- Από τον Στέλιο Παπαθανασίου *Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 29 Απριλίου 2011
Ιδεολόγημα πρώτον: «Ο Παπαδιαμάντης δεν έκαμε ποτέ στη γλώσσα το αποφασιστικό βήμα από την καθαρεύουσα προς τη δημοτική, όπως πολλοί άλλοι της γενιάς του (ο Καρκαβίτσας π.χ. ή ο Ξενόπουλος)». Ο Λίνος Πολίτης που διετύπωσε την ως άνω θέση στη γνωστή εισαγωγή του για το αφήγημα Βαρδιάνος στα σπόρκα (εκδόσεις Γαλαξίας, Αθήνα, 1968) δεν έκαμε, δυστυχώς, τον κόπο να μας εξηγήσει, πρώτον, γιατί το βήμα αυτό θα ήταν αποφασιστικό και, δεύτερον, γιατί έπρεπε, σώνει και καλά, να γίνει αυτό το βήμα. Γιατί, με άλλα λόγια, θα έπρεπε, αντί ενός μοναδικού και ανεπανάληπτου Παπαδιαμάντη (παλαιόθεν και ώς τώρα), να έχουμε έναν ακόμα Καρκαβίτσα ή έναν ακόμα Ξενόπουλο;
Ιδεολόγημα δεύτερον: Ο Εμμανουήλ Κριαράς, με βάση το γεγονός ότι «η δημοτική επικράτησε [...] και τον δρόμο τον είπαμε δρόμο και όχι πια οδό», διετύπωσε τις ακόλουθες σκέψεις: «Αν εξακολουθούμε κατά σύμβαση να λέμε οδός (Σταδίου) δεν έχει ιδιαίτερη σημασία - μολονότι κάποτε μπορούμε να πούμε: δρόμος (Σταδίου), δρόμος (Πανεπιστημίου)» («"Στάση" και "αντίσταση" στους γλωσσικούς αγώνες», Το Βήμα, 21-2-1999).
Κατά την προσωπική μου άποψη, έχει και παραέχει σημασία το ότι εξακολουθούμε να λέμε οδός (Σταδίου). Η ελληνική γλώσσα χρειάζεται και την οδό και τον δρόμο, διότι, εκτός από τον δρόμο, και η οδός είχε (και εξακολουθεί να έχει) «τη δική της ιστορία».
Το ερώτημα, ωστόσο, που τίθεται εν προκειμένω -εύλογο, όπως θέλω να πιστεύω- είναι το ακόλουθο: Γιατί οι δύο (σεβαστοί) καθηγητές υπερβαίνουν τα (γλωσσικά) εσκαμμένα, αν και την εποχή που διετύπωσαν τις προαναφερθείσες θέσεις εκοσμούντο από το λευκό φωτοστέφανο της ωριμότητας;
Οι απαντήσεις στο ερώτημα αυτό ποικίλλουν. Μια πρώτη απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί, κατά την ταπεινή μου γνώμη, στις ακόλουθες καθιερωμένες εκφράσεις: Πρώτον, «Αβυσσος η ψυχή του ανθρώπου» και, δεύτερον, «πρώτα βγαίνει η ψυχή και ύστερα το χούι».
Μια δεύτερη απάντηση υπάρχει στο λεξικό της σύγχρονης ελληνικής δημοτικής γλώσσας του Εμμανουήλ Κριαρά στο λήμμα ιδεολόγημα: «άποψη ή ιδέα που είναι επινόημα». Περί επινοήματος λοιπόν ο λόγος, το οποίο, κατά το ίδιο λεξικό, σημαίνει «αυτό που κάποιος σοφίζεται ή μηχανεύεται, τέχνασμα».
Ιδεολογήματα, επινοήματα, σοφίσματα, μηχανεύματα, τεχνάσματα: ιδού τα κόλπα που μετέρχονται κατά καιρούς οι πάσης φύσεως μανδαρίνοι και φωταδιστές, ώστε να κρατήσουν τον Παπαδιαμάντη και τη γλώσσα του μακριά από τις αίθουσες των τελευταίων τάξεων του Δημοτικού και των πρώτων του Γυμνασίου. Αλλά και όταν υπάρχει απλή μνεία του ονόματός του, αυτό γίνεται εκ του πονηρού. Αναφέρω ενδεικτικά ότι στο περιώνυμο ιστορικό πονημάτιον της Στ' Δημοτικού, που (ορθώς) απεσύρθη και αναπαύεται ήδη στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, διαβάζουμε τα ακόλουθα: «Ανάμεσα στους λογοτέχνες του 19ου αιώνα ξεχωρίζουν ο Διονύσιος Σολωμός, ο Κωστής Παλαμάς, ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, η Ελισάβετ Μαρτινέγκου, η Καλλιρρόη Παρρέν». Ιδού ένας ασφαλής τρόπος, ώστε να οδηγηθούν τα παιδιά του Δημοτικού στην απώλεια της αίσθησης του μέτρου: δύο σουφραζέτες μετρίων λογοτεχνικών επιδόσεων δίπλα σε τέσσερις ακαθαίρετους πύργους της νεοελληνικής λογοτεχνίας!
Υπάρχει βεβαίως και μια τρίτη απάντηση, η οποία, διατυπωμένη από έναν μεγάλο ποιητή, συναρτάται άμεσα με την κοινωνιολογία της εκπαίδευσης και, ειδικότερα, με την άνωθεν συγκρότηση των σχολικών προγραμμάτων: «Οσο περισσότερο ένας κοινωνικός, πολιτικός, κομματικός ή κρατικός θεσμός διέπεται από μιαν αποκλειστική αντίληψη περί κοινωνικότητας και κοινωνικοποίησης τόσο περισσότερο αντιμετωπίζει τη λογοτεχνία [και τη γλώσσα της] ως ανταγωνιστική ή επικίνδυνη για τις δικές του επιδιώξεις» (Τίτος Πατρίκιος, «Ο μορφωτικός χαρακτήρας της λογοτεχνίας», Πόρφυρας, τ. 28, Απρίλιος 1985).
Δίδαξα στο παρελθόν κείμενα του Παπαδιαμάντη στην Στ' Δημοτικού, στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο πάντοτε εκ του πρωτοτύπου, δηλαδή «αν ανθηρώ έλληνι λόγω» (η εντός εισαγωγικών φράση είναι του Παπαδιαμάντη). Στην περίπτωση του Δημοτικού, φυσικά, και των πρώτων τάξεων του Γυμνασίου η διδασκαλία γινόταν καθ' υπέρβασιν του διατεταγμένου προγράμματος, στο πλαίσιο μιας καλώς εννοούμενης παιδαγωγικής αυτονομίας.
Γνωρίζω, συνεπώς, από πρώτο χέρι ότι ο σκιαθίτης συγγραφέας εξακολουθεί να συγκινεί και ότι (υπό προϋποθέσεις) η γλώσσα του είναι προσβάσιμη, δηλονότι ευπρόσιτη, τουτέστιν βατή. Στην περίπτωσή της «το μεσότοιχον του φραγμού διαλέλυται», δηλαδή ο παρακμιακός διχασμός της λόγιας και δημώδους μορφής πάει περίπατο! Και επειδή «ταύτα όλα βασίζονται επί της πραγματικότητος», έχουμε και λέμε: Στο διήγημα Το σπιτάκι στο λιβάδι ο Παπαδιαμάντης κάνει λόγο για «μεμονωμένο οικίσκο» αλλά και «μοναχικό σπιτάκι», ενώ στο διήγημα Ο αλιβάνιστος χρησιμοποιεί τις εκφράσεις «υπό το φως της σελήνης» αλλά και «με το φεγγάρι». Τέλος, στο διήγημα Εξοχική Λαμπρή, γνησίως λαϊκά ρήματα εμφανίζονται υπό μορφήν μετοχής, με αποτέλεσμα να προκύπτει ένας εκρηκτικός γραμματικός τύπος. Ο μπαρμπα-Μηλιός, για παράδειγμα, «προεστώς άμα και πρόθυμος θεράπων της κοινότητος», παρουσιάζεται ως «ηξεύρων να ψήνη ως ουδείς άλλος το αρνί» και επιπλέον «λιανίζων μεθοδικώτατα δι' όλους».
Τα παραδείγματα αυτά, μεταξύ πολλών άλλων, αποδεικνύουν περίτρανα ότι ο Παπαδιαμάντης -που κινείται με απίστευτη άνεση σε όλο το φάσμα της ελληνικής γλωσσικής διαχρονίας- υπήρξε, όσον αφορά τη γλώσσα, ασυγκρίτως ιστορικότερος και φιλοσοφικότερος (προφανώς, επειδή ήταν λαϊκότερος) από όλους τους μονομερείς και μονομανείς καθαρολόγους και δημοτικιστές, αρχαϊστές και ψυχαριστές.
Εξυπακούεται πως όλα αυτά, δηλαδή τα εξαίσια γλωσσικά του Παπαδιαμάντη, τα παιδιά δεν έχουν πρόβλημα να τα κατανοήσουν και να τα εφαρμόσουν. Το ακόλουθο παράδειγμα φτάνει και περισσεύει, πιστεύω, ώστε να φανερωθεί του λόγου το ασφαλές. Σε μια γλωσσική άσκηση του σχετικού βιβλίου, στην οποία τα ουσιαστικά «εκτόξευση» και «συντριβή» έπρεπε να αντικατασταθούν με παθητικούς αορίστους, οι μαθητές και οι μαθήτριές μου (Β' Γυμνασίου) επέλεγαν σταθερά στην πρώτη περίπτωση το «εκτοξεύθηκε» (και όχι το «εξετοξεύθη»), ενώ στη δεύτερη περίπτωση επέλεγαν το «συνετρίβη» (και όχι το «συντρίφτηκε»).
Το αποτέλεσμα αυτό επαναλαμβανόταν συστηματικά, καθόσον η συγκεκριμένη άσκηση (case study) διεξαγόταν επί πέντε συναπτά έτη. Αυτό σημαίνει ότι, εκτός από τον Παπαδιαμάντη, και οι μαθητές λειτουργούσαν με γνώμονα την αισθητική και την οντολογία της γλώσσας, σε αντίθεση με κάποιον πανεπιστημιακό φωστήρα του Α.Π.Θ., οι απόψεις του οποίου φιλοξενούνταν στο βιβλίο για τη γλώσσα της Β' Λυκείου: «Η ύπαρξη απόλυτων συνώνυμων, που δεν διαφοροποιούν σε τίποτα το νόημα, δεν είναι πλούτος αλλά σαβούρα, βλαβερή επιβάρυνση της μνήμης». (!)
Συμπέρασμα: Η ανάλυση της γλώσσας του Παπαδιαμάντη (η οποία γεφυρώνει μία πραγματικότητα που ισοδυναμεί με την ιστορική μνήμη του ελληνισμού), εάν σταθμεύσει αποκλειστικά στις γλωσσικές αντιλήψεις (και στις γλωσσικές αντιπαραθέσεις) των τελών του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, θα αφήσει ανερμήνευτο και ανεκμετάλλευτο το μέγα ιστορικό βάθος ενός αειθαλούς εκφραστικού τρόπου.
Γι' αυτό η έσχατη αλήθεια του παπαδιαμαντικού λογοτεχνικού σύμπαντος πρέπει να αναζητηθεί στην αυθεντικότητα του λόγου του, που είναι διαχρονικός, πολυφωνικός, διαλογικός, και όχι βέβαια «στο γλωσσικό υλικό της δημοτικής», χωρίς το οποίο, κατά την άποψη του Γιάννη Κορδάτου, ο Παπαδιαμάντης «θα είχε ξοφλήσει» (αν είναι δυνατόν!). Ο Παπαδιαμάντης, για να παραφράσω μια ιδέα του Ζήσιμου Λορεντζάτου, δεν μπορούσε να αναβάλει το όλον της μακραίωνης ελληνικής γλωσσικής διαχρονίας, περιμένοντας πρώτα να επιβληθεί ισοπεδωτικά «η γλώσσα του λαού».
Και κάτι ακόμα: Οταν ο Παπαδιαμάντης αποφασίζει χάριν της οικονομίας ενός διηγήματος να εκφρασθεί (και) στη δημοτική, τότε άθελά του καταδεικνύει πως χρειάζεται καμιά δεκαριά ακραιφνείς δημοτικιστές μόνο για πρωινό! Παραδείγματος χάριν: «Αγνάντεψε το καράβι που έφευγε, κ' έκλαψε πικρά κ' έπεσαν τα δάκρυά της στα κύματα· και τα κύματα επικράθηκαν, κ' εφαρμακώθηκαν, και θύμωσαν, κι αγρίεψαν, κ' εθέριεψαν... και στο δρόμο τους που ηύραν το καράβι, έπνιξαν τον άνδρα της Φλανδρώς» (Τ' αγνάντεμα).
* Ο Στέλιος Παπαθανασίου είναι δρ Φιλολογίας και Θεολογίας.
No comments:
Post a Comment