Thursday, January 28, 2010

Ο Γιάννης Ρίτσος πολίτης του κόσμου των ιδεών και της τέχνης

  • Από τον Κώστα Γ. Παπαγεωργίου
  • Ο ποιητής και ο πολίτης Γιάννης Ρίτσος, Εισηγήσεις. Μουσείο Μπενάκη και εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2008, σ. 546, 28 ευρώ

Στον παρόντα τόμο είναι συγκεντρωμένες όλες οι εισηγήσεις -ελλήνων και ξένων μελετητών του Ρίτσου και της νεοελληνικής λογοτεχνίας- που εκφωνήθηκαν κατά τη διάρκεια του τετραήμερου (28 Σεπτεμβρίου-1 Οκτωβρίου 2005) Διεθνούς Συνεδρίου με κεντρικό θέμα «Ο ποιητής και ο πολίτης Γιάννης Ρίτσος», οργανωμένου από το Μουσείο Μπενάκη, με στόχο μια νέα, βασισμένη στα σύγχρονα φιλολογικά-μεθοδολογικά και «πολυπολιτισμικά» δεδομένα προσέγγιση και εμβάθυνση στο έργο του ποιητή. Κυρίως, όμως, με την ευδιάκριτη, στις περισσότερες εισηγήσεις, πρόθεση να τεθεί επί τάπητος το τεράστιο ζήτημα για την τύχη μιας ποίησης στενότατα συναρτημένης με τα ιδεολογικά, κοινωνικά και ιστορικά δρώμενα της εποχής της, που ο δημιουργός της βρισκόταν σχεδόν πάντα, ακόμα και τις στιγμές των επώδυνων υπαρξιακών καταβυθίσεών του, σε περισσότερο ή λιγότερο φανερή ή κρυφή συνομιλία με πτυχές της σύγχρονης Ιστορίας, όταν, μάλιστα, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Αγγελος Δεληβορριάς στο εισαγωγικό κείμενό του, «πολλά από τα θεμέλια του λόγου του έχουν χαθεί». Ενα κείμενο ιδιαίτερα κατατοπιστικό, προλειαντικό και προϊδεαστικό του πνεύματος των περισσότερων εισηγήσεων του βιβλίου, οι συγγραφείς των οποίων επιχειρούν μια επανεκτίμηση του τεράστιου σε όγκο και ποιητική αξία έργου του Γιάννη Ρίτσου, ανιχνεύοντας και ψηλαφώντας τη λιγότερο γνωστή πλευρά του ποιητή, αυτήν που, πέρα από μια συγκεκριμένη ιδεολογία, προϋποθέτει συνείδηση της τραγικής μοίρας της ιστορίας, του ανθρώπου και του κόσμου. Συνείδηση που, σαν καμίνι, «καίει τις βεβαιότητες και την ασφάλεια των εκκλησιών και των κομμάτων», κάνει τον λόγο αμφίδρομο ανάμεσα στο εγώ, το εμείς και το «άλλο» και αμφίσημο εκφραστή της υπαρξιακής αγωνίας και της ιδεολογικής μέριμνας.

Τα κείμενα, ανταποκρινόμενα στους προκαθορισμένους, από την οργανωτική επιτροπή του Συνεδρίου, τέσσερις άξονες μελέτης του έργου του τιμώμενου ποιητή, επέτρεψαν τη διαίρεση του βιβλίου σε τέσσερις, θεματικά ανεξάρτητες, ενότητες: α) Ο Γιάννης Ρίτσος και ο αρχαίος ελληνικός κόσμος, β) Ο Γιάννης Ρίτσος και η εποχή του, γ) Η ποιητική του Γιάννη Ρίτσου και δ) Ο Γιάννης Ρίτσος και ο κόσμος. Στην πρώτη ενότητα ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, με δεδομένο ότι ο Ρίτσος είναι ο σημαντικότερος, ποσοτικά και ποιοτικά, αρχαιόμυθος ποιητής μας, περιορίζεται στην ποιητική σύνθεση Φιλοκτήτης (από την ενότητα της Τέταρτης διάστασης), επισημαίνοντας τον τρόπο με τον οποίο το ποιητικό υποκείμενο ανατρέπει βασικές προϋποθέσεις της ομώνυμης τραγωδίας, προκειμένου «ο λόγος να μετακινηθεί από το πεδίο της εξωτερικής δράσης στο εσωτερικό τοπίο της συνείδησης». Για τον Γιάννη Δάλλα στα αρχαιόθεμα ποιήματα οι υπάρξεις γίνονται περσόνες του ποιητή και η πραγματικότητα επινοείται ως φανταστική πραγματικότητα, επιδέξια σκηνοθετημένη, πρόσφορη για μια δικαιωμένη ποιητικά «μετάβαση» από το ιστορικό και μυθολογικό τότε «προς το δράμα, τώρα, της συνείδησης του ήρωα και του αφηγητή». Η Ρένα Ζαμάρου εντοπίζει αρχαιογνωστικά ποιήματα στις Επαναλήψεις (1963-1969), ενώ ο Μιχάλης Πιερής και ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης επισημαίνουν τις ομοιότητες και τις διαφορές ως προς τον τρόπο με τον οποίο μετέρχονται τη μυθική μέθοδο ο Ρίτσος και ο Σεφέρης, παρατηρώντας πώς ιδιαίτερα ο πρώτος συνθέτει παρελθόν και παρόν, με συνεκτικό μεταξύ τους ιστό τον μύθο, και πώς, στην ποίησή του, στοιχεία του μύθου ταυτίζονται με στοιχεία της σύγχρονης πραγματικότητας.

Στη δεύτερη ενότητα εντάσσονται εισηγήσεις με αντικείμενο το ιδιαίτερα πολύπλοκο ζήτημα της σχέσης του ποιητή με την εποχή του και με την ιστορία. Ζήτημα που, ειδικά στην περίπτωση του Ρίτσου, αποκτά ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αφού «η ιστορία είναι καταλυτικά παρούσα μέσα στη γλώσσα, μέσα στον στίχο, μέσα στην ψυχή του», με συνέπεια η πρόσληψη του έργου του να «υπήρξε πολύ συχνά όχι αποτέλεσμα της αισθητικής του αξίας, αλλά εξαγόμενο άλλων, κυρίως πολιτικών και ιδεολογικών παραγόντων» (Αγγελος Δεληβορριάς). Ο Γιώργος Κεχαγιόγλου αναφέρεται στη συμμετοχή του Ρίτσου στο δράμα της Κύπρου με τα «κυπρόθεμα» ποιήματά του, τα περισσότερα από τα οποία εμφανίστηκαν στις κρίσιμες στιγμές του νεότερου και σύγχρονου κυπριακού ζητήματος. Ο Vincenzo Rotolo αναζητά στοιχεία ενδεικτικά του τρόπου με τον οποίο η κοινωνική, ιδεολογική και πολιτική συνείδηση του ποιητή διαμόρφωσε την ποιητική του και τις γύρω από τον κοινωνικό ρόλο του αντιλήψεις· για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι με το πέρασμα του χρόνου και την άμβλυνση των πολιτικών παθών, όσο απομακρύνεται από το επίκεντρο της βίαιης σύγκρουσης, γίνεται λιγότερο απόλυτος, δείχνοντας «κατανόηση για τις υπαρξιακές αμφιβολίες και τις ανθρώπινες αδυναμίες». Ο Μ. Γ. Μερακλής, αφού αναφέρεται στην εμμονή του τιμώμενου ποιητή σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετες τάσεις: στο μαρξιστικό όραμα από τη μια και στη μεταφυσική ενόραση από την άλλη, στη συνέχεια επιχειρεί την τεκμηρίωση της ιδεολογικής του συνέπειας, παρά την έντονη παρουσία μιας μεταφυσικής διάστασης στην έκφραση της βιοθεωρίας και της κοσμοθεωρίας του. Η Χριστίνα Ντουνιά καταγράφει την περιπετειώδη πορεία της κριτικής απέναντι στον αριστερό ποιητή Ρίτσο, χωρίζοντάς τη σε τρεις, κυρίως, περιόδους, που είναι: α) η υποδοχή της ποίησής του τη δεκαετία του '30, β) από την Κατοχή ώς το τέλος του Εμφυλίου και γ) από το 1956 στη δεκαετία του '60, οπότε και ανοίγει ο δρόμος προς την επανεκτίμηση.

Ο θεματικός άξονας της τρίτης ενότητας («Η ποιητική του Γιάννη Ρίτσου») παρέσχε στους εισηγητές προσφορότερο έδαφος για την επισήμανση και τον καλύτερο φωτισμό τής λιγότερο προβεβλημένης πλευράς της ποίησης του Ρίτσου· αυτής που σφυρηλατήθηκε από την υπαρξιακή, μεταφυσική και ποιητικά δραστική αγωνία του και που όχι μόνο ενισχύει τη δυνατότητα για μιαν επαναπροσέγγιση και επανεξέταση του έργου του -ακόμα κι αυτού που γράφτηκε υπό την πίεση «ιστορικοπολιτικών υστεροβουλιών»-, αλλά και συμβάλλει στη διαχρονικότητά του. Ετσι, η Ρούλα Κακλαμανάκη αναφέρεται στον μεταφυσικό Ρίτσο και ψηλαφεί στην ποίησή του τον υπαρξιακό τρόμο, την απελπισία και την αίσθηση της ματαιότητας. Η Ελλη Φιλοκύπρου μιλάει για μια ποιητική που ζυμώνεται με υλικά της ιδέας και της τραγικά υπαρξιακής αμφισβήτησής της. Ο Αλέξανδρος Αργυρίου αναζητά και εντοπίζει στον πρώιμο και στον όψιμο θεωρητικό λόγο του Ρίτσου -συγκεκριμένα στις αναφορές του σε ξένους ομοτέχνους του- φανερές ή σιωπηρές παρεκκλίσεις από τις δογματικές θέσεις, που απαιτούσαν τα έργα να κρίνονται από τις ιδέες τους. Ο Δημήτρης Κόκορης αναφέρεται στις συμπυκνωμένες εκδοχές ποιητικής στα ποιήματα των Μαρτυριών, εξαίροντας τον τρόπο με τον οποίο ταπεινά, καθημερινά αντικείμενα μετατρέπονται σε οχήματα υψηλόβαθμης συγκινησιακής δυναμικής, ενώ ο Ερατοσθένης Καψωμένος επισημαίνει την ανάγκη μιας επανεξέτασης του έργου του Ρίτσου, έξω από τα όποια ιδεολογικά και πολιτικά στερεότυπα, προκειμένου να προκύψουν διαυγέστερα τα στοιχεία στα οποία έγκειται ο πρωτοποριακός χαρακτήρας της ποίησης και της ποιητικής του.

Ολες οι εισηγήσεις -αν όχι όλες, πάντως οι συντριπτικά περισσότερες, ακόμη κι αυτές της τέταρτης ενότητας, που αναφέρονται στη σχέση του ποιητή με τον έξω κόσμο («τι βλέπουν οι άλλοι [οι ξένοι] στο έργο του, πώς το διαβάζουν και ποιοι, πώς το μιλούν στη γλώσσα τους»)- απαντούν στο καίριο ερώτημα πώς μπορεί να διαβάζεται σήμερα μια ποίηση που, όπως αυτή του Ρίτσου, άλλοτε ακούστηκε σαν εμβατήριο των καιρών και υψώθηκε σαν ιδεολογικό λάβαρο και άλλοτε βυθίστηκε στα έγκατα της υπαρξιακής αγωνίας, εκφράζοντας τον άλλοτε οδυνηρό και άλλοτε ευφρόσυνο αγώνα του ποιητή να κρατήσει καθαρό το πρόσωπό του -έστω και μέσα από προσωπεία- και αμόλυντη την ψυχή του. Ολες ή σχεδόν όλες οι εισηγήσεις αναζητούν ψήγματα σιωπής, νοήματα και χειρονομίες για μιαν «άλλη» επικοινωνία. Είναι φιλολογικότερες και στρέφονται προς τη χαμηλόφωνη ποίησή του, αναγνωρίζοντας ότι «η ησυχία είναι γονιμότερη από τον θόρυβο», προτείνοντας μιαν ανάγνωση με κριτήρια λογοτεχνικά και όχι ιδεολογικά, αφού, όπως λέει ο Παντελής Μπουκάλας, μια «προσεχτικότερη ανάγνωση της ποίησής του (του Ρίτσου) θα μας οδηγούσε στην ανακάλυψη ότι ούτε μονοφωνικά επικός υπήρξε ούτε αράγιστος: η ρητορική της αισιοδοξίας δεν αναίρεσε ποτέ τον ενδιάθετο καρυωτακισμό του».

  • **Χρήστος Τριανταφύλλου, Ο ορκωτός λογιστής. Πίνακας εξωφύλλου: Τριαντάφυλλος Τριανταφύλλου, εκδόσεις Γαβριηλίδη, σ. 126, 9 ευρώ

Ο Χρήστος Τριανταφύλλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1991. Είναι φοιτητής του Τμήματος Ιστορίας - Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρώτη του εκδοτική εμφάνιση το 2007, δεκαεξάχρονος μαθητής Λυκείου τότε, με τη συλλογή Το κρέας (Γαβριηλίδης).

Τι υποτίθεται ότι συμβαίνει στο βιβλίο; Μα, ο ισολογισμός της καθημερινότητας, το ισοζύγιο πληρωμών της πραγματικότητας και ο υπολογισμός εξόδων της πολιτικής. Επιπλέον, κατατίθενται φορολογικές δηλώσεις άκρατης μεταφυσικής, ανεπίτρεπτης ιστορικής αναδρομής και ευχάριστης αμπελοφιλοσοφίας. Ταυτόχρονα, συντάσσονται συμβόλαια λαϊκισμού, μεσσιανισμού και ευθυνοφοβίας, καθώς και εταιρικά πακέτα πατριδοκαπηλίας, ψευδοαυθεντίας και άμυαλης καταστροφής. Τέλος, δίδονται εγγυητικές επιστολές κινηματογραφικής μιζέριας, φαιδρής συμβατικότητας και ασυγχώρητου κυνισμού. Ολα γίνονται. Αλλά πάντα με στυλ.

Σ.Γ.

No comments: