Γράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, ΤΑ ΝΕΑ, 16/01/2010
Παραμονή Χριστουγέννων, η Εύα πηγαίνει με τον άνδρα της σ΄ ένα πάρτι, που γίνεται σ΄ ένα κλαμπ στου Ψυρρή. Ο γάμος τους έχει αρχίσει από καιρό να ραγίζει. Πιο πρόσφατο ράγισμα ο καβγάς τους λίγες ώρες πριν, επειδή η Εύα σήκωσε λεφτά από τον κοινό λογαριασμό τους για να μπορέσει να μεταφέρει τον άρρωστο πατέρα της από το νοσοκομείο σ΄ έναν οίκο ευγηρίας. Στο πάρτι η Εύα βλέπει γύρω της υπέροχα ζουζούνια με χρυσό καύκαλο, ερωτοτροπεί στις τουαλέτες μ΄ έναν νεαρό συγγραφέα, στον οποίο δίνει το νούμερο του κινητού της, βλέπει να καταρρέει μπροστά της ένας πληβείος που είχε τρυπώσει στο κλαμπ με την παρέα του για να γεμίσουν τις τσέπες τους με φαγητά, φεύγει από το κλαμπ μόνη κι ελαφρώς πιωμένη (ή φτιαγμένη), χάνεται στα σοκάκια, γνωρίζει μια τροτέζα και τη φίλη της, τις ακολουθεί σ΄ ένα δωμάτιο ενός άθλιου ξενοδοχείου, κάθεται εκεί μαζί τους και με δύο άνδρες, από τους οποίους ο ένας είναι πορτοφολάς, ακούει τις παράξενες ιστορίες του, περιμένει μάταια να έρθει ο νεαρός συγγραφέας στο ραντεβού που της έδωσε, φεύγει από το ξενοδοχείο, τηλεφωνεί στη στενότερη φίλη της και της ζητάει να τη δει επειγόντως, τη συναντάει- ξημερώματα πια- σε μια καφετέρια κάπου πέρα από το Χίλτον, προσπαθεί να της μιλήσει γι΄ αυτό που της συμβαίνει, αλλά δεν μπορεί ούτε βρίσκει ενθάρρυνση, και τελικά γυρίζει στο σπίτι της, με τη βεβαιότητα ότι «τώρα ήξερε τι έπρεπε να κάνει». Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία που ειρωνεύεται το πνεύμα των Χριστουγέννων; Μια underground παραλλαγή της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων; Μια σύγχρονη εκδοχή του «πειρασμού της Εύας»; Πιθανόν όλα αυτά μαζί. Προπαντός, όμως, το καινούργιο μυθιστόρημα της ΄Ερσης Σωτηροπούλου θυμίζει την Ονειρική νουβέλα του Σνίτσλερ, ιδιαίτερα την κινηματογραφική διασκευή της από τον Κι ούμπρικ, το Μάτια ερμητικά κλειστά. Υπάρχει κι εδώ στην αρχή ένα γκλαμουράτο χριστουγεννιάτικο πάρτι. Υπάρχει κι εδώ ένας γάμος σε λανθάνουσα κρίση. Κι εδώ επίσης ο ένας σύζυγος περιπλανιέται τη νύχτα σ΄ έναν αλλόκοτο, νοσηρά δελεαστικό κόσμο, γεμάτο προκλήσεις που ενεργοποιούν ανομολόγητες επιθυμίες του. Όπως και στην ταινία, μισοαφήνεται σ΄ αυτές και μισοαντιστέκεται. Και υπάρχει, επιπλέον, ένα παρόμοια ανοιχτό, διφορούμενο τέλος σε ό, τι αφορά το μέλλον της συζυγικής σχέσης, παρόλο που εδώ το τέλος αυτό είναι ακόμα πιο σκοτεινό απ΄ ό, τι στην ταινία ή στη νουβέλα, αν δεν είναι μάλιστα δυσοίωνο.
Άπαξ και αντιληφθούμε την ομοιότητα (υπερβολικά έντονη και συνεχή άλλωστε για να μη την προσέξουμε), τίθεται το ερώτημα αν έχουμε να κάνουμε απλώς με μια προσαρμογή του λογοτεχνικού ή του κινηματογραφικού πρότυπου στα καθ΄ ημάς, κάτι δηλαδή σαν λογοτεχνικό παιχνίδι, ή αν η Σωτηροπούλου μάς λέει κάτι διαφορετικό. Οπωσδήποτε το μοτίβο ενός σχεδόν ονειρικού, αλλόκοτου, παραβατικού εξωτερικού κόσμου, ο οποίος λειτουργεί ως προβολή ενός ταραγμένου υποσυνείδητου, είναι πολύ προσφιλές σ΄ αυτή τη συγγραφέα. Το κλίμα της Ονειρικής νουβέλας ή του Μάτια ερμητικά κλειστά τής ταιριάζει γάντι! Και οι σκηνές από την παρακμιακή Βιέννη της δεκαετίας του 1920 στη νουβέλα ή από την όχι λιγότερο παρακμιακή (αλλά περισσότερο έκλυτη) Νέα Υόρκη του lifestyle στην ταινία βρίσκουν ένα προσφυές αντίστοιχο στη νυχτερινή περιπλάνηση της Εύας ανάμεσα στο συβαριτικό πάρτι και τους δρόμους με τις πόρνες και τους τραβεστί κάτω από την Αθηνάς. Ορισμένες πένθιμες πινελιές φθοράς κι επικείμενης αποσύνθεσης έχουν εδώ μια περισσότερο υπαινικτική, αλλά και περισσότερο απτή μορφή, σχηματίζοντας παράξενα υποβλητικές εικόνες: το ισοδύναμο π.χ. του ΑΙDS, από το οποίο αποκαλύπτεται ότι πάσχει η συμπαθητική νεαρή πόρνη στην ταινία (στη νουβέλα πρόκειται φυσικά για σύφιλη), είναι η ξεκούμπωτη ζαρτιέρα της τροτέζας, που κρέμεται ανάμεσα στα μπούτια της.
Υπάρχει όμως διαφορά προοπτικής; Υπάρχει. Τόσο στη νουβέλα του Σνίτσλερ όσο και στην ταινία του Κιούμπρικ πρωταγωνιστεί ένας ευσυνείδητος αστός με συγκροτημένη προσωπικότητα και συμπαγές ήθος, τυφλός όμως στον εσώτερο εαυτό του και στο έλλειμμα επικοινωνίας με τη γυναίκα του, τα οποία θα του φανερωθούν μ΄ ένα σοκ κατά τη διάρκεια του οδοιπορικού του σ΄ έναν νυχτερινό κόσμο απαγορευμένων ηδονών. Αντίθετα, η Εύα της Σωτηροπούλου είναι εξαρχής μια θραυσματική φιγούρα με σπασμωδικές αντιδράσεις και μόνο μία βεβαιότητα: ότι κάτι δεν πάει καλά με τον γάμο της ή γενικά με τον εαυτό της. Η συνάντησή της με τον ζοφερό κόσμο του περιθωρίου δεν μπορεί να την αποσταθεροποιήσει (αφού δεν υπάρχει εδώ τίποτα ν΄ αποσταθεροποιηθεί) ούτε της αποκαλύπτει κάτι που δεν ξέρει. Ο κόσμος αυτός λειτουργεί απλώς ως μεταφορική εικόνα του εσωτερικού της τοπίου. ΄Οσο δυνατή και αν είναι η λογοτεχνική περιγραφή του, δεν δρα ως καταλύτης, αν και μπορεί η συγγραφέας να ήθελε το αντίθετο.
Στην παραγωγή αυτής της διαφοράς παίζει βέβαια ρόλο και το γεγονός ότι το αφηγηματικά κυρίαρχο πρόσωπο του ζευγαριού είναι εδώ η γυναίκα. Έτσι κι αλλιώς όμως οι χαρακτήρες της Σωτηροπούλου έχουν πάντα ρευστό περίγραμμα και θολό ψυχισμό, απ΄ όπου αναδύονται κάθε τόσο αινιγματικές παρορμήσεις, φευγαλέα αισθήματα και ανεξιχνίαστες εντυπώσεις των αισθήσεων. Τα χιμαιρικά χρυσά ζουζούνια που βλέπει η Εύα στο πάρτι και, λίγο αργότερα, πίσω από τη βιτρίνα ενός κλειστού μαγαζιού ή, πάλι, το φασματικό πράσινο βουνό που υψώνεται ξαφνικά πίσω από τα παράθυρα του νοσοκομείου είναι άραγε μετωνυμίες μιας ανέφικτης ευτυχίας; Η ενοχική ταύτιση της Εύας με τον κλέφτη τον οποίο εμπόδισε κάποτε να διαφύγει με το πορτοφόλι της είναι άραγε μετάθεση των ενοχών της για την ενδεχόμενη αδυναμία της να δώσει κάτι από τον εαυτό της στους άλλους; ΄Η μήπως είναι η υποσυνείδητη επιθυμία της ν΄ απαλλαγεί από κάτι, από έναν τρόπο ύπαρξης που την αφήνει άδεια; Κι εκείνο το γριφώδες τέλος- τι ήξερε η Εύα ότι έπρεπε να κάνει γυρίζοντας στο σπίτι της, όταν έχουν μόλις προηγηθεί κάποιες περίεργες αναφορές σ΄ ένα σκυλί που γκρεμίστηκε ή το γκρέμισαν παλιά κάποιοι στον ακάλυπτο από τον εξώστη του διαμερίσματός της;
Μόνον υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε, όχι να μαντέψουμε. Η Εύα, όπως σχεδόν πάντα οι χαρακτήρες της Σωτηροπούλου, μένει ώς την τελευταία στιγμή απόλυτα αδιαφανής. Το περιστατικό στο κοσμικό πάρτι με την κατάρρευση (και πιθανώς τον θάνατο) του πεινασμένου παρείσακτου αναστατώνει ξαφνικά το κλίμα ξέφρενου και αναίσθητου ευδαιμονισμού. Και αυτό επίσης το επεισόδιο έχει το αντίστοιχό του στο Μάτια ερμητικά κλειστά, με το «τιναγμένο» από υπερβολική δόση κολ γκερλ. Εδώ όμως είναι πολύ πιο δραματικό και παραπέμπει σε μια ακραία κοινωνική δυστυχία «εκεί έξω». Μόνο που η Σωτηροπούλου δεν παρακολουθεί ούτε ξαναπιάνει αυτό το νήμα και θα ήταν παράξενο αν το έκανε, με δεδομένη τη συγγραφική ιδιοσυγκρασία της. Είναι και αυτό το συμβάν μια από τις πολλές αλλόκοτες σκηνές και καταστάσεις που ζει η Εύα τη νύχτα των Χριστουγέννων και που εγγράφονται στη συνείδησή της παρατακτικά, χωρίς τάση (ή δυνατότητα) συναισθηματικής επεξεργασίας από τη μεριά της. Εκείνο που μένει σαν επίγευση από το βιβλίο είναι μια παγερή αίσθηση ακατόρθωτης επικοινωνίας, αποξένωσης και διάλυσης του εαυτού.
Το γνωρίζουμε αυτό από τα προηγούμενα βιβλία της Σωτηροπούλου. Όπως επίσης έχουμε συνεπαρθεί επανειλημμένα από τη σκοτεινή σαγήνη των εικόνων της φαντασίας της. Αρκούν όμως αυτά;
Saturday, January 16, 2010
Ανταύγειες σε μια σκοτεινή βιτρίνα
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment