Γράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο, 9 Ιανουαρίου 2010
Τον Χρήστο Λαμπράκη τον είδα δυο ή τρεις φορές όλες κι όλες, τυχαία και φευγαλέα, στο φουαγιέ του καινούργιου κτηρίου του ΔΟΛ στη Μιχαλακοπούλου. Μόνο μία φορά «ανακατεύτηκε» στη δουλειά μου, με τρόπο που ήταν αρκετός για να εκτιμήσω το ήθος του. Κάποτε, πάνε πολλά χρόνια, βρήκα ανάμεσα στα δεκάδες βιβλία και γράμματα που με περίμεναν στο γραφείο ένα ιδιόγραφο σημείωμά του, το οποίο δεν απευθυνόταν όμως σ΄ εμένα και προφανώς είχε παραπέσει εκεί. ΄Ηταν το προσχέδιο απαντητικής επιστολής του σε μια σημαίνουσα κυρία, με την οποία είχε συναντηθεί λίγες μέρες πριν στο Μέγαρο Μουσικής και η οποία του έστειλε κατόπιν ένα λογοτεχνικό πόνημά της, με την παράκληση να βοηθήσει στην προβολή του. Το σημείωμα έλεγε: «Αγαπητή μου κυρία (τάδε). Χάρηκα τη συζήτησή μας στο Μέγαρο. Σας ευχαριστώ θερμά για τα καλά σας λόγια και για το βιβλίο που μου στείλατε. Κριτικός λογοτεχνίας στην εφημερίδα μας είναι ο κύριος (ακολουθούσαν παύλες, για να συμπληρωθεί το όνομα από τη γραμματέα) και θα διαβιβάσω το βιβλίο σας σ΄ εκείνον». Τίποτε άλλο. Ο Χρήστος Λαμπράκης, δηλαδή, έβαζε με τακτ την κυρία στη θέση της. Εγώ, της έλεγε, δεν μπορώ να επιτρέψω στον εαυτό μου άλλο από το να σας παραπέμψω στον αρμόδιο. Ο οποίος αρμόδιος, πρέπει να προσθέσω, ούτε πίεση ή υπόδειξη δέχτηκε να επαινέσει το βιβλίο ούτε επίπληξη αργότερα, επειδή έκρινε ότι δεν υπήρχε λόγος ν΄ ασχοληθεί με αυτό στη στήλη του. Γι΄ αυτό αγανακτούσα πάντα, όταν άκουγα ότι ο Λαμπράκης ανεβοκατέβαζε ονόματα από τις πολιτιστικές σελίδες των «Νέων». Μου έχει συμβεί μάλιστα να με προειδοποιήσουν συγγραφείς που υποτίθεται πως βρίσκονταν σε κάποια μαύρη λίστα ότι δεν θα μου επιτρεπόταν να τους αναφέρω καν. Ε, λοιπόν, έγραψα εκτενή κι ενθουσιώδη κείμενα γι΄ αυτούς, που δημοσιεύτηκαν χωρίς ποτέ κανείς στην εφημερίδα να μουτρώσει, έστω...
Η γραφομανία των ημερών μας έχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, που ίσως δεν έχει προσεχτεί όσο θα έπρεπε. Και αυτό δεν είναι η ποσότητα των βιβλίων που παράγονται ούτε καν η ποιότητά τους. Είναι το καινούργιο είδος κινήτρων που φαίνεται πως έχουν οι επίδοξοι λογοτέχνες. Κάποτε, ποιητές και πεζογράφοι που κατείχαν κάποιο δημόσιο αξίωμα ή εξασκούσαν ένα επάγγελμα περιωπής (αρκετοί από αυτούς έμελλε ν΄ αποκτήσουν σημαντική θέση στα ελληνικά γράμματα) τύπωναν τα βιβλία τους με ψευδώνυμο, για να μην αμφισβητηθεί από τον κόσμο η σοβαρότητά τους και τρωθεί η επαγγελματική υπόληψή τους. Σήμερα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: πολιτικοί, δικαστές, γιατροί, καθηγητές πανεπιστημίου, δικηγόροι, διπλωμάτες, δημοσιογράφοι, τραγουδιστές, τηλεοπτικοί σταρ καταφεύγουν όψιμα στη λογοτεχνία, με το πραγματικό όνομά τους, επιζητώντας προφανώς μια αναγνώριση που αισθάνονται πως δεν τους εξασφαλίζει η επαγγελματική σταδιοδρομία τους. Αυτό καταδεικνύει την πλήρη απαξίωση των θεσμών στην κοινωνία μας. Η λογοτεχνία, από πόρνη που ικανοποιούσε ανομολόγητα βίτσια, έφτασε να θεωρείται η άμωμη ιέρεια που αποκαθαίρει τους πιστούς από τα αμαρτήματά τους και τους χαρίζει μια καινούργια, φωτεινή υπόσταση «εν μέσω των ανθρώπων».Η νεότευκτη (βρίσκεται στο τρίτο τεύχος) Τhe Αthens Review of Βooks (Αθηναϊκή Επιθεώρηση του Βιβλίου) ξεχωρίζει ευχάριστα στον χώρο των εντύπων που είναι αφιερωμένα στο βιβλίο. Με το μεγάλο σχήμα της, τα απλωμένα κείμενα, τις λιγοστές διαφημίσεις, την ανεξάρτητη χρηματοδότηση, την ύλη της, που περιλαμβάνει όχι μόνο βιβλιοκριτικές αλλά και αναλύσεις για θέματα της πολιτικής, της ιστορίας, της επιστήμης, των γραμμάτων και των τεχνών, μοιάζει εκ πρώτης όψεως με ρομαντικό εγχείρημα, συμπαθητικά αλλά ανεδαφικά παλιομοδίτικο. Στην πραγματικότητα όμως έχει παρεμβατικό χαρακτήρα και συλλαμβάνει σωστά, τόσο με τη μορφή όσο και με το περιεχόμενό της, το αναζωογονημένο ενδιαφέρον για ουσιαστικές συζητήσεις γύρω από πολιτιστικά ζητήματα στη μετα-lifestyle εποχή. Οποιοσδήποτε έχει κάποια σχέση με τον πολιτισμό και το διάβασμα δεν μπορεί παρά να της ευχηθεί καλή επιτυχία και μακροημέρευση, όχι από εθιμοτυπική ευγένεια αλλά με την πεποίθηση ότι το συμφέρον της είναι και δικό του συμφέρον.
- Για την Έλλη Παππά, που έφυγε πρόσφατα, αισθανόμουν πάντοτε θαυμασμό και, παρόλο που δεν τη συνάντησα ποτέ, ένα είδος συμπάθειας από εκείνη που μόνον η άμεση, προσωπική επαφή με κάποιον μπορεί να γεννήσει. Δεν ήταν μόνο το πολιτικό σθένος της και η ακατάβλητη αξιοπρέπειά της σ΄ ολόκληρη τη γεμάτη ακραίες δοκιμασίες ζωή της. ΄Ηταν προπαντός η καθαρότητα της σκέψης και η στιβαρή, αλλά ούτε μια στιγμή κραυγαλέα ανθρωπιά που αποπνέουν τα βιβλία της. Αυτό το αποπαίδι, που γνώρισε από νωρίς τη στέρηση, τις διώξεις, την ανάσα του θανάτου, τον τραγικό χωρισμό από τον αγαπημένο της σύντροφο, τη φυλακή, την περιθωριοποίηση από τους συναγωνιστές της, αυτή η αποσυνάγωγη όλων των ιερατείων κατάφερε να μορφωθεί μόνη της, σε μεγάλο πλάτος και βάθος, και ν΄ αναπτύξει μια αξιοζήλευτα ανεξάρτητη σκέψη, χωρίς να χάσει ποτέ την πίστη της στις ουμανιστικές αρχές του κομμουνισμού, αλλά και χωρίς να υποτάξει ποτέ τη φωνή της σε κομματικές σκοπιμότητες ή να καταφύγει σε βολικές σχηματοποιήσεις της πραγματικότητας. Το κείμενο Η κάθοδός μου στον Άδη, που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες βδομάδες σε τομίδιο από το Μορφωτικό ΄Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης και περιλαμβάνεται στο υπό έκδοσιν (από το ΕΛΙΑ) Αρχείο της Έλλης Παππά, είναι ένας βαθύτατα συγκινητικός και, όπως όλα τα γραφτά της, ψύχραιμος και διαυγής στοχασμός πάνω σ΄ ένα όνειρό της που έμοιαζε με προμήνυμα θανάτου. Σε μια εποχή που η «γυναικεία γραφή» ταυτίζεται με την αισθηματολογία, την ομφαλοσκοπία και τον ιδιωτισμό, η Έλλη Παππά, απόλυτα και θελκτικά γυναίκα στο γράψιμό της, μας υπενθυμίζει με το παράδειγμά της ότι η φύση δεν προόρισε τη γυναικεία ευαισθησία να εξαντλείται σ΄ ερωτικές αγωνίες, οικογενειακούς μικρόκοσμους και μυστικοπαθείς υποκειμενισμούς.
Ας μου επιτραπούν ωστόσο ορισμένες παρατηρήσεις, που ελπίζω να μη θεωρηθούν κακόπιστες. Παρά τον διακηρυγμένο πλουραλισμό της, η επιθεώρηση αποκλείει, επίσης διακηρυγμένα, τα «άκρα» και, όπως φαίνεται από τη μεγάλη πλειονότητα των κειμένων που φιλοξενεί, κινείται στη γραμμή ενός σοσιαλφιλελεύθερου ευρωπαϊσμού. Προσωπικά, αισθάνομαι κοντά σ΄ αυτές τις ιδέες. Αλλά, όταν πρόκειται για ζητήματα πολιτισμού ή για καινούργια κοινωνικά φαινόμενα, η προσέγγισή τους θα έπρεπε να γίνεται με μια ευαισθησία που να μπορεί να υπερβαίνει τις καταστατικές αρχές και τα αναλυτικά εργαλεία οποιασδήποτε παγιωμένης ιδεολογίας, όσο ευρύχωρη και αν είναι αυτή. Υπάρχει στην επιθεώρηση μια τάση για στατικές θεωρήσεις, για προβλέψιμες απόψεις, που τακτοποιούν υπερβολικά εύκολα τις αντιφάσεις και τις εκπλήξεις της πραγματικότητας, χωρίς ν΄ αφήνουν περιθώριο για την απορία. Αυτό είναι εμφανές και στις λογοτεχνικές κριτικές, όπου μια αποστεωμένη και ώρες ώρες ταλιμπανικά μονολιθική πολιτική ορθότητα προσπαθεί να φέρει στα μέτρα της τα λογοτεχνικά έργα, αρνούμενη την πολυσημία τους (τουλάχιστον τις πιο άβολες πλευρές της), είτε όταν τα επικρίνει είτε και όταν τα επαινεί. Κάποιες από αυτές τις αδυναμίες (όπως τις αντιλαμβάνομαι εγώ) μπορεί να εξαλειφθούν ή έστω να περιοριστούν στην πορεία, κάποιες άλλες μάλλον όχι.
Οπωσδήποτε, θα το ξαναπώ, έχουμε να κάνουμε μ΄ ένα περιοδικό που προορίζεται για διάβασμα, όχι για ξεφύλλισμα ή για διαγώνιες τσουλήθρες του ματιού στις σελίδες του.
Saturday, January 9, 2010
Υποθήκες, υπολήψεις, υποσχέσεις
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment