Αγνωστα στην Ελλάδα διηγήματα του Τσέχοφ
- Της Τιτικας Δημητρουλια, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 24/01/2010
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΟΦ, Πόσο αργεί να ξημερώσει…, μετ. Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, εκδ. Ελληνικά Γράμματα
Πολλά, πάρα πολλά τα διηγήματα του Τσέχοφ και τον λόγο δεν πρέπει να τον ξεχνάμε: έγραφε για να ζήσει, να βγάλει το ψωμί του, το δικό και της οικογένειάς του που είχε χρεοκοπήσει. Εγγονός δούλου που απελευθέρωσε τον εαυτό του και τη φαμίλια του για 3.500 ρούβλια, ο Τσέχοφ έλεγε πάντα ότι αυτός και τα αδέλφια του πήραν από τον πατέρα τους τα ταλέντα και από τη μητέρα τους την ψυχή. Ο εξαιρετικά θρησκευόμενος πατέρας τούς δίδαξε τη μουσική, η μητέρα τη ζωή την ίδια, την αγριότητά της και τον σεβασμό για τους αδύνατους. Αυτήν την αγριότητα ο Τσέχοφ θα τη νιώσει πολύ νωρίς στο ίδιο του το πετσί: στα δεκάξι του θα μείνει στο Ταγκαρόκ, τη γενέθλια πόλη, μόνος του, για τρία χρόνια, ψευτοδουλεύοντας και εκποιώντας, για να τελειώσει το σχολείο, ενώ η οικογένειά του αναζητεί τον άρτο τον επιούσιο στη Μόσχα.
«Για 60 καπίκια...»
Φυματικός από πολύ νωρίς και πάντα κεφάτος, πάντα ζωηρός, αντιπαλεύοντας τον πανικό που του γεννούσε η μοναξιά, όπως ο ίδιος εξομολογείτο, με μια υπέρμετρη κοινωνικότητα, ο Τσέχοφ θα κάνει σε όλη τη σύντομη ζωή σχέδια, θα παλεύει τις αναποδιές –με πρώτη και κύρια την ίδια την αρρώστια που τον σιγοτρώει–, θα στηρίζει τους φίλους του και θα στηρίζεται σ’ αυτούς, θα ταξιδεύει στη Ρωσία και στην Ευρώπη, έκθαμβος και μαζί θλιμμένος μπροστά στο θαύμα της ζωής και στην κατασπατάλησή της. Και διαρκώς θα γράφει, ξεκινώντας αξημέρωτα, από τις εφτά το πρωί. Χωρίς ψευδαισθήσεις: συχνά, όταν έγραφε κάμποσες φράσεις πήγαινε στους φίλους, που ποτέ δεν έλειπαν από τα διάφορα σπίτια του και τους δήλωνε: «Εγραψα όσο για να πάρω εξήντα καπίκια». Κείμενα μετρημένα με τα καπίκια, σύντομα, δημοσιευμένα στις εφημερίδες, που τα έδινε με μία και μόνο ερώτηση, «πόσο πληρώνετε;», κείμενα χιουμοριστικά και σατιρικά που σιγά σιγά αλλάζουν, καθώς αλλάζει και ο ίδιος ο Τσέχοφ, καθώς αποκτά συγγραφική συνείδηση και εισηγείται ριζικές καινοτομίες στο διήγημα, παραμένοντας, όπως ο ίδιος δήλωνε, τόσο στην πρόζα όσο και στα θεατρικά του «ο χρονικογράφος της ρώσικης ζωής των δύο τελευταίων δεκαετιών του αιώνα».
Αγνωστα σχετικά και αμετάφραστα είναι τα διηγήματα που επέλεξε και μετέφρασε ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος –μία από τις τελευταίες δουλειές του– για να φωτίσει από άλλη οπτική τον καινοτόμο ρεαλισμό του Τσέχοφ. Ενα ρεαλισμό που καμία σχέση δεν έχει με την επική αφήγηση του Τολστόι ή τη μεταφυσική και την πνευματικότητα του Ντοστογιέφσκι· που συνδυάζει την πιστότητα στην αναπαράσταση του κόσμου του Μωπασάν με τη διαύγεια στην απεικόνιση του ψυχισμού του πρώιμου Τζόυς και οδηγείται μέσα από τον συμβολισμό στον μοντερνισμό. Μικρή φόρμα, θέματα διαχρονικά, ζωή αληθινή που βουίζει κάτω από τις λέξεις και λέξεις που εξασφαλίζουν την εγγύτητα και μαζί την απόσταση από τον κόσμο στον οποίο αναφέρονται. Διηγήματα ανοιχτά: το όπλο που υπάρχει στον τοίχο στην πρώτη πράξη δεν πυροβολεί στην τελευταία, όπως ο ίδιος ο Τσέχοφ ζητούσε στο θέατρό του. Λιτά, συχνά υπαινικτικά, μοιάζουν απόλυτα διαυγή, διάφανα, να αποτυπώνουν μια φέτα ζωής. Και αποδεικνύονται στην πορεία απροσπέλαστα στον βαθύτερο πυρήνα τους, που παραμένει σκοτεινός, σαν την ανθρώπινη ψυχή, που το σκοτάδι της όμως πάλι είναι γνόφος, ζόφος μαζί και φως.
Η τεχνική της αντίθεσης
Στις «Πανέμορφες», δύο κορίτσια διαφορετικά όμορφα προκαλούν θλίψη σ’ αυτούς που τα θαυμάζουν. Δύο διαφορετικές και υπέροχες εικόνες, που τονίζονται με την τεχνική της αντίθεσης –ασχήμια του τοπίου, ασχήμια του πατέρα στην πρώτη περίπτωση, ασχήμια των θαυμαστών και αντικειμενική ασυμμετρία του ίδιου του προσώπου στην άλλη– καταλήγουν σε ένα ερωτηματικό για την ίδια την ύπαρξη. Στους «Αλογοκλέφτες» με τους θαυμάσιους, θεατρικότατους διαλόγους, χαμένες ψυχές διαχειρίζονται, η καθεμία με τον τρόπο της, την αβίωτη ζωή τους, καταργώντας τον άλλον, αγκιστρωμένοι στο ένστικτο και ζώντας ημέρα με την ημέρα την παρακμή τους – μια παρακμή που δεν τη θέλησαν, αλλά και δεν την πάλεψαν αρκετά. Κάποια διηγήματα, όπως το «Τι δυσάρεστα πράγματα», «Στη Μόσχα» ή «Η ιστορία μιας εμπορικής επιχείρησης» σαν να μιλούν για την ελληνική μας καθημερινότητα. Ο βοηθός γιατρού στους «Αλογοκλέφτες» που καταλήγει κλέφτης χάνοντας τη δουλειά του και αποζητεί τη μέριμνα του Θεού και οι «Πανέμορφες» με την ονειρική τους διάσταση φέρνουν στον νου τον Παπαδιαμάντη – ο οποίος είχε μεταφράσει Τσέχοφ, στην εφημερίδα «Αστυ», για να κερδίσει κι αυτός τα προς το ζην. Οι τσεχοφικές του μεταφράσεις (εκδ. Δόμος) μπορούν να ολοκληρώσουν την τσεχοφική αυτή διαδρομή με τον πιο ενδιαφέροντα τρόπο.
Sunday, January 24, 2010
Ο χρονικογράφος της ρωσικής ζωής
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment