Η γραφή της Ερσης Σωτηροπούλου σαν κάμερα καταγράφει όσα προσπερνούμε σ’ αυτή την πόλη«Μια λάμπα θυέλλης κρεμόταν στην πρόσοψη ενός μαγαζιού μέσα στη στοά. Τα ρολά ήταν κατεβασμένα, βαμμένα με μπογιές και μαύρα γράμματα. Δίπλα υπήρχε ένα οικόπεδο φραγμένο με καλάμια και μετά ένα παλιό ξενοδοχείο. Μια μικρή φουφού έκαιγε μπροστά στη σκάλα του ξενοδοχείου. Κάποιος στεκόταν εκεί χωρίς να φωτίζεται. Η σκιά του διαγραφόταν στον τοίχο σαν σβησμένο γκράφιτι».
Τέτοιες περιγραφές θα βρει πολλές ο αναγνώστης στο νέο μυθιστόρημα της Ερσης Σωτηροπούλου «Εύα» (εκδ. Πατάκης). Με περιγραφές ανάλογες ή πιο αιχμηρές, πάντως ρεαλιστικές και μαζί ποιητικές -όπως έχουμε συνηθίσει να είναι το πεζογραφικό ύφος της Ερσης Σωτηροπούλου-, επιλέγει να παρακολουθήσει την κίνηση μιας νέας γυναίκας στους δρόμους της πίσω όψης της Αθήνας. Στους δρόμους που είναι λεροί, σκοτεινοί, γεμάτοι οργανικά σκουπίδια ή απλώς ανθρώπινα ράκη. Για την ακρίβεια επιλέγει να δείξει ακριβώς τις δύο όψεις αυτής της πόλης, τις δύο ακραίες όψεις της.
Η Εύα επιστρέφει στο σπίτι της μετά το χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν. Κουβαλώντας εικόνες μιας Αθήνας φωτεινής, την αίσθηση ευφορίας που πουλιέται ακριβά και τα άγχη της προσωπικής της ζωής. Βρίσκεται όμως τυχαία σε μια περιοχή της πόλης που δεν την γνωρίζει, αλλά δεν την φοβίζει κιόλας. Σ’ αυτούς τους δρόμους, τις στοές, τα σκοτεινά και βρόμικα σοκάκια συναντά περίεργους ανθρώπους και τελείως διαφορετικές συμπεριφορές. Ενας κόσμος άγνωστος στην ίδια της την πόλη. Ζωές που την κάνουν να σκεφτεί διαφορετικά τη δική της «τακτοποιημένη» μέχρι τώρα ζωή. «Το φανάρι έγινε πράσινο. Ο μελαχρινός άντρας χάζευε ακόμα γύρω του με τη σακούλα στο μπράτσο. Φαινόταν εργάτης, ίσως ξένος. Τα χνώτα του ανέβαιναν σαν στήλη στον παγωμένο αέρα. Οταν η Εύα ξανακοίταξε είχε καθίσει σ’ ένα παγκάκι. Ανοιξε τη σακούλα και πήρε ένα καρό μαντίλι που το έστρωσε δίπλα του. Υστερα έβγαλε κάτι άσπρο τυλιγμένο σε χαρτοπετσέτα. Ηταν μια πίτα γύρος. Αρχισε να τρώει αργά. Κάθε τόσο έσκυβε και σκούπιζε το στόμα του με την άκρη του μαντιλιού. Υπήρχε τόση σοβαρότητα, τόση αξιοπρέπεια σε κάθε μπουκιά. Οταν τελείωσε, δίπλωσε το μαντίλι στα τέσσερα και το έβαλε πάλι στη σακούλα. Εφυγε περπατώντας σύρριζα στο δρόμο. Τα αυτοκίνητα έτρεχαν στην αντίθετη κατεύθυνση».
Κάπως έτσι κινείται και η ηρωίδα της Ερσης Σωτηροπούλου, η Εύα. Αντίθετα με την έως τότε ζωή της, αντίθετα με τον «φυσιολογικό» ρυθμό της πόλης, αντίθετα με όσα πίστευε, με όσα ήξερε, με όσα έβλεπε γύρω της.
Σαν ντοκιμαντέρ
Το βιβλίο της Ερσης Σωτηροπούλου είναι στιγμές που η αφήγησή της μοιάζει με ντοκιμαντέρ και η γραφή της με μία κάμερα που καταγράφει όσα προσπερνούμε σε κάποιους από τους δρόμους αυτής της πόλης. «Ο δρόμος μπροστά της σχημάτιζε πέταλο και κατέληγε σε αδιέξοδο, στην πρόσοψη ενός μαγαζιού. Ολα 1 ευρώ, έγραφε το χαρτόνι που ήταν κολλημένο με σελοτέιπ στο τζάμι. Το εμπόρευμα δεν φαινόταν. Δεξιά από την είσοδο υπήρχε ένα πλαστικό πιάτο με κροκέτες γάτας κι ένα μπολ με πρασινισμένο νερό. Γύρισε προς τα πίσω και βρέθηκε σ’ ένα άνοιγμα με πεταμένα τούβλα και σιδερικά».
Οι προσωπικές αναζητήσεις της Εύας και οι ιστορίες που συναντάει σ’ αυτή την απρόσμενη περιπλάνησή της είναι δυο παράλληλες διαδρομές. Οπως ακριβώς παράλληλες, χωρίς να συναντιούνται δηλαδή, είναι και οι ζωές των δύο, των τριών, των πολλών κόσμων που ζουν πλέον στην ίδια πόλη. Συχνά δεν συναντιούνται ποτέ. Συνήθως η μία διαδρομή φροντίζει να αποφύγει την άλλη. Η λογοτεχνία της Ερσης Σωτηροπούλου τις ακολουθεί και τις καταγράφει. Χωρίς σχόλια.
- Της Ολγας Σελλα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Σάββατο, 30 Iανoυαρίου 2010
Saturday, January 30, 2010
Ζωές σε αντίθετη κατεύθυνση
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment