- Από την Μάρω Βαμβουνάκη*Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 29 Απριλίου 2011
Είμαστε καμωμένοι και από τα βιβλία που διαβάσαμε... Από εκείνα τα μυθιστορήματα που γέμισαν την προεφηβεία μας, την εφηβεία μας, τη ζωή μας όλη. Και απ' τα παραμύθια, τους εφιάλτες των λύκων και των μαγισσών, του Χάρου που σε κλέβει σαν κοριτσάκι με τα απούλητα σπίρτα.
Θα ήμασταν άλλοι αν δεν είχαμε περάσει από τα δάση κάποιων αναγνώσεων, είμαι σίγουρη! Αν ο Ρασκόλνικοφ δεν ανεβοκατέβαινε κάποτε λαχανιασμένος τις σκιερές σκάλες και της δικής μου ζωής, αν δεν μου απέμενε ο φριχτός τριγμός του τρένου που φρενάρει μπροστά στην Καρένινα, θα ήμουν άλλη.
Στον εσωτερικό μας έναστρο ουρανό πηγαινοέρχονται πλανήτες-φράσεις από βιβλία που με την τροχιά τους μετατόπισαν και τη δική μας τροχιά. Η φράση του Ντοστογιέφσκι: Αν όλα επιτρέπονται δεν υπάρχει Θεός, έθεσε όριο στην εφηβική μου ασυδοσία και με επανέφερε στην ελευθερία μου. Η απορία του Μπόρχες, αν κινεί κάποιος άλλος το χέρι του σκακιστή πάνω στη σκακιέρα, αναστάτωσε κι άλλο τις αγωνίες μας για την ελευθερία των επιλογών.
Ομως τίποτα, τίποτα δεν μου χάρισε τόσο αποκαλυπτική απόκριση στις απορίες μου για τη δικαιοσύνη, όσο εκείνο το τελικό τού Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, λίγο πριν αναπαύσει αιωνίως τη βασανισμένη του Φόνισσα:
«Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατο εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης».
Μεταξύ!... Εξαίσια βεβαιωμένο και σε τούτο το δράμα του το «Μεταξύ» που διψάει η ύπαρξη του καθενός, είτε το ξέρει είτε δεν το ξέρει. Γιατί αν τα πράγματα της ζωής είναι μονάχα όπως φαίνονται, αν η δικαιοσύνη που μας κρίνει είναι μονάχα των ανθρώπινων δικαστηρίων, τότε τούτη η σύντομη, όσο και μακριά, ζωή που τυραννισμένα ή ανοήτως διαβαίνουμε, δεν αξίζει να σέρνεται άλλο κάτω από τα βήματά μας.
Το βιώνουμε βαριά και άρρωστα όταν το χάνουμε το νόημα που ποτίζει σπόρους ουσιώδεις, σπόρους «άλλου κόσμου» και μαραίνονται στο μέσα μας χώμα. Η δοκιμασία μιας ζωής άνευ ουσίας και δίχως νόημα, είναι η κυριότατη αιτία κάθε κατάθλιψης που μαστίζει τους καιρούς μας, που προλαβαίνει από νωρίς τους νέους της εποχής, τους ορφανεμένους από άλλης διάστασης παιδεία, με χαμένα τα ίχνη του εαυτού τους...
Οι άνθρωποι θεωρούν πως οι πόνοι και οι ήττες τους είναι που τους μελαγχολούν, που παθολογικά τους καταθλίβουν. Ομως δεν είναι οι πόνοι, είναι το κενό. Το κενό είναι ό,τι πιο τρομαχτικό για το πνεύμα, την καρδιά, τα νεύρα μας. Η ψυχή παθαίνει τότε τον ίδιο ίλιγγο που παθαίνει το σώμα στην άκρη γκρεμού, πάνω από το χάος. Το κενό του τίποτα, της απόστασης από το Θείο εντέλει.
Οταν δύσθυμοι καταφεύγουμε να δούμε μια ελαφριά κωμωδία για να ξεχαστούμε, με το τέλος της διασκέδασης νιώθουμε ακόμα χειρότερα. Μοιάζει λογικά παράδοξο αλλά, αν δύσθυμοι παρακολουθήσουμε ή διαβάσουμε ένα δράμα θεμελιωμένο στο σημαντικό, στο αληθινό, στην πνευματική στρώση της ύπαρξης, καταλήγουμε ήρεμοι, ανοιγμένοι σε απλωσιά, έξω από τον στενότατο χώρο της στενο-χώριας μας.
Γιατί η ψυχή δεν θέλει «να ξεχαστεί», θέλει να θυμάται. Να θυμάται ποια υπήρξε, σε ποιο σημείο έστριψε προς την εξορία της, πώς γίνεται να επιστρέψει και να ξαναβρεί το όντως μέγεθός της. Διάβαζα προ καιρού ότι ο γέροντας Παΐσιος ανήσυχος έλεγε σε φίλο του για κοινό γνωστό τους: Να τον προσέχεις! Είναι υπερευαίσθητος! Πήγε και γέμισε το κενό του με πράγματα κενά και τώρα έχει άγχος...
Κι αν δεν το ξέρουμε, ποθούμε μιαν επιστροφή.
Οπως ο «Νεκρός ταξιδιώτης» του Παπαδιαμάντη που, σαν καΐκι, το πτώμα του πλέει κόντρα στα θαλάσσια ρεύματα, ανέγγιχτο από ψάρια και δελφίνια, με τη ρότα βέβαιη προς την προαποφασισμένη επιστροφή, στο συγκεκριμένο ακρογιάλι που λάτρευε.
Ο Παπαδιαμάντης, όλο και περισσότερο, θα είναι ιαματικός. Διότι όσο τραγικές κι αν είναι οι ιστορίες του, όσο παραδαρμένοι οι ήρωές του, όσο κατατρεγμένοι από πάθη και καημούς που δεν έχουν τελειωμό, θα μαρτυρεί με ωραιότητα σπάνια, με πολύτιμη πίστη, τα ορατά αλλά και τα αόρατα, όπως η ταφή του Οργκάθ στον πίνακα του Γκρέκο.
Οσο σπαραχτικά κι αν περιγράφει τα ζοφερά της γης, ταυτόχρονα θα υπαινίσσεται τον Ουρανό τον αιώνιο, η ανταύγειά του στις σελίδες θα καθησυχάζει με τη μέγιστη παρηγορία: της δυνατότητας για μια δικαιοσύνη άλλη. Για κάτι μάλιστα πιο πέρα κι απ' τη δικαιοσύνη: για Ελεος και κυρίως για Αθανασία. Νίκη θανάτου λεπτή, διακριτική, ωραία, έτσι όπως οι νιφάδες πέφτουν στο νεκρό άντρα που απόκαμε από τον πολύ του «Ερωτα στα χιόνια».
Κι επάνω στη χιόνα έπεσε χιών... Και η χιών έγινε σινδών, σάβανον. Και (εκείνος) άσπρισεν όλος, κ' εκοιμήθη υπό την χιόνα, διά να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Κριτού, του Παλαιού των Ημερών, του Τρισαγίου.
* Η Μάρω Βαμβουνάκη είναι συγγραφέας.
No comments:
Post a Comment