Αντρες και γυναίκες που ρημάζουν σε έναν αλλότριο τόπο. Η ποιητική του Κακού σ' ένα βιβλίο το οποίο δεν αποφεύγει την εγκεφαλικότητα. Σωτήρης Δημητρίου «Τα ζύγια του προσώπου».
Την πεζογραφία του Σωτήρη Δημητρίου στοιχειώνουν δύο ομάδες προσώπων ή χαρακτήρων: οι πάσης λογής μετανάστες (ξένοι, Βορειοηπειρώτες, μεθοριακοί), που αγωνίζονται με ό,τι διαθέτουν για να ενταχθούν σε μια κοινότητα ανίκανη να ξεχάσει τη διαφορετικότητά τους, και οι ποικιλοτρόπως παρεμποδισμένοι (φτωχοί, χωλοί, μουγγοί, σαλεμένοι), που προσπαθούν να είναι μέσα σ' όλα, όχι για να επιβληθούν αλλά για να υπερασπιστούν όπως όπως την ιδιαιτερότητά τους.
Και οι μεν και οι δε οδηγούνται με δραματικό τρόπο στην έξοδο και στην ακύρωση: αποβάλλονται από οιοδήποτε σύνολο θα ήταν πιθανόν να τους διασώσει και να τους στεγάσει, αναγκάζοντας τη λογοτεχνία (τη λογοτεχνία τύπου Δημητρίου) να μετατραπεί σε άγρυπνο παρατηρητήριο της βεβηλωμένης ζωής τους.
Συνταιριάζοντας στοιχεία από τις συλλογές διηγημάτων του «Τα οπωροφόρα της Αθήνας» (2005), όπου ο συγγραφέας διεκδικεί χωρίς περιφράσεις την ιδιότητα του παρατηρητή, και «Η φλέβα του λαιμού» (1998), όπου οι άνθρωποι ρημάζονται από τη στρεβλή τους φύση και τη συνακόλουθη ροπή τους προς το Κακό, καθώς και από το μυθιστόρημά του «Τους τα λέει ο θεός» (2002), όπου το «μέσα» και το «έξω» μιας χώρας και μιας κοινωνίας ρευστοποιούνται κατά κόρον, ο Δημητρίου προβάλλει στην καινούρια συλλογή διηγημάτων του, υπό τον τίτλο «Τα ζύγια του προσώπου» (εκδόσεις «Πατάκη»), ολομέτωπη την ποιητική του για τον κόσμο των περιθωριακών και των παραμερισμένων.
Γυναίκες και άντρες ριγμένοι σε αλλότριο τόπο, που χάνουν καθημερινά όλο και μεγαλύτερο μέρος της ταυτότητάς τους, αν τους έχει απομείνει κάποια ταυτότητα, ενήλικα παιδιά με χαλασμένη σεξουαλικότητα, μανάδες που κυνηγούν επί ματαίω τη σκιά τους ή, χειρότερα, υπερβαίνουν καταστροφικά τα οικογενειακά αρχέτυπα, ερωτευμένοι που κάνουν κομμάτια την αγάπη τους, μεσόκοποι που μαγεύονται από μια διεστραμμένη πορνεία, λειψά μυαλά που γίνονται αντικείμενο σαδιστικής κοροϊδίας, επαρχιώτες εγκλωβισμένοι θανάσιμα στον τόπο τους, ανάπηροι που καταναλώνουν με άγρια χαρά την αναπηρία τους, κομμώτριες που επινοούν τον διά βίου έρωτά τους, συγγενείς με αιματηρές επαφές και εραστές πρόθυμοι να διαφθείρουν τα πάντα.
Στο εσωτερικό ενός τέτοιου σύμπαντος η γραφή του Δημητρίου κινείται αποσπασματικά και με υψηλές πυκνώσεις και αφαιρέσεις: κάθε ιστορία του μοιάζει με ένα μισοσβησμένο ίχνος, με μιαν ανολοκλήρωτη μυθολογία, που θα συμπληρωθεί κατά το δοκούν από τον αναγνώστη με βάση τις προσωπικές του παραστάσεις. Η αύρα του Κακού, πάντως, που έχει λειτουργήσει συγκλονιστικά σε προηγούμενα βιβλία του Δημητρίου, δυσκολεύεται τώρα να βγάλει την αλλοτινή της ανατριχίλα, μια και συχνά αποδεικνύεται εγκεφαλική ή κατασκευασμένη, με μια τάση να καπελώνει τη δράση αντί να πεταχτεί από τα σωθικά της.
- ΚΥΡ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Επτά, Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010
Sunday, January 17, 2010
Ζωή βεβηλωμένη
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment