- Από τον Λάμπρο Σκουζάκη
- Περικλής Μονιούδης, Ξηρά, μτφρ.: Ιωάννα Αποστόλου, εκδόσεις Εστία, σ. 268, 24 ευρώ
Οι πόλεις με έβλεπαν πότε έτσι, ποτέ αλλιώς, όπως τις έβλεπα και εγώ - σαν κενή επιφάνεια, σαν μαύρο φόντο σε κάποιο αγγείο; Ποιος θα ήταν τότε φόντο τίνος, εγώ το φόντο της πόλης ή η πόλη το δικό μου; Γέννημα της Αλεξάνδρειας και θρέμμα της Μεσογείου ο ένας εκ των δύο κεντρικών χαρακτήρων της Ξηράς, αισθάνεται ηλεκτρισμένος από το δίπολο του τόπου καταγωγής και των πόλεων όπου έζησε και ζει ως διπλωμάτης. Οπως οι γονείς του εγκατέλειψαν τη γενέτειρα πριν από τον Πόλεμο των Εξι Ημερών για την άγνωστη και πολλά υποσχόμενη Ελβετία, αντίστροφα αυτός αφήνει τη Ζυρίχη σε ένα διαφορετικό «σημείο κατάρρευσης» (ανάμεσα στη ναρκωτική αυτοκαταστροφή των νέων και τον κρατικό αποκλεισμό των εξαθλιωμένων). Με πρωτεύον πρόσχημα την αναζήτηση ενός βιβλίου μαγειρικής του ζαχαροπλάστη παππού του, περιδιαβαίνει τις παραθαλάσσιες νοτιοευρωπαϊκές πόλεις με προσωπικό φύλλο πορείας προς τις προγονικές επικράτειες. Στην άλλη άκρη της διαδρομής, μια βοτανολόγος αφήνει το Βερολίνο για τη Βαρκελώνη αναζητώντας τη δική της θέση στο ευρωπαϊκό μητροπολιτικό πλέγμα, διασπασμένη ανάμεσα στην εξωτερική εικόνα της Καταλανής, τον κεντροευρωπαϊκό - πρωσικό ψυχισμό και την ιδιότητα της «Γερμανίδας αρραβωνιαστικιάς του διπλωμάτη».
Στις νεανικές μνήμες του άντρα ξεχωρίζει η εικόνα ενός κρεβατιού στρωμένου πάντα όπως σε καμπίνα πλοίου, ένδειξη μιας αδημονίας για τις πόλεις που δεν είχε ανακαλύψει, παράλληλα με μια ιδιόμορφη αντίληψη του ιδωμένου περιβάλλοντος ως έσχατης μοναξιάς, ή και ως θανάτου. Ο πρώιμος διχασμός ανάμεσα στον αλεξανδρινό και τον ελβετικό κόσμο θα μετουσιωθεί σε πεποίθηση πως οι τόποι δεν αποκλείουν ο ένας τον άλλον αλλά και συνδέονται με γέφυρες αδιόρατες. Πρόκειται για θέμα που έχει απασχολήσει και παλαιότερα τον συγγραφέα (Στους κόλπους των πόλεων: Θεσσαλονίκη, Βερολίνο, Ζυρίχη, Αλεξάνδρεια, Εστία, 2005), που γεννήθηκε και ζει στην Ελβετία. Ο λόγος του παρακολουθεί τις μνημονικές προβολές και διαθλάσεις των πρωταγωνιστών του ως λεκτικό ισοδύναμό τους. Οπως ο ήρωας συχνά συναντά ένα αγόρι που δεν είναι παρά ο εαυτός του και αναφέρεται σε έναν «ταξιδιώτη» που είναι ο ίδιος, έτσι και ο συγγραφέας μοιράζει τον αφηγηματικό χώρο στις δύο περιπλανώμενες φωνές, αφήνοντας τη γυναίκα να μιλήσει σε πρώτο πρόσωπο και παρακολουθώντας αποστασιοποιημένα τις σκέψεις του άντρα.
Η διαχείριση της μνήμης δεν διασχίζει μόνο τους σταθμούς της φυγόκεντρης οικογενειακής πορείας αλλά και αναζητείται σε όλες τις μήτρες υποδοχής των σύγχρονων προσφύγων, που ο ταξιδιώτης εξοικειώνεται μέσω της περιπλάνησης, της παρατήρησης και της ενδοσκόπησης. Σχηματίζεται έτσι ένας φαντασιακός μεσογειακός χάρτης με διάσπαρτα βέλη πολλαπλών διακλαδώσεων με τις διαδρομές των εξόριστων και των κατατρεγμένων. Οπως ο πατέρας του ξεκινούσε τις διηγήσεις του από τη ζωή του Γκλεν Μίλερ και της Μπιγκ Μπαντ του και κατέληγε στη μικρή ορχήστρα των νυχτερινών κέντρων της Αλεξάνδρειας όπου ο ίδιος έπαιζε στον ελεύθερο χρόνο του τρομπέτα και κοντραμπάσο, έτσι κι εκείνος αναζητά τις συντεταγμένες της δικής του σκηνικής παρουσίας, από την αφετηρία τού οράματος ώς τον τερματικό της πραγματικότητας.
Ο άντρας παρακολουθεί τα βλέμματα των ανθρώπων και των πόλεων, από το προστατευτικό μάτι των προλήψεων στους τούρκικους φούρνους και τα λιβανέζικα φαστφουντάδικα στα τεχνητά μάτια τής πόλης, τις κάμερες. Αφήνει πίσω του τις πόλεις μόνο και μόνο για να νομίζει πως είναι μπροστά του, επιστρέφει για να τις εγκαταλείψει, τις εγκαταλείπει για να επιστρέψει στην πόλη που είχε αλλάξει και στην οποία θα μπορούσε να καταλάβει τη δική του αλλαγή. Από τις διαθέσιμες γλώσσες της μνήμης επιλέγει την πολυσημία τής μαγειρικής, εισχωρώντας στα ενδότερα των παλαιών ζαχαροπλαστείων για μια συμβολική συμμετοχή στις γονιδιακές ενθυμήσεις, προτού αυτές διασκορπιστούν σαν την άχνη των γλυκών. Το μικρό πράσινο τετράδιο με τη συλλογή των οικογενειακών γλυκισμάτων γίνεται «εύρημα και σύσταση», ενώ οι διαφορετικές μεταφράσεις αποκαλύπτουν κοινούς γλωσσικούς ρυθμούς και σχέσεις. Σε άλλες περιπτώσεις, η κοινότητα της βουβής ανάτασης, σαν εκείνη που αισθάνονταν οι άνθρωποι ακούγοντας την Ουμ Καλσούμ κρεμώντας τα ραδιόφωνα έξω από τα παράθυρα, απαιτεί πιο δύσβατους δρόμους για να επανέλθει: η γυναίκα μάταια προσπαθεί να προσεγγίσει τους μετανάστες γείτονές της κατά τα θορυβώδη μεταμεσονύκτια δείπνα τους.
Αλεξάνδρεια, Σμύρνη, Αθήνα, Αλγέρι, Θεσσαλονίκη, Χάιφα, Ισκεντερούν, Λεμεσός, Λευκωσία, Μασσαλία, Παλέρμο, Δυρράχιο: τα διαρκώς μεταβαλλόμενα άστεα της περίκλειστης θάλασσας μοιάζουν συγχρόνως δυνητικές καταγωγές, δυνάμει υποδοχείς και οιονεί προορισμοί τόσο του άντρα όσο και της γυναίκας. Η σχέση των δύο είναι «παρελθόν», αλλά ποιος μπορεί να στοιχηματίσει πως οι πορείες τους στις μητροπολιτικές αρτηρίες δεν σχηματίζουν μια γεωμετρία διαφορετικής μεταξύ τους σύγκλισης; Στο τελευταίο κεφάλαιο ο ταξιδιώτης ξαναβρίσκεται στην καμπίνα ενός πλοίου, ρίχνοντας κατά τη συνήθειά του μια ματιά στο παράθυρο ή στο φινιστρίνι. Ο συγκεκριμένος τρόπος θέασης του κόσμου, μέσα από ένα πλαίσιο αναφορών και εντός ενός σώματος - οχήματος αέναης μετακίνησης μοιάζει πλέον έτοιμος να μεταπλαστεί σε μια αλλότροπη, συνειδητά περιπλανητική εμπειρία, γιατί δεν διαρκεί παρά μόνο μια γενιά μέχρις ότου ο πρόσφυγας γίνει περιπατητής (σ. 48)
- ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Βιβλιοθήκη, Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010
No comments:
Post a Comment