίνη όλη σχεδόν η γλώσσα νόθον και κίβδηλον κατασκεύασμα, άκομψον και κακόζηλον, τεχνητόν και κατά συνθήκην». Αυτά για τους γλωσσολογούντες, που μας λένε ότι νόρμα και κανόνας είναι ό,τι επικράτησε να λέγεται και να γράφεται. Γλωσσική διαστρέβλωση, απλοποίηση και παρέμβαση, σαν τα τέρατα των άθλων του Ηρακλέους. Μήπως τους μοιάζουν διάφοροι σήμερα;
Στην τελευταία ενότητα του Β'μέρους το παπαδιαμαντικό ύφος μετέρχεται τα γνωμικά, τα συμπερασματικά αλλεπάλληλα αποφθέγματα, τις επακόλουθες προτροπές. Εχοντας υπ' όψιν μου από τα σωζόμενα παπαδιαμαντικά χειρόγραφα ότι ο Παπαδιαμάντης κατέγραφε σε α' γραφή όλα του τα κείμενα και από εκεί τα αντέγραφε προς δημοσίευση, εικάζω ότι όλη αυτή η ενότητα είναι μια ακολουθία συνερραμένων σχεδιασμάτων α' γραφής του μνημονευθέντος κειμένου «Τα ξόανα», το οποίο δεν γράφτηκε ποτέ.
Μια στοιχειώδης επιγραφή-περίληψη θα έλεγε ότι η γλώσσα δεν μπορεί να προστατευθή από νεωτερισμούς, αλλά ούτε πρέπει να αφεθή χωρίς προσπάθειες μετριασμού των ξενισμών. Το κυριώτερο, τέλος, σημείο είναι η αποφθεγματική πεποίθηση του συγγραφέα ότι «η γλώσσα η Ελληνική έπρεπε να βλέπη μακράν, ως φάρον παμφαή, την λαμπράν αίγλην της αρχαίας, χωρίς να έχη τέρμα τον φάρον αυτόν. Ο φάρος οδηγεί εις τον λιμένα, δεν είναι αυτός ο λιμήν».
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος ο συγγραφέας επισημαίνει ότι «εν των συμφυών ελαττωμάτων της γλώσσης μας είναι ο ιωτακισμός» και δίδει πάλι από τις εφημερίδες σχετικά παραδείγματα, τονίζοντας ότι «ο λαός είναι δημιουργός και κυρίαρχος» και όχι όσα «κατεργάζονται μόνον εκφυλισμένοι ανθρωπίσκοι». Ας τα ακούουν αυτά όσοι κατά καιρούς επεμβαίνουν για γλωσσικές τακτοποιήσεις. Ο Παπαδιαμάντης τονίζει την «έλλειψιν του αισθήματος της ευφωνίας», αίσθημα που κυριαρχεί στο έργο του, κάτι που δεν έχει μελετηθή.
Τονίζει επίσης την απροσεξία στα ονόματα, όπως Αικατερίνα και όχι Αικατερίνη, και σημειώνει ένα «άλλο ελάττωμα της γλώσσης μας, το πολυσύλλαβον», που οδηγεί σε γλωσσικά εκτρώματα, όπως τα σύνθετα ρήματα με δεύτερο συνθετικό το «ποιούμαι», «προθυμοποιούμαι», «διαπραγματεύομαι» αντί πραγματεύομαι, και καταλήγει: «Τι τους κοστίζει, τους δημοσιογράφους μας, να γράφωσι το ορθόν, ενώ είναι και τόσον απλούστερον συντομώτερον; Και όμως, φαίνεται ότι είναι τόσω δύσκολον!».
Συμπερασματικά παρατηρούμε ότι ο μεγαλύτερος των πεζογράφος μας, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, θεωρεί τη δημοσιογραφική γλώσσα πηγή πολλών λαθών, απορρίπτει τις ρυθμιστικές απόπειρες που σβήνουν «τον παμφαή φάρον, την λαμπράν αίγλην της αρχαίας», ζητεί να μετριασθή «η ανάγκη του ξενισμού», θεωρεί ότι η γλώσσα είναι «ζωντανόν σώμα» και τονίζει ότι «το ορθόν είναι και απλούστερον και συντομώτερον».
Στη μελέτη του αυτή ο Παπαδιαμάντης εμφανίζεται μέγας διδάσκαλος, όπως σε τόσα άλλα πρόδρομος της κοινωνιογλωσσολογίας,-θα άξιζε να προσεχθή το άρθρο του από ειδικούς κοινωνιολόγους-, και για άλλη μια φορά αληθινός και επίκαιρος.
Στις μέρες μας, εξ άλλου, κυκλοφορούν πλήθος μεταφράσεων και ερμηνευτικών εκδόσεων, ώστε να μην υπάρχει πρόβλημα κατανόησης. Πώς θα μεταφρασθούν τα διάφορα σχήματα λόγου ή οι δογματικές έννοιες; Το κείμενο ενέχει τη χάρη την άκτιστο της τριαδικής θεότητος και ποιος μεταφραστής έχει τη χάρη την άνωθεν και τη λογοτεχνική πνοή ενός Ιωάννου Χρυσοστόμου. Την ελληνική πρέπει να τη μάθουμε κατ' αντίστροφη τάξη, από τα νέα προς τα αρχαία, ενώ τα αποσπάσματα της γλώσσας της λατρείας πρέπει να εισαχθούν στη σχολική θεματογραφία, για να μάθουμε ελληνικά όπως οι παλαιοί: από το ψαλτήρι και τα λειτουργικά βιβλία.
* Ο Φώτιος Αρ. Δημητρακόπουλος είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
No comments:
Post a Comment