- Μια σημαντική και πρωτότυπη έκθεση λαμβάνει χώρα τις μέρες αυτές στην Τεχνόπολη, στο Γκάζι. Πρόκειται για χειρόγραφα λογοτεχνών, και άλλων δημιουργών, που προέρχονται είτε από το αρχείο του περιοδικού Η λέξη, είτε από το ΕΛΙΑ και άλλες συλλογές. Η έκθεση είναι ο τρόπος που επέλεξε το περιοδικό για να γιορτάσει τα 200 τεύχη του, σε σχεδόν 30 χρόνια κυκλοφορίας.
Δεν είναι μόνο το συνολικό ύφος του περιοδικού, ακόμα και η τυπογραφική του εμφάνιση, που συνάδει με αυτό τον τρόπο εορτασμού των δύο στιγμών της πορείας του, αλλά και η αντίληψη που το διαπερνά: τα κείμενα, τα γραπτά, η υλικότητα, η σωματικότητα του λόγου όλων των σημαντικών δημιουργών των τριών τελευταίων δεκαετιών αποτυπώθηκε στις σελίδες του, και το περιοδικό τον υποδέχθηκε με έναν τρόπο που τιμούσε την παρουσία τους, που τόνιζε το ίχνος της διαδρομής τους, πνευματικό και ανθρώπινο. Για παράδειγμα, είναι χαρακτηριστικό ότι όλα τα κείμενα της Λέξης υπογράφονται ιδιοχείρως από τους συγγραφείς τους.
Δημοσιεύουμε την ομιλία στα εγκαίνια της έκθεσης του συνδιευθυντή του περιοδικού, ποιητή Αντώνη Φωστιέρη.
Η έκθεση στην Τεχνόπολι (Πειραιώς 100, Γκάζι) θα διαρκέσει μέχρι τις 14 Νοεμβρίου (ώρες λειτουργίας 10:00-22:00)
Κ.Β.
ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΦΩΣΤΙΕΡΗ
«Τα γραπτά μένουν», επιμένει, με δέλεαρ την ποθητή αθανασία και με αξιώσεις κανόνα, το γνωστό λατινικό ρητό -έναν κανόνα όμως που οι άπειρες εξαιρέσεις του μάλλον επιβεβαιώνουν την εξαίρεση, καθώς χιλιάδες, εκατομμύρια φύλλα χειρόγραφου και τυπωμένου χαρτιού έχουν πετάξει διαπαντός στον ουρανό της λήθης, ενώ πολλά από τα πτερόεντα της προφορικότητας εγγράφονται ανεξίτηλα στην προσωπική και στη συλλογική μας μνήμη.
Η έκθεση, που εγκαινιάζεται απόψε και την οποία ασμένως και τιμητικά δεξιώνεται ο Δήμος και η «Τεχνόπολις» του Δήμου Αθηναίων, έχει ως αφορμή την έκδοση του 200ού τεύχους της ΛΕΞΗΣ, αλλά και τη συμπλήρωση μιας περίπου 30ετίας αδιάλειπτης κυκλοφορίας της. Η αρχική πρόθεση ήταν να συναχθούν και να εκτεθούν πρωτότυπα χειρόγραφα συνεργασιών, ποίησης και πεζογραφίας, από τα 200 αυτά τεύχη. Καθώς μάλιστα η ΛΕΞΗ υπήρξε εξαρχής βήμα ανοιχτό και ανεξίθρησκο, το φάσμα -ακόμα και με κριτήριο αριθμητικό - θα ήταν ευρύτατο, σχεδόν πανοραμικό.
Από τα αρχικά στάδια της προετοιμασίας φάνηκε πόσο ενδιαφέρουσα ήταν αυτή η συναγωγή, πώς μέσα από τα χειρόγραφα ζωντάνευε με τρόπο άμεσο, κυριολεκτικά απτό, η ιστορία της νεότερης και νεότατης ελληνικής λογοτεχνίας. Κι επειδή παρόμοιες ευκαιρίες είναι πραγματικά σπάνιες, η αμέσως επόμενη σκέψη ήταν να διευρυνθεί αυτή η συλλογή - να διευρυνθεί και χρονικά, ανατρέχοντας σε χρόνο παρελθόντα, πολύ πριν την έκδοση του περιοδικού, αλλά και ως προς τους χώρους που θα κάλυπτε.
Να μην αφορά δηλαδή αποκλειστικά σε συγγραφείς και ποιητές, αλλά και σε προσωπικότητες από άλλους τομείς των Γραμμάτων και της Τέχνης, δημιουργούς και παράγοντες του ευρύτερου ελληνικού πολιτισμού, από τις αρχές του 20ού αιώνα (ή μάλλον από τα τέλη του 19ου) μέχρι σήμερα, από τον Καβάφη, τον Παλαμά και τον Παπαδιαμάντη ως τα νεότερα παιδιά που παίρνουν στα χέρια τους σήμερα τη σκυτάλη.
Με αυτό πλέον το σκεπτικό, δεν περιοριστήκαμε στο αρχείο της ΛΕΞΗΣ, αλλά απευθυνθήκαμε και σε φίλους συλλέκτες, που με προθυμία δάνεισαν, για την πληρότητα της έκθεσης, πολύτιμα χειρόγραφα - και τους ευχαριστούμε θερμά γι' αυτό: το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο και τον Μάνο Χαριτάτο, το Θεατρικό Μουσείο, το Σπουδαστήριο Τ. Σινόπουλου, τον Γιώργο Ζεβελάκη, τον Διονύση Φωτόπουλο, τον Θανάση Δημακαράκο, καθώς και οικείους, φίλους και συγγενείς των ίδιων των δημιουργών.
Αυτονόητο είναι βέβαια ότι σκοπός αυτής της συγκομιδής δεν ήταν επ' ουδενί η κάλυψη ό λ ω ν των ονομάτων που θα μπορούσαν και θα άξιζε να περιλαμβάνονται σε μια τέτοια έκθεση. Τα ονόματα είναι ενδεικτικά, αντιπροσωπευτικά περιόδων και περιοχών της Τέχνης, ρευμάτων και τάσεων, προθέσεων και αποτελεσμάτων. Τα συγκεκριμένα ονόματα αποτελούν σημεία, μικρές ή μεγάλες τελείες, που αν τις ενώσεις μεταξύ τους θα σχηματιστεί, κατά προσέγγιση έστω, το περίγραμμα του πνευματικού μας τοπίου, που μέσα του περιέχονται εκατοντάδες άλλα εξέχοντα πρόσωπα και έργα.
Τα χειρόγραφα που εκτίθενται είναι συνολικά 230 (μία σελίδα από τον καθένα, μαζί με το φωτογραφικό του πορτραίτο), τοποθετημένα σε απόλυτη αλφαβητική σειρά.
Όμως, γιατί μια έκθεση χειρογράφων; Σε τι διαφέρει το χειρόγραφο από το δακτυλόγραφο, από την εκτύπωση του υπολογιστή, από τη σελίδα του βιβλίου ή του περιοδικού; Το περιεχόμενο δεν είναι παντού το ίδιο, το «σημαινόμενο» -που λένε και οι σημειολόγοι- δεν είναι ένα και το αυτό;
Ακόμα και αν το περιεχόμενο είναι αυτούσιο, ακόμα και αν οι λέξεις ως λέξεις δεν παραλλάσσουν καθόλου, το «σημαίνον», η έκφραση δηλαδή και η αποτύπωση του περιεχομένου, πιστεύουμε ότι διαφέρει ουσιωδώς. Η ίδια ακριβώς πρόταση έχει άλλη απόχρωση και άλλη νοητική ή συναισθηματική υποδοχή στην προφορική της εκδοχή, άλλη στη χειρόγραφη, άλλη στην τυπωμένη. Είναι εντελώς διαφορετικό το συγκινησιακό αποτύπωμα που αφήνει μέσα μας η επαφή με το χειρόγραφο της γνωστής «Θεσσαλονίκης» του Παλαμά, λογουχάρη, του «Μισολογγιού» του Μαλακάση ή της «Λήθης» του Μαβίλη, απ' ό,τι η ανάγνωσή τους σε μιαν ανθολογία. Όπως, απ' την καθημερινή μας εμπειρία, ξέρουμε όλοι τί θερμότητα εκπέμπει το χειρόγραφο γράμμα που λαβαίνουμε και, αντίθετα, τί ψυχολογικές αποστάσεις ορίζει αυτόματα, τί ψυχρό αέρα τυπικότητας αποπνέει μια επιστολή γραμμένη στο κομπιούτερ.
«Το πιο πολύτιμο, η μορφή του», λέει ένας στίχος του Καβάφη. Και αν οι φωτογραφίες που συνοδεύουν τα χειρόγραφα μας φανερώνουν (ή μας θυμίζουν) την ξεχωριστή φυσιογνωμία του κάθε δημιουργού, τα χειρόγραφα αποτυπώνουν την ξεχωριστή μορφή της γραφής τους, τον γραφικό χαρακτήρα - δακτυλικό αποτύπωμα και σφραγίδα ατομική, ιδιοπροσωπία και ύφος, ύφος που κατά τον Buffon είναι ο ίδιος ο άνθρωπος.
Τα περισσότερα χειρόγραφα είναι η καθαρογραμμένη, τελική εκδοχή ενός ποιήματος ή αποσπάσματος ενός πεζού. Μερικά είναι επιστολές ή κάρτες που απευθύνονται σε ομοτέχνους και άλλα είναι σπαράγματα από κάποιο πρώιμο στάδιο γραφής, με μουντζούρες, διορθώσεις, διαγραφές κι επανεγγραφές, ένα παλίμψηστο που καθρεφτίζει την προσπάθεια για την τελείωση του κειμένου, για την προσέγγιση ενός στόχου, τόσο συγκεκριμένου και ταυτόχρονα τόσο ασαφούς. Η γραμμένη σελίδα είναι, στην πραγματικότητα, ένα πεδίο μάχης, όπου αναμετρήθηκαν το πραγματικό με το φανταστικό, το ορατό με το αόρατο, το ρητό με το άρρητο - και όπου η έκβαση της μάχης μένει πάντα ανοιχτή και αμφίρροπη.
Το μολύβι, η πέννα, το στιλό και το λευκό χαρτί είναι οι επαρκείς πρώτες ύλες για τη γραφή (ύλες κοινές και ευτελούς αξίας), όταν για όλες τις άλλες τέχνες χρειάζονται μπογιές και τελάρα, μάρμαρα, μπρούντζοι κι εργαλεία, μουσικά όργανα και θεατρικές σκηνές, ομάδες, συνεργάτες και παραγωγοί. Το γράψιμο είναι η πιο προσιτή, αλλά και η πιο μοναχική καλλιτεχνική δραστηριότητα. Το χειρόγραφο είναι ένα διαφορετικό κάθε φορά ιδεόγραμμα, ένα οιονεί εικαστικό σχέδιο που χειρονομιακά αποτυπώνει τους ψυχικούς κυματισμούς, τους ασθματικούς ή τους αργούς ρυθμούς της έμπνευσης, την αισθητική, την αγωνία αλλά και την άμεση σωματική σχέση με τον γράφοντα.
Μπορεί να 'χουν περάσει δεκάδες χρόνια, όμως πάνω στην ιδιόγραφη σελίδα νιώθεις πάντα, ζεστό ακόμα, το χέρι του δημιουργού της, τον παλμό και την ανάσα του ζωντανού προσώπου που ήλθε σε άμεση επαφή με το ένα και μοναδικό πρωτότυπο του έργου, πριν αυτό αναπαραχθεί σε εκατοντάδες ή χιλιάδες μεταγραμμένα αντίτυπα. Όπως όταν αντικρίζεις εκ του σύνεγγυς την Τζοκόντα, την Γκουέρνικα ή την Ταφή του κόμητα Οργκάθ, έργα που ήδη τα γνώριζες από τις άπειρες αναπαραγωγές τους, όμως είναι σα να τα βλέπεις για πρώτη φορά, σα να βγήκαν μόλις από το εργαστήριο και να μυρίζει, νωπό πάντα, το λάδι από το χρώμα τους.
Μέσα από χειρόγραφα, και πάνω σε παπύρους, περγαμηνές και χειροποίητα χαρτιά, με αλλεπάλληλες αντιγραφές αιώνων, σώθηκαν τα μεγάλα έργα του παρελθόντος. Από σιωπηλούς αντιγραφείς που στο κελί της μόνωσής τους έκαναν δικά τους, με τη γραφίδα και το χέρι τους, τα ξένα έργα, για να τα παραδώσουν στους επόμενους. Αλλά μήπως, αντίστροφα, ο συγγραφέας δεν είναι κι αυτός ένα είδος αντιγραφέα, που στη δική του μόνωση, προσπαθεί εναγωνίως να «αντιγράψει» κομμάτια ολόκληρα από το μεγάλο, πρωτότυπο βιβλίο του σύμπαντος και της ύπαρξης, της φαντασίας και της εμπειρίας, κάνοντας δικά του, οικειοποιούμενος, προς ίδιον όφελος, κοινά αισθήματα και κοινές ιδέες;
Και μήπως, από μιαν άλλη σκοπιά, ο συγγραφέας δεν είναι ταυτόχρονα αναγνώστης -ίσως μάλιστα περισσότερο αναγνώστης παρά συγγραφέας-, καθώς το χειρόγραφό του στοιχειοθετεί και προβάλλει, λίγο λίγο, έναν εαυτό που ο ίδιος δεν γνωρίζει εκ των προτέρων, αλλά τον «διαβάζει» σχεδόν συλλαβιστά, τον βλέπει να αναδύεται μέσα από το χαρτί, σαν θολή σκιά σε καθρέφτη, που σιγά σιγά αποκτά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά; Ή, πάλι, πόσες φορές ο αναγνώστης, με τη σειρά του, δεν υποκαθιστά τον συγγραφέα, σημειώνοντας στα περιθώρια των βιβλίων, σχολιάζοντας και προεκτείνοντας μια σκέψη, απορρίπτοντας ή διορθώνοντας μιαν άλλη, συνομιλώντας σιωπηρά με το κείμενο;
Σήμερα βρισκόμαστε στο τέλος μιας εποχής και οπωσδήποτε στην αρχή μιας άλλης: το χειρόγραφο, ως είδος, τείνει να εκλείψει, αν δεν πνέει ήδη τα λοίσθια. Όπως έχει σχεδόν εκλείψει η αλληλογραφία - η φιλική, εθιμοτυπική ή επαγγελματική αλληλογραφία, αλλά και η λογοτεχνική/φιλολογική. Όταν το 1986 θελήσαμε να εκδώσουμε ένα τεύχος της ΛΕΞΗΣ αφιερωμένο ολόκληρο στην Αλληλογραφία, το υλικό που βρήκαμε ήταν πραγματικά συγκλονιστικό. Ένα μελλοντικό ανάλογο αφιέρωμα δεν ξέρω πού θα μπορούσε να στηριχτεί - εκτός κι αν διασώζονται με κάποιο τρόπο τα email και τα SMS που ανταλλάσσονται.
Αναδιφώντας τώρα με τον Θανάση Νιάρχο, για τις ανάγκες της έκθεσης, στο αρχείο της ΛΕΞΗΣ, μείναμε έκπληκτοι για ένα φαινόμενο που δεν είχαμε συνειδητοποιήσει την έκτασή του, καθώς εξελίχθηκε ανεπαισθήτως μέσα στα χρόνια: το πρώτο διάστημα, τη δεκαετία ας πούμε του '80, οι χειρόγραφες συνεργασίες για το περιοδικό ήταν σαφώς η πλειοψηφία, και λίγες μόνο οι δακτυλόγραφες. Μετά, σιγά-σιγά πλήθυναν οι δακτυλόγραφες και τα τελευταία χρόνια περιττόν ειπείν ότι η μερίδα του λέοντος ανήκει στο κομπιούτερ, με δισκέτες αρχικά, με CD και USB στη συνέχεια.
Έτσι ή αλλιώς, τα υλικά και τα μέσα της γραφής ουδόλως συνάπτονται με την αξία των κειμένων. Άπειρα ασήμαντα έργα έχουν γεννηθεί ως χειρόγραφα, όπως άπειρα σημαντικά γεννιούνται σήμερα στα μαιευτήρια των υπολογιστών. Και με τη σημερινή έκθεση, δεν κάνουμε μνημόσυνο του χειρογράφου, ούτε, πολλώ μάλλον, δαιμονοποιούμε τις τεχνικές εξελίξεις στον χώρο της γραφής.
Η συγκίνηση που νιώθουμε δεν είναι η συγκίνηση του φετιχιστή για το υλικό αντικείμενο του ενδιαφέροντός του, ούτε του γραφολόγου για πιθανές ψυχολογικές και χαρακτηρολογικές αναγωγές. Είναι η συγκίνηση και η νοσταλγία που μας γεννάει η επαφή με όλα τούτα τα έργα των χειρών τόσων διακεκριμένων δημιουργών - πολλοί από τους οποίους βρίσκονται απόψε εδώ, μαζί μας. Πρόκειται για μια νοσταλγία που αφορά οπωσδήποτε στο παρελθόν, αλλά και μια πρωθύστερη νοσταλγία που μπορούμε να την εικάσουμε από τώρα, ή μάλλον να την αισθανθούμε ατόφια, σίγουροι για τον τρόπο με τον οποίο θα αναπολούμε στο μέλλον τόσο τα έργα που παράγονται σήμερα πλάι μας, όσο και τα πρόσωπα που τα παράγουν.
- Η ΑΥΓΗ: 08/11/2009
Sunday, November 8, 2009
Scripta manent
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment