Saturday, November 21, 2009

Θα την ξανάβρει στους μπαξέδες...


Μοιάζει παράδοξο το ότι σ΄ ένα βιβλίο με διηγήματα που μιλούν για «τελετές ενηλικίωσης» η εφηβεία πάει χέρι χέρι με τα γερατειά, το σχολείο ή το οικοτροφείο είναι μεσοτοιχία με το ΚΑΠΗ, οι ανθισμένοι κήποι της νιότης σκιάζονται από ρημαγμένα σπίτια-κοιμητήρια ζωντανών νεκρών. Αλλά σ΄ αυτό ακριβώς βρίσκεται η σοφία της σύλληψης του Κώστα Ακρίβου. ΄Οποιος έχει ζήσει αρκετά ξέρει ότι οι εφηβικοί πόθοι ξαναφουντώνουν στις μεγάλες ηλικίες, για να καταλήξουν με απρόβλεπτο τρόπο σε μια δεύτερη «τελετή ενηλικίωσης». Και όποιος έχει ζήσει ακόμα περισσότερο αρχίζει να βλέπει ότι υπάρχει και μια τρίτη, ύστατη τέτοια «τελετή», όταν ο άνθρωπος αποχωρίζεται τις τελευταίες ωραίες αυταπάτες της ζωής του κι ετοιμάζεται ν΄ αντιμετωπίσει, απελπιστικά ώριμος και ανήμπορος, τη γυμνή αλήθεια του τέλους.

Ο Κώστας Ακρίβος, γεννημένος το 1958 στις Γλαφυρές Βόλου και μόνιμος κάτοικος της μαγνησιακής πρωτεύουσας, μοιράζει τη βιβλιοπαραγωγή του σχεδόν ισομερώς ανάμεσα στο μυθιστόρημα και το διήγημα. Και στα δύο αυτά είδη έχει καταφέρει να διαμορφώσει το δικό του, διακριτό συγγραφικό προφίλ, που χαρακτηρίζεται από το ευφάνταστο των ιστοριών, την έφεση προς την προφορικότητα του λόγου και την ικανότητα στην απόδοση διαφορετικών ιδιολέκτων της προφορικής ή της γραπτής γλώσσας. Προσωπικά, τον προτιμώ ως διηγηματογράφο, γιατί βρίσκω ότι τα μυθιστορήματά του, παρά τις κατασκευαστικές αρετές τους, υπακούνε συχνά στην επιθυμία του εντυπωσιασμού, με όσες ευκολίες αυτό συνεπάγεται. Ούτε τα διηγήματά του είναι πάντοτε απαλλαγμένα από αυτή την τάση. Αλλά νομίζω πως η πυκνότητα και η σχετική μετριοφροσύνη που επιβάλλει η μικρή φόρμα αναδεικνύουν καλύτερα τα συγγραφικά προσόντα αυτού του εξωστρεφούς φιλόλογου, ο οποίος συνδυάζει τη λογιότητα με το ενδιαφέρον για τους συνηθισμένους ανθρώπους και με μια παρατηρητικότητα που συγκρατεί και διερευνά (στο επίπεδο, εννοείται, της δυνητικής πραγματικότητας, όπως κάνει η λογοτεχνία) φαινομενικά ασήμαντες καταστάσεις της καθημερινής ζωής. Και, εν πάση περιπτώσει, ο Ακρίβος είναι ένας συγγραφέας που ψάχνεται κι εξελίσσεται από βιβλίο σε βιβλίο, κάτι που, δεν θα κουραστώ να το επαναλαμβάνω, όλο και σπανιότερα έχουμε τη χαρά να διαπιστώσουμε στις μέρες μας.

Τα διηγήματα του τελευταίου βιβλίου του συστήνονται από τον ίδιο ως «δεκαεφτά επεισόδια από τη ζωή ενός νέου». Αλλά η περιγραφή αυτή είναι μάλλον παραπλανητική, αφού ο εν λόγω νέος, ο Ανδρέας από το Γλυφονέρι Βόλου (λογοτεχνική παραλλαγή της γενέτειρας του συγγραφέα), δεν πρωταγωνιστεί σε όλα τα διηγήματα. Σε αρκετά έχει επουσιώδη, αν όχι εκβιαστική παρουσία, σε μερικά δεν εμφανίζεται καθόλου, και όσο για τη «ζωή» του, στην πραγματικότητα πρόκειται για τη ζωή του σογιού του, που περιλαμβάνει, σε ρόλο πρωταγωνιστή, ακόμα και σχετικά μακρινούς προγόνους.

Δεν χρειαζόταν ωστόσο η επινόηση ενός κοινού χαρακτήρα για να έχουν θεματική συνοχή τα διηγήματα της συλλογής. Διότι τα περισσότερα δικαιολογούν έτσι κι αλλιώς τον γενικό τίτλο: περιστρέφονται γύρω από «τελετές ενηλικίωσης» με την έννοια που προαναφέραμε, όπου ενηλικίωση δεν είναι απλώς η είσοδος του έφηβου στην ανδρική ηλικία, αλλά η καταλυτική εισβολή μιας φάσης της ανθρώπινης ζωής σε μια προηγούμενη ή μια επόμενη. Σε μερικές από τις ιστορίες η ενηλικίωση γίνεται για τον έφηβο μια πικρή πρόγευση των γερατειών. Σε άλλες, τα ακυρωμένα όνειρα της νεότητας αναδύονται και βρίσκουν ένα είδος εκπλήρωσης στο γέρμα της ζωής. ΄Αλλοτε, πάλι, νιάτα και γερατειά συμμαχούν και αλληλοβοηθούνται για την πραγμάτωση εμποδισμένων επιθυμιών, νικώντας τη σκληρότητα που δίνουν στις ενδιάμεσες ηλικίες ο αγώνας για επιβίωση και οι ματαιώσεις της ζωής. Ενώ σ΄ ένα διήγημα η πρώιμη εφηβεία εκβάλλει στην ενόραση της απόλυτης ωριμότητας μέσα από τον θάνατο. Το τελευταίο αυτό κείμενο, που τιτλοφορείται «Ο Σάσα των νερών», είναι εμπνευσμένο από την υπόθεση του μικρού Άλεξ και σώζεται από την επικαιρογραφική ρηχότητα χάρη στην εύστοχα ποιητική πραγμάτευση του θέματος, με την περιγραφή ενός ονειρικού νεκρικού ανάπλου, που υποβάλλει τον παραλληλισμό με το ταξίδι της Αργούς.

Ο Ακρίβος έδειχνε ανέκαθεν ιδιαίτερη ευαισθησία για το ζήτημα της θέσης των ξένων μεταναστών στην Ελλάδα ή, γενικότερα, για τη συνάντησή μας με τον Άλλο. Μάλιστα, η πρώτη συλλογή διηγημάτων του, με τίτλο Αλλοδαπή (1995), περιείχε μερικά από τα πιο πρώιμα δείγματα αυτής της θεματικής στην ελληνική πεζογραφία. Στις Τελετές ενηλικίωσης υπάρχουν, εκτός από το «Ο Σάσα των νερών», και άλλα διηγήματα όπου ο ξένος μετανάστης παίζει κεντρικό ρόλο.

Ένα από αυτά, το «Γιασμπαντίν», μιλάει με συγκλονιστικά υπαινικτικό τρόπο για τον βιασμό ενός αλλοδαπού αγοριού (άλλη μια τραυματική «τελετή ενηλικίωσης») από έναν παιδεραστή σε μια πλαζ της δυτικής Πελοποννήσου, αντιπαραθέτοντας την αλλόφρονη αναζήτηση του παιδιού από τη μητέρα του στην ένοχη σιωπή των ντόπιων και την απάθεια των παραθεριστών. Ένα άλλο, το «Νέες αφίξεις», περιγράφει με λεπτή ειρωνεία τα αντιφατικά συναισθήματα που προκαλεί σ΄ ένα νεαρό ζευγάρι Ελλήνων αστών, στην πτήση από το Λονδίνο προς την Αθήνα, το παράξενο ενδιαφέρον ενός Λατινοαμερικάνου έφηβου (υποψήφιου λαντζιέρη ή κάτι τέτοιο στην Ελλάδα) για τη γυναίκα και η εξήγηση που τους δίνει ο ίδιος στο τέλος.

Κατά τη γνώμη μου, πάντως, το πιο πρωτότυπο, το πιο τολμηρό και διεισδυτικό διήγημα του βιβλίου είναι το πρώτο, με τίτλο «Το λουλουδάκι του μπαξέ». Μιλάει για ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, γειτονόπουλα, που αγαπιόντουσαν από παιδιά κι επρόκειτο να παντρευτούν, αλλά ο αρραβώνας τους διαλύθηκε, για λόγους που δεν μαθεύτηκαν ποτέ. Τα χρόνια πέρασαν, ο άνδρας έκανε οικογένεια με άλλη γυναίκα, η αλλοτινή αρραβωνιαστικιά του γέρασε μόνη και κάποια στιγμή έπαθε ένα βαρύ εγκεφαλικό. Ο άνδρας, ηλικιωμένος πια, έχει αποκτήσει τη συνήθεια να σταματάει τη νύχτα, γυρίζοντας από το καφενείο, μπροστά στο περιβόλι της παλιάς αγάπης του για να κάνει την ανάγκη του, χωρίς οι συνειρμοί του να τον οδηγούν στο τότε. ΄Ωσπου μια νύχτα βλέπει ξαφνιασμένος το παραμορφωμένο πρόσωπό της να τον παρακολουθεί από το παράθυρό της. Και στο εξής οι νυχτερινές στάσεις του μπροστά στον μπαξέ άρχισαν να συνοδεύονται, χωρίς οι κινήσεις του ν΄ αλλάξουν σχεδόν καθόλου, από μια διαφορετική χρήση του μορίου του... Με τον πιο αντιρομαντικό τρόπο που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί, ο συγγραφέας περιγράφει εδώ μια συγκινητικότατη κατάσταση, μια καθυστερημένη έκρηξη αγάπης, ένα εξ αποστάσεως, ανάπηρο, αλλά τόσο πιο βαθύ ερωτικό σμίξιμο, μια έξαρση της ψυχής με αφετηρία την πιο ευτελή λειτουργία του ανθρώπινου σώματος.

Παρά τη μελαγχολική υπόκρουση των ιστοριών, η δεσπόζουσα διάθεση στις Τελετές ενηλικίωσης δεν είναι καταθλιπτική. Απεναντίας, το βιβλίο διαπνέεται από πηγαία αγάπη για τους ανθρώπους και τη ζωή (χωρίς εξωραϊσμούς και γλυκεράδες), πίστη στη δυνατότητα επικοινωνίας ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες, θαυμασμό για το σθένος των λιγότερο ευνοημένων από τη μοίρα να στέκονται όρθιοι και ν΄ αναζητούν, αν όχι την ευτυχία, τουλάχιστον τη γεύση της χαράς στις πιο απλές στιγμές της καθημερινότητας.
  • Γράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, ΤΑ ΝΕΑ, 21/11/2009

No comments: