Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Από το τότε -1911- στο τώρα, 2011
Από τον Νικήτα Παρίση*Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 29 Απριλίου 2011
Ερχονται συχνά στον νου τα μεγάλα μεγέθη της λογοτεχνίας μας. Πιο πολύ οι παλαιότεροι ποιητές και συγγραφείς. Αυτοί που δείχνουν περισσότερο ευάλωτοι στη σκόνη και τις προσχώσεις του χρόνου. Λάμπουν, βέβαια, μεγαλόπρεπα στο τότε.
Ομως, πόσο συχνά τούς θυμάται το τώρα; Θέλω να πω πόσο συχνά οι σημερινοί αναγνώστες επιστρέφουν στις παλιές σελίδες της λογοτεχνίας; Μήπως οι τωρινοί, μεγαλωμένοι με μιαν άλλη αισθητική, γυρίζουν την πλάτη στο παλιό; Λέτε να ξεχάστηκε ο Παλαμάς; Ολα, τελικά, τα καταπίνει ο χρόνος;
Σκέφτομαι τώρα ότι πάνε εκατό χρόνια, ένας ολόκληρος αιώνας, από το Γενάρη του 1911, τη χρονιά της εκδημίας του Παπαδιαμάντη. Τρεις γενιές ανθρώπων πέρασαν μέσα σ' αυτόν τον αιώνα. Και πόσα άλλα! Πόλεμοι, κατατρεγμοί, τα μαύρα χρόνια της Κατοχής, τα σκληρά εμφύλια πάθη, η μετεμφυλιακή περιπέτεια: χρόνια και χρόνια!
Και ο Παπαδιαμάντης μέσα σ' όλα αυτά; Στέκεται όρθιος και αλώβητος. Δεν τον άγγιξαν οι ρυτίδες και η σκουριά του χρόνου. Μια λογοτεχνική ακμαιότητα, που μας μιλάει, από τότε στο τώρα, για τα βάσανα και τους καημούς της ζωής μας.
Οι νέες γενιές όμως; Αυτές που ανδρώθηκαν με άλλες εικόνες ζωής και παγιδεύτηκαν σε διαφορετικές συντεταγμένες πολιτισμού; Εννοώ, βέβαια, τις γενιές ενός ευρύχωρου «τώρα». Αυτές τον ξέρουν τον Παπαδιαμάντη; Τον νιώθουν; Σκύβουν πάνω στις γραμμές του;
Ο Παπαδιαμάντης μας δίνει, δυστυχώς, μια εύκολη πρόφαση, για να δικαιολογούμε την αναγνωστική μας ραστώνη. Η γλώσσα του, λέμε, δύσκολη και δύσληπτη για τα νέα παιδιά: υψώνει τείχη, απομονώνει τον Παπαδιαμάντη, τον εγκλείει σε μια ωραία αφηγηματική μοναξιά και αποθαρρύνει τα νέα παιδιά να τον πλησιάσουν.
Κάποιοι βρήκαν το φάρμακο! Τον μετάφρασαν. Ζωντανός, λένε, ο Παπαδιαμάντης σε μιαν άλλη, όχι τη δικιά του, γλώσσα! Πόσοι, άραγε, διάβασαν αυτές τις μεταφράσεις; Πρέπει, όμως, να το πούμε: πρόκειται για άλλον Παπαδιαμάντη, με σκοτωμένη γλώσσα, με χαμένο οριστικά το δικό του άρωμα και με ξέπνοη τη δικιά του αύρα.
Κι όμως! Εχω ζήσει νεανικά ακροατήρια. Τα 'νιωσα να προσηλώνονται και να γεύονται, με βαθιά ικανοποίηση, τον λόγο, τη γλώσσα, την παπαδιαμαντική ιδιαιτερότητα. Δεν το αποκλείω καθόλου αυτά τα ακροατήρια, με την ανοιχτή διάθεση, να μας φέρνουν κοντά στο σχεδόν αυτονόητο.
Να το πούμε αυτό το αυτονόητο: όποιος δεν γνωρίζει κάτι, δεν μπορεί να το αποτιμήσει. Το αγνοεί. Γι' αυτόν είναι ως μη υπάρχον. Αυτό, ακριβώς, συμβαίνει με τις νεότερες γενιές. Δεν γνωρίζουν επαρκώς το μέγεθος του Παπαδιαμάντη. Ενδεχομένως να τον ταυτίζουν με έναν κόσμο που, ίσως, να είναι η πάνω όψη της παπαδιαμαντικής γραφής. Είναι η κρούστα που, βέβαια, απεικονίζει ζωντανά μια στάση (όχι μόνο ευλάβειας) του τότε, αλλά που μοιάζει σβησμένη στο τώρα - για τα νέα παιδιά.
Γι' αυτό, ακριβώς, ο σύγχρονος αναγνώστης θα πρέπει να αναζητήσει και άλλα στοιχεία στον Παπαδιαμάντη: αυτά που, ενδεχομένως, τα επικαλύπτει η πάνω όψη, η αφηγηματική δηλαδή επιφάνεια. Να αναζητήσει, πρωτίστως, τον πάσχοντα άνθρωπο, αυτόν που ζει την ένδεια, τη στέρηση, τον καημό της απουσίας, τα απανωτά βάσανα, και που δεν ξέρει ακόμη να τα μεταλλάξει σε διαμαρτυρία. Τα υπομένει. Με εγκαρτέρηση. Σαν να ήταν δηλαδή τα βάσανα μια άνωθεν νομοτέλεια· ένα αναγκαίο μοίρασμα στις ζωές των ανθρώπων.
Υπάρχουν και άλλα πολλά θέματα, εγγενώς υπάρχοντα στην παπαδιαμαντική γραφή. Δεν θίγονται εύκολα σ' ένα στενόχωρο σημείωμα. Ισως μας χρειάζεται μια επανανάγνωση του Παπαδιαμάντη. Ακόμη και σε θέματα που μοιάζουν ασάλευτα ταμπού. Πόσα, λ.χ., ποσοστά προσωπικής πληγής κρύβονται στον περιστελλόμενο ερωτισμό του; Η άλλη ερωτική ένταση, η λατρεύουσα παθολογικά τη φύση (ακόμη και ένα δέντρο), πόσους απόηχους κρύβει από αναγνωστικές μνήμες, ακόμη και από ιερά βιβλία;
Δύσκολα πράγματα για τους νέους πάντα αναγνώστες. Γι' αυτό χρειάζεται μια φρέσκια μύηση στο αφηγηματικό ήθος του Παπαδιαμάντη. Χρειάζεται να τον επαναπροσδιορίσουμε ως πεζογράφο, που απεικονίζει τον άνθρωπο· αυτόν που τον κόβουν στα δύο οι ψυχικές του διβουλίες, η εσωτερική του διφυΐα, το μέσα του κομμάτιασμα. Αυτό δηλαδή που πάντα είναι ο άνθρωπος: δύο αντίμαχα κομμάτια, που το ένα τρώει το άλλο.
Να το ξαναπούμε: σε τόσο χαλασμένους καιρούς, όπως αυτοί που ζούμε, χρειάζεται ένα γενναίο αναγνωστικό άνοιγμα. Ενδεχομένως, μια μύηση ή μια ανάγνωση του Παπαδιαμάντη με καινούρια όραση και ματιά. Οι αγνοούντες χρειάζεται να δουν και να νιώσουν πολλά. Ενδεικτικά καταγράφονται κάποια:
α) Τον ασκούμενο δικηγόρο, τον σκοτωμένο στην καθημερινή μιζέρια του αθηναϊκού γραφείου· αυτόν που απαξιώνει εντελώς την εγγράμματη δυστυχία του μορφωμένου και λογαριάζει πιο πολύ την απόλυτη ένδεια της νεανικής αγράμματης ευτυχίας, με τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα (Ονειρο στο κύμα).
β) Τους τρεις ήχους που συνυπάρχουν σε μια θαυμαστή συλλειτουργία: πρώτα ο θρήνος μιας γριάς, που κουβαλάει στην πλάτη της θανάτους και θανάτους. Υστερα το σουραύλι του αμέριμνου βοσκού, του σημαδιακού κι αταίριαστου· και, τέλος, η απειρία της παιδικής αθωότητας, που, μαγεμένη απ' το τραγούδι της ζωής, χάνει την ευστάθειά της και κει, στο μούχρωμα της μέρας, γκρεμίζεται στη θάλασσα, στο «μπλουμ» του θανάτου (Το μοιρολόγι της φώκιας).
γ) Τη γυναίκα και τη μοίρα της. Μια ζωή σκυμμένη και βασανισμένη· δοσμένη στην υπηρεσία των άλλων, μέχρι που θόλωσε το μυαλό, ψήλωσε ο νους της και άρχισε να μοιράζει με τα χέρια της τον θάνατο· να πνίγει τα μικρά κορίτσια, για να μη ζήσουν τη δικιά της ζωή· σαν να ήταν αυτός ο θάνατος η δίκαιη λύση (Η Φόνισσα).
δ) Τον τόσο πρώιμο και σχεδόν καφκικό μοντερνισμό, στην όλη οργάνωση της αφηγηματικής λογικής, και μάλιστα σε χρόνους προκαφκικούς, μαζί με, επίσης πρώιμα, υπερρεαλίζοντα στοιχεία (Για την περηφάνεια).
Και άλλα πολλά, φυσικά. Στάθηκα στα ελάχιστα και στα πιο γνωστά. Μόνο και μόνο για να φανεί ότι αυτός ο αναγνωστικός νόστος, αυτή η επιστροφή σε ξεχασμένες, ιδίως απ' τις νεότερες γενιές, σελίδες της πεζογραφίας μας μάς μαθαίνει ή, καλύτερα, μας θυμίζει την πιο απλή και την πιο αυτονόητη αλήθεια: η αυθεντική λογοτεχνία, απ' τα πανάρχαια χρόνια μέχρι και σήμερα, απεικονίζει τον άνθρωπο: πότε ως πάσχοντα και βασανιζόμενο, παγιδευμένο στα δικά του λάθη ή στις ξόβεργες, που μας στήνουν οι άλλοι και οι περιστάσεις, και πότε ως ευφρόσυνη λαχτάρα, που γεύεται την ομορφιά τού να υπάρχεις.
Ούτε, βέβαια, θα μπορούσε να γίνει αλλιώς στη λογική της λογοτεχνίας. Γιατί στη ζωή το ευφρόσυνο εύκολα περνάει στο δάκρυ. Η ευρύχωρη απλωσιά εύκολα γίνεται αδιέξοδη. Συχνά χάνουμε την ευθεία οδό (Τα δαιμόνια στο ρέμα) και το σίγουρο είναι πάντα ένα: όλα, τελικά, καταλήγουν στο άφευκτο τέλος: στο «μπλουμ» του θανάτου. Εχει όμως προηγηθεί το μέγα και πρώτο αγαθό, η ζωή μας· έστω με τους καημούς και τα βάσανα, που δεν έχουν τελειωμό. Το υπέγραψε πρώτος ο Παπαδιαμάντης.
* Ο Νικήτας Παρίσης είναι φιλόλογος.
No comments:
Post a Comment