250.000 αντίτυπα πουλάει τον χρόνο ο «Φύλακας στη σίκαλη»Ο Τζ. Ντ. Σάλιντζερ γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη την Πρωτοχρονιά του 1919, από πατέρα Πολωνοεβραίο έμπορο και από μητέρα μισή Σκοτσέζα και μισή Ιρλανδή.
Το βιβλίο, που εκτίναξε τη φήμη του εντός της Αμερικής και τον έκανε γνωστό παγκοσμίως, ήταν το μυθιστόρημα «Ο φύλακας στη σίκαλη» (1951). Μεταφράστηκε στα ελληνικά από την ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη («Επίκουρος», 1978). Ο κεντρικός ήρωάς του, ο έφηβος Χόλντεν Κόλφιλντ, συνόψιζε τη βίαια έκφραση της γενιάς του '50 και έγινε το «ευαγγέλιο» της αμφισβητησιακής γενιάς των μπίτνικ.
Από την πρώτη ημέρα της έκδοσής του, ο «Φύλακας στη σίκαλη» έγινε το απόλυτο και διαχρονικό αμερικανικό μπεστ σέλερ -έκτοτε πουλάει ετησίως 250.000 αντίτυπα- ενώ ο Χόλντεν Κόλφιλντ χαρακτηρίστηκε ο νέος Χοκ Φιν. Ο συγγραφέας του, όμως, από την πρώτη κιόλας στιγμή έδειξε την αποστροφή του στην αναπάντεχη επιτυχία: «Μου 'ρχεται να κάνω εμετό, δεν μπορώ να βλέπω τη φωτογραφία μου στο εξώφυλλο του βιβλίου!», είχε δηλώσει.
Η υψηλή δημοσιότητά του αντί να τον ιντριγκάρει, τον καταρράκωσε ψυχολογικά, με αποτέλεσμα να αναζητήσει την άμυνά του. Το 1953, σε ηλικία μόλις 34 ετών, εγκατέλειψε το Μανχάταν και αποσύρθηκε σ' ένα κτήμα 90 εκταρίων στους λόφους του Κόρνις του Νιου Χαμσάιρ.
Η τελευταία του εκδοτική εμφάνιση έγινε στο περιοδικό «The New Yorker» με την επιστολική νουβέλα «Hapworth 16, 1924» (19 Ιουνίου 1965). Την τελευταία του συνέντευξη την έδωσε το 1980 στην εφημερίδα «Boston Sunday Globe». Είχε δηλώσει ανάμεσα σε άλλα: «Σας διαβεβαιώνω ότι αγαπώ το γράψιμο και συνεχίζω να γράφω τακτικά. Αλλά για μένα και θέλω να με αφήσουν ήσυχο».
Οι πρώτες συγγραφικές του ανησυχίες, που βρήκαν την έκφρασή τους σε μικρές ιστορίες, έχουν την αφετηρία τους την εποχή που ήταν ακόμη γυμνασιόπαις, στο Μανχάταν, αρχές της δεκαετίας του '40. Την πρώτη εμφάνισή του την έκανε στο περιοδικό «The New Yorker», το 1948, με την ιστορία «Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα» (εκδόσεις Γράμματα). Εκτοτε, το εν λόγω περιοδικό θα αποτελέσει τη μόνιμη συγγραφική του στέγη.
Τον ήρωα της «Ιδανικής μέρας» Σέιμουρ Γκλας θα τον ξαναβρούμε στα άλλα δύο μυθιστορήματα που εξέδωσε: «Φράνι και Ζούι» του 1961 (μτφρ. Κώστας Αλάτσης, «Επίκουρος») και «Ψηλά σηκώστε τη σκεπή - Σέιμουρ» (εκδόσεις Γράμματα) του 1963.
Οταν τον Ιούλιο του 1951 είχε ερωτηθεί από τον εκδότη του «New Yorker» και φίλο του Γουίλιαμ Μάξγουελ, ποιοι συγγραφείς τον επηρέασαν, είχε δώσει μία όχι ευκατοφρόνητη λίστα: Κάφκα, Φλομπέρ, Τολστόι, Τσέχοφ, Ντοστογιέφκσι, Προυστ, Ο' Κέιζι, Ρίλκε, Λόρκα, Κιτς, Ρεμπό, Μπερνς, Μπροντέ, Οστεν, Χένρι Τζέιμς, Μπλέικ, Κόλεριτζ. Από τους ζώντες δεν έκρυβε τον θαυμασμό του για τον Σέργουντ Αντερσον, ενώ προσπαθούσε να αποσιωπήσει ότι για ένα διάστημα αισθανόταν -σύμφωνα με τον βιογράφο του Ιαν Χάμιλτον- διάδοχος του Σκοτ Φιτζέραλντ (1896 - 1940).
Ο κατάλογος αυτών που επηρέασε δεν έχει τέλος: Σίλβια Πλαθ, Τζον Απντάικ, Φίλιπ Ροθ, Χαρούκι Μουρακάμι, Τομ Ρόμπινς.
Είχε έντονο το θρησκευτικό στοιχείο από τα νεανικά του χρόνια, ώσπου στα 1952 στράφηκε στο βουδιστικό ζεν. Συνδέθηκε με τον Σρι Ραμακρίσναμ μέσω του οποίου ασπάστηκε τον αντβάιντα βεντάντα βουδισμό. Εξακολούθησε να ζει υπό τη σκέπη του μυστικισμού, ακόμη κι όταν εγκατέλειψε τις ιερές γραφές των Ινδών. Εφθασε μάλιστα να ασχοληθεί και με την «Dianetics», πρόδρομο της σαϊεντολογίας.
* Είπε όχι σε Καζάν, Στίβεν Σπίλμπεργκ και Τέρενς Μάλικ που ζητούσαν να κάνουν τον «Φύλακα στη σίκαλη» παράσταση ο πρώτος, ταινίες οι άλλοι.
* «Οπλισε» το χέρι του Μαρκ Τσάπμαν, δολοφόνου του Τζον Λένον. Οταν τον ρώτησαν γιατί, είπε: «Η απάντηση βρίσκεται στις σελίδες του "Φύλακα στη σίκαλη"».
- Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010
Friday, January 29, 2010
Το ευαγγέλιο των επαναστατημένων εφήβων
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment