Ευφυής και γοητευτικός, υπερήφανος και αξιοπρεπής, ευγενής και περιπαιχτικός, αλλά και μαχητικός και πληθωρικός και τελειομανής και -πάνω απ’ όλα- βαθύτατα ειλικρινής και καλοπροαίρετος με το εκάστοτε αντικείμενο της αιχμηρής σάτιράς του. Ακόμη και σε περιόδους όπου η αναγνώρισή του ως κωμωδιογράφου ήταν καθολική, ποτέ δεν έφτανε στην περιφρόνηση και την προσβολή των χαρακτήρων του. Ενας προσιτός και απλός -στην καθημερινή του συμπεριφορά- άνθρωπος, ο οποίος όταν έπιανε την πένα τη μετέτρεπε σε νυστέρι.
Στην πραγματικότητα, όμως, δεν έσφαζε παρά μόνο με το βαμβάκι. Γνώριζε τη δύναμη της σάτιρας και τον ενδιέφερε να την προσαρμόζει στη δική του αισθητική: να σαρκάζει, δηλαδή, χωρίς να εξευτελίζει, να εκθέτει χωρίς να ξεμπροστιάζει και -κυρίως- να περνάει από τη διακωμώδηση στην κατανόηση του άλλου και από εκεί στην αποδοχή του. Ηταν ο πρώτος που κατάφερε να κωδικοποιήσει την τεχνική της αστικής φάρσας των προκατόχων του, για να προχωρήσει αποφασιστικά σε μία κοινωνική κριτική που ξεσκέπαζε τις συμπλεγματικές ιδιαιτερότητες του μέσου Ελληνα, αποθεώνοντας -παράλληλα- τις μικρές, αλλά ηρωικές του θυσίες. Αλλωστε, γνώριζε και ο ίδιος καλά -από πρώτο χέρι- το πόσο σκληρή μπορεί να γίνει η μάχη της καθημερινότητας...
Ο Δημήτρης Ψαθάς γεννήθηκε στην Τραπεζούντα το 1907 -το μεγάλο αστικό και πολιτιστικό κέντρο του ποντιακού Ελληνισμού- όπου και έζησε την παιδική και εφηβική του ηλικία προτού η Μικρασιατική Καταστροφή τον αναγκάσει να εγκατασταθεί, το 1923, στην Αθήνα.
Οι αναμνήσεις του, ωστόσο, από εκείνη την εποχή δεν θα τον εγκατέλειπαν ποτέ -άλλοτε ευτυχισμένες και άλλοτε τρομακτικές- σίγουρα πλημμυρισμένες από την οικογενειακή ζεστασιά, τον κοσμοπολιτισμό της γενέτειράς του και την ύστερη αθλιότητα των διωγμών και του πολέμου: «Η μνήμη είναι ένα στυπόχαρτο που ό,τι έχει απορροφήσει το κρατά, δεν είναι σαν τη φωτογραφία που τ’ αποτυπώνει όλα. Τις εικόνες, όμως, που έχει απορροφήσει τίποτα δεν τις σβήνει και από αυτές οι πιο σπουδαίες συνθέτουν το μαγικό βιβλίο της παιδικής μας ζωής», θα γράψει, το 1966, στο βιβλίο του «Γη του Πόντου» - ένα σημαντικό ντοκουμέντο το οποίο όχι μόνο απεικονίζει εκείνα τα κρίσιμα ιστορικά γεγονότα, αλλά δίνει χρήσιμες πληροφορίες για τα μαθητικά χρόνια και τις δεξιότητες του μετέπειτα ανανεωτή της νεοελληνικής κωμωδίας.
«Μαθητής του δημοτικού σχολείου ήμουν πολύ επιμελής και πολύ ντροπαλός. Στο μάθημα της έκθεσης κανένας δεν με συναγωνιζόταν κι όταν ο δάσκαλος μας έβαζε να γράψουμε την έκθεσή μας στο σχολειό, εκεί μπροστά του -ω τι χαρά!- ενώ οι άλλοι πελάγωναν και κοιτούσαν απελπισμένοι τους γλάρους έξω απ’ τα παράθυρα, εγώ γρατσούνιζα με οίστρο το χαρτί, σηκωνόμουν και παρέδινα το τετράδιό μου, προς κατάπληξη και θαυμασμό των άλλων παιδιών», θυμάται, για να προσθέσει με το γνώριμο αυτοσαρκαστικό του ύφος: «Αλλά όση δόξα μάζευα στα ελληνικά, την έχανα στα μαθηματικά- δεν τα ’παιρνα ο καημένος». Πέραν, όμως, της εμφανούς συγγραφικής του κλίσης, είναι σε εκείνη την περίοδο που θα έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με τον κόσμο της δημοσιογραφίας.
Η μητέρα του, για να μην τον αφήνει να τεμπελιάζει στις διακοπές, τον πήγε να βοηθάει στα γραφεία της τοπικής εφημερίδας «Φάρος της Ανατολής» η οποία ανήκε σε κάποιους μακρινούς τους συγγενείς. Εκεί το μικρό αγόρι θα εντυπωσιαζόταν από το πολύβουο περιβάλλον, τα έντυπα πάνω στα γραφεία, τις μεγάλες βιβλιοθήκες. Οπως σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ο κρότος του πιεστηρίου που ερχόταν από κάτω, μαζί με την περίεργη εκείνη μυρωδιά της φρέσκιας τυπογραφικής μελάνης θα με ακολουθούσε σ’ όλη τη ζωή μου».> αι πράγματι, η εγγενής συγγραφική του ικανότητα, μαζί με την εφηβική του αγάπη για τη δημοσιογραφία δεν θα αργούσαν να μετουσιωθούν σε μία πρώιμη επαγγελματική καταξίωση, στη νέα του πατρίδα.
Στην Αθήνα της εποχής εκείνης, οι προοπτικές για έναν πρόσφυγα ήταν εξαιρετικά δυσοίωνες. Και όμως, δύο μόλις χρόνια αργότερα -το 1925- ο δεκαοχτάχρονος Δημήτρης Ψαθάς -αφού προηγουμένως θα σπούδαζε νομικά, χωρίς να πάρει πτυχίο- έκανε την είσοδό του στη δημοσιογραφία, στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα». Αυτή ήταν και η απαρχή της σταδιοδρομίας του ως δημοσιογράφου για περισσότερο από μισό αιώνα. Μάλιστα, την πρώτη δεκαετία της επαγγελματικής του εξέλιξης, θα διέπρεπε στο δικαστικό ρεπορτάζ! Ωσπου, το 1937 αναλαμβάνει το χρονογράφημα στα «Αθηναϊκά Νέα» -μετά την Κατοχή μετονομάστηκαν σε «Νέα»- όπου και παρέμεινε για περίπου σαράντα χρόνια, διατηρώντας τη στήλη «Εύθυμα και Σοβαρά» η οποία θα τον έκανε πασίγνωστο στο ευρύ κοινό.
Μέσα από αυτό το ιδιαίτερα απαιτητικό -και ενίοτε στρυφνό- αφηγηματικό είδος, ο Ψαθάς θα ξεδιπλώσει, μία προς μία, όλες του τις θαυμαστές δεξιότητες. Με έναν πυκνό, κοφτό, καίριο και καυστικό λόγο αναδείκνυε τα «κακώς κείμενα» διατυπώνοντας μία οξεία κριτική για ολόκληρη την εποχή του. Ευαίσθητος δέκτης των μηνυμάτων και των εκφράσεων της καθημερινής ζωής -μέσα από μία θεματογραφία χωρίς προκαθορισμένες θέσεις και επιλογές- κάλυπτε την επικαιρότητα σε όλες της τις εκφάνσεις: από τον χώρο της πολιτικής μέχρι εκείνες τις απειροελάχιστες διαβαθμίσεις της συμπεριφοράς των απλών ανθρώπων.
Κάπως έτσι, έμελλε να αποτυπωθεί λεπτομερώς ο ελληνικός κόσμος των πρόσφατων δεκαετιών, πάντοτε υπό το πρίσμα ενός ευρηματικού ευθυμογράφου που μπορούσε να μιλάει για σοβαρά πράγματα με αστείο τρόπο και για αστεία με σοβαρό, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για να αντιλαμβάνεται ένα ευρύτερο κοινό τις κακοτοπιές και τις ανορθογραφίες της «σύγχρονης» ζωής. Σταδιακά, πάντως, ο Ψαθάς μετεξελισσόταν σε έναν εξαιρετικό στιλίστα η συγγραφική δεινότητα του οποίου ξεπερνούσε κατά πολύ τις απαιτήσεις ενός χρονογραφήματος. Ηταν, λοιπόν, θέμα χρόνου να δοκιμαστεί και σε άλλα εκφραστικά μέσα, όπως το μυθιστόρημα και το θέατρο.
Και πράγματι, το 1940 πρωτοεμφανίζεται στο θέατρο με την κωμωδία «Το στραβόξυλο», η οποία ανέβηκε από τον θίασο του Βασίλη Αργυρόπουλου με ήρωα έναν γκρινιάρη τύπο, που με τη μουρμούρα του και τη γρουσουζιά του δημιουργούσε ένα ασφυκτικό περιβάλλον στην οικογένειά του. Μέχρι που κάνει την εμφάνισή της η ανιψιά του, η οποία φέρνει ένα νέο πνεύμα στο σπίτι μέσα από ανατροπές, παρεξηγήσεις και κωμικές καταστάσεις.
Η παράσταση θριαμβεύει, προκαλώντας τον ενθουσιασμό ακόμη και του Αιμίλιου Βεάκη, ο οποίος του έστειλε συγχαρητήρια επιστολή: «Γύρισα σπίτι μου κατασυγκινημένος από το θέατρο Αργυρόπουλου και νιώθω ακατανίκητη την ανάγκη να σου γράψω. Τι να σου πρωτοθαυμάσω; Πλέξιμο; Διάλογο; Χαρακτήρες; Σκηνική οικονομία; Ευρήματα; Πρέπει να είσαι περήφανος. Παρουσίασες μια δουλειά βγαλμένη από αληθινή συγκίνηση και στοχαστική μελέτη. Βλέπω σε σένα τον ανώτερο τεχνίτη της Κωμωδίας, που η πατρίδα μας δεν πρέπει να χάσει. Φυλάξου από το εύκολο και το πρόχειρο. Η ζωή είναι δική σου».
Μέσα στα αμέσως επόμενα χρόνια ο Ψαθάς θα δικαιώσει τον σπουδαίο ηθοποιό και θα επιδοθεί στη συγγραφή 25 θεατρικών έργων, ανάμεσα στα οποία, «Φον Δημητράκης», «Ο εαυτούλης μου», «Ενας βλάκας και μισός», «Ζητείται ψεύτης», «Η Χαρτοπαίχτρα», «Ξύπνα Βασίλη», τα οποία γνώρισαν τεράστια καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία, ενώ πολλά μεταφέρθηκαν και στον κινηματογράφο.
Οι κωμωδίες του κατέρριπταν αλλεπάλληλα ρεκόρ παραστάσεων και παίζονταν από όλους σχεδόν τους κεντρικούς θιάσους της Αθήνας, με τους πιο ονομαστούς πρωταγωνιστές: Λογοθετίδης, Χορν, Συνοδινού, Ηλιόπουλος, Ρίζος, Φωτόπουλος, Βλαχοπούλου. Πρόκειται για έργα που τον κατατάσσουν ανάμεσα σε εκείνους που διαμόρφωσαν την ελληνική κωμωδία, καταφέρνοντας κάτι μοναδικό: να αποτυπώνουν ευφυώς και τα πιο υποφωτισμένα χαρακτηριστικά του μέσου Ελληνα.
Οι απροσμέτρητοι τύποι που δημιούργησε -στα θεατρικά του έργα, σε χιουμοριστικά μυθιστορήματα όπως η «Μαντάμ Σουσού», αλλά και σε ευθυμογραφήματα, μεταξύ των οποίων, «Η Θέμις έχει κέφια», «Η Θέμις έχει νεύρα» «Το χιούμορ μιας εποχής»- έμελλε να αποδειχτούν διαχρονικοί, με πρώτη και καλύτερη, τη Μαντάμ Σουσού, μία φτωχή και ονειροπαρμένη γυναίκα που ήθελε να ζει μέσα στα πλούτη και τη χλιδή, προβαίνοντας σε ασύλληπτες γραφικότητες.
Απ’ την άλλη, ο Ψαθάς παρ' όλη την εξαιρετική ικανότητα που διέθετε να αναδεικνύει το ασήμαντο και το γελοίο, να σαρκάζει και να διακωμωδεί, υπερασπιζόταν -μέχρι τον θάνατό του, το 1979- αξίες και ιδέες με ένα αφοπλιστικό πάθος που σε εντυπωσίαζε, ακόμα και όταν διαφωνούσες με εκείνα που πίστευε.
Αλλά πάντοτε η οργή και η επιθετικότητά του ξεθύμαιναν και ξέσπαγαν -μέσα από τις γραμμές του- σε ένα τρανταχτό γέλιο. Ισως γι’ αυτό, είναι από τους λίγους συγγραφείς που έγινε -εν ζωή- θεσμός, χωρίς να του λείψει, από πολύ νωρίς, ούτε η δημόσια, ούτε η λαϊκή αναγνώριση και επιτυχία. Κατάφερνε να εξισορροπεί -ακολουθώντας μία μαγική φόρμουλα- τον κοινωνικό και πολιτικό στοχασμό με τα ευθυμογραφικά σχόλια, χωρίς ποτέ να προδίδει το ένα εις βάρος του άλλου. Σε κάθε περίπτωση, ήταν ο τελευταίος μιας γενιάς χαρισματικών κωμικών συγγραφέων, που θεωρούσαν την κωμωδία μία πολύ σοβαρή υπόθεση...?
Η Μερκούρη για τον Ψαθά«Είχε κατορθώσει να διανύσει μια τεράστια διαδρομή: από τη μία άκρη του Ελληνισμού, από τον Πόντο, βρέθηκε στην Αθήνα και από τη δημοσιογραφία πέρασε στη λογοτεχνία κι από εκεί στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Πέτυχε σε όλα. Εγινε η πιο γελαστή φωνή στον σοβαροφανή κόσμο μας. Ο κόσμος τον λάτρεψε. Τον έβαλε για πάντα στην καρδιά του. Είχε βλέπετε το μεγάλο χάρισμα να λέει τα πιο σοβαρά πράγματα με τον πιο ανάλαφρο τρόπο. Γι’ αυτό διαβάζεται και παίζεται ακόμα, γι’ αυτό παραμένει επίκαιρος. Γιατί είναι από τη στόφα των κλασικών».
Το Εθνικό και ο ΣαίξπηρΠαρόλο που το κοινό συνωστιζόταν στα θέατρα και στους κινηματογράφους για να δει κάποιο έργο του, η επίσημη αναγνώρισή του -όπως γίνεται συνήθως- ήρθε αργά. Το Εθνικό Θέατρο ανέβασε έργο του Δημήτρη Ψαθά δύο χρόνια μετά τον θάνατό του. Ο ίδιος έγραφε σχετικά, στις 19 Νοεμβρίου 1960, στο έντυπο «Εβδομάς θεάτρου»: «Σ’ αυτές, λοιπόν, τις κρατικές σκηνές μας, παρατηρείται ένα περίεργο φαινόμενο: Ενώ παντού αλλού ο Ελληνας συγγραφέας έχει τη θέση του, όταν πρόκειται για τις κρατικές σκηνές, γίνεται ξαφνικά αποδιοπομπαίος. Διότι στην πόρτα του Εθνικού μας Θεάτρου έχουν τοποθετήσει ακοίμητο φρουρό τον γίγαντα Σαίξπηρ, που σηκώνει τη σπάθα του αγριωπός, κάθε φορά που ζυγώνει ντόπιος συγγραφέας. "Πίσω και σας έφαγα!..."».
Friday, November 27, 2009
Δημήτρης Ψαθάς: Ο χαρισματικός της σάτιρας
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment