Monday, November 30, 2009

Η γραφή των 18

  • ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
  • ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, Ο ορκωτός λογιστής, διηγήματα, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 122

Δεύτερη συλλογή διηγημάτων του δεκαοκτάχρονου (γένν. 1991) Χρήστου Τριανταφύλλου, ο οποίος έκανε την πρώτη του εμφάνιση από τις σελίδες μας προ τετραετίας, σε ένα παιδικό αφιέρωμα της Σταυρούλας Τσούπρου. Ήδη η πρώτη του συλλογή (Το κρέας, 2007) ξάφνιασε ευχάριστα τη λογοτεχνική συντεχνία, συζητήθηκε και προσέχθηκε. Τώρα, ο νεαρός πεζογράφος δοκιμάζεται στα βαθιά, δηλαδή αναμετράται με τις απαιτήσεις πιο ολοκληρωμένων αφηγήσεων σε μικρή φόρμα, όπου τα ίχνη της ηλικίας δεν θα προσδίδουν πια κανένα άλλοθι για τυχόν αδυναμίες, αλλά όμως θα δείχνουν το πρόσωπο, τη ματιά και την ευαισθησία τής -απολύτως ορισμένης μέσα στη διαδοχή των γενεών και στο ρου της ιστορίας- νεότητάς του. Αυτό είναι το παιχνίδι στο οποίο επέλεξε να εμπλακεί, δηλαδή ό,τι πιο επικίνδυνο, αφού, εκτός των άλλων, έχει να αναμετρηθεί με τα προφανή.

Αμέσως μετά την περσινή εξέγερση του Δεκέμβρη, έκαναν την εμφάνισή τους διηγήματα, αλλά και μυθιστορήματα, που είχαν την ευγενή φιλοδοξία να εκφράσουν τη «γενιά των 700 ευρώ». Μια προσπάθεια που μέχρι στιγμής δεν είχε καμία τύχη, ούτε καν εκδοτική-εμπορική, πόσο μάλλον λογοτεχνική, όπου, τα ρεύματα και οι θεματολογίες όχι μόνο δεν ακολουθούν την «εποχή», δηλαδή το λόγο που την οργανώνει σε αφήγηση, αλλά συχνά βρίσκονται σε ευθεία αντιπαράθεση μαζί του. Κι αυτό είναι ένα από τα στοιχήματα που τις πιο πολλές φορές το κερδίζει ο Τριανταφύλλου, μένοντας μακριά από αυτή την προφάνεια, αν και διαχειρίζεται στοιχεία που συνθέτουν την καθημερινότητα των σημερινών νέων και φοιτητών, ή μάλλον του κοσμοειδώλου τους (κράτος, αστυνομία, ρατσισμός, οικολογία, αφόρητα μικροαστικό περιβάλλον κ.λπ.), ακόμα και το ίδιο το γεγονός της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, όπου όμως φαίνονται τα όρια αυτής της «ερωτοτροπίας». Ταυτόχρονα, η ριζοσπαστική διάθεση σε μερικά διηγήματα εκβάλλει με τους πιο γόνιμους τρόπους, άλλοτε στην πλοκή και την αφηγηματική δομή και άλλοτε στην κριτική του περιρρέοντος μικροαστισμού.

Ένα άλλο φαινόμενο των καιρών είναι η επανάκαμψη της επιστημονικής φαντασίας και του μυθιστορήματος μελλοντολογίας, με πολύ μεγαλύτερες αξιώσεις αυτή τη φορά, εκφράζοντας συμπιεσμένες και παντοειδείς, διαρκείς πάντως ανάγκες του ανθρώπου, εκβάλλοντας στην όχθη της ουτοπίας ή στην αντίπερα της δυστοπίας, γεγονός που άλλωστε οδήγησε τον Φρέντρικ Τζαίημσον σε διεξοδική ανάλυση του φαινομένου. Και εδώ ο Τριανταφύλλου δοκιμάζεται, έστω και για λίγο, περνώντας μέσα από φόρμες που είναι στερεότυπες σε αυτό το είδος, για να τις υπονομεύσει όμως με διεξόδους ρεαλιστικές.

Μία τρίτη αφετηρία, για έναν σημερινό δεκαοκτάχρονο, είναι και η ποίηση, η ποίηση όπως διδάσκεται στο σχολείο και περιρρέει ως ποιητικό αισθητήριο, η ποίηση της εικόνας-στιγμής και της παραθετικότητας εικόνων-στιγμών, που δεν αντέχει τίποτα περισσότερο, να πει και να φέρει. Αυτόν τον κίνδυνο δεν τον αποφεύγει, δημιουργώντας έτσι μια αχίλλειο πτέρνα όλου του βιβλίου. Εδώ, η επιγραμματικότητα και η συμπύκνωση του λόγου, τόσο έντονο χαρακτηριστικό στα περισσότερα διηγήματα του βιβλίου, προδίδονται από την αδυναμία του εν λόγω ύφους να λειτουργήσει ως καμβάς, που θα συγκρατεί τη σκληράδα της γραφής και θα εμπεδώνει την κριτική-αποδομητική διάθεση.

Τέλος, μια τέταρτη όψη, ένας ακόμα τρόπος ανάγνωσης των διηγημάτων αυτών, είναι με αφετηρία το ρεύμα των «νεο-άγριων» γερμανών εξπρεσσιονιστών, και φυσικά δεν αναφέρομαι σε επιδράσεις, μιμήσεις και μεταφορές στην ημεδαπή, αλλά στην κοινή ανάγκη για δραστική εικονοποιία, σκληρό φωτισμό πάνω σε πράγματα, καταστάσεις και έννοιες, βίαιη διάθεση παραμόρφωσης των σχημάτων της πραγματικότητας. Αυτό πιστεύω ότι, ανάμεσα στα άλλα, χαρακτηρίζει το βιβλίο, κάνοντάς το να ξεχωρίζει, όχι ως έργο μιας «φρέσκιας ματιάς» αλλά ως δείγμα και αποτέλεσμα μιας γραφής υποσχόμενης, πάνω απ' όλα όμως αυθεντικής και οργανικής έκφρασης των νέων ανθρώπων, ένα τεκμήριο της διαδικασίας μέσα από την οποία ψαύουν το βηματισμό τους, δημιουργούν τις δικές τους αισθητικές σταθερές, ώστε να μετατρέψουν την αγωνία τους και την οργή τους σε λόγο της τέχνης. Γι' αυτό και εδώ θα επιμείνω.

Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν αυτή τη γραφή είναι η αμεσότητα της γλώσσας, με γρήγορο ρυθμό και σφιχτά αρθρωμένη δομή και σύνταξη, χωρίς πλατειασμούς, παρεκβάσεις και λυρικές εξάρσεις, ενώ τα θέματα των διηγημάτων καλύπτουν μια εξαιρετικά μεγάλη γκάμα, αφού τα μικρότερα και καθημερινά συνυπάρχουν με τα μείζονα, όμως όλα εγγράφονται, αξιοποιούνται και εν τέλει αξιολογούνται σε έναν ορίζοντα ρεαλιστικό, με μέτρο τη ζωή των πραγματικών ανθρώπων. Το σημαντικότερο όμως είναι η παρουσία, η θέση και η συμμετοχή του συγγραφέα: τα περισσότερα διηγήματα είναι γραμμένα σε τρίτο πρόσωπο, αλλά δεν δημιουργούν καμιά απόσταση ασφαλείας από τα δρώμενα και αφηγούμενα: ο συγγραφέας είναι διαρκώς και άμεσα παρών, δίνοντας αυτός τον τόνο της αφήγησης, «ελέγχοντας» κάθε στιγμή τον ήρωα του διηγήματος, σχεδόν χωρίς να τον αφήνει να ανασάνει μέσα στα συμφραζόμενά του, χωρίς να τον αφήνει να εγείρει αξιώσεις λογοτεχνικού «χαρακτήρα». Στην ουσία, ο ίδιος ο συγγραφέας πρωταγωνιστεί, αλλά χωρίς κι αυτός να μας δείχνει το πρόσωπό του. Αυτή η αντίστιξη, ανάμεσα στην τριτοπρόσωπη ή και στην προσχηματική πρωτοπρόσωπη αφήγηση από τη μια, και στη διαρκώς αναγνωρίσιμη φωνή του, δεν οφείλεται σε αδεξιότητα ούτε είναι προϊόν της απειρίας. Έχω την αίσθηση, ότι πρόκειται για κάτι βαθύτερο, για ό,τι χαρακτηρίζει τη γραφή του δεκαοκτάχρονου Τριανταφύλλου: από τη μια έχουμε μια αποστασιοποίηση από την ίδια τη λογοτεχνία, και από την άλλη μια σχεδόν εργαλειακή χρήση της. Όσο κι αν αυτό ακούγεται περίεργα, αφού θα μπορούσε να πει κανείς ότι κάτι τέτοιο κάνουν τόσοι και τόσοι που τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκαν στην πεζογραφία κουβαλώντας απλώς μια ορισμένη μόρφωση και κυρίως την κοινωνική τους κατηγορία, πρόκειται για το εντελώς αντίθετο: εκεί έχουμε να κάνουμε με τους μεσοαστούς που ανυποψίαστοι αποζητούν κοινωνική αίγλη, προσθέτοντας και ολίγη λογοτεχνία στις κοινωνικές αξιώσεις τους, ενώ στην περίπτωση του νεαρού πεζογράφου έχουμε μια ριζοσπαστική απομυθοποίηση της ίδιας της τέχνης με την οποία εμπλέκεται και ταυτόχρονα μια ταύτιση μαζί της, με το συγγραφέα σχεδόν να την ενσωματώνει και να τη γειώνει, να την προσαρτά στη δική του πραγματικότητα. Και αν εδώ η λογοτεχνία δεν είναι πια ένας τρόπος ο συγγραφέας να δει διαφορετικά τον κόσμο μέσα από τη γλώσσα της, η λογοτεχνία μπορεί να (ξανα)δει την πραγματικότητα μέσα από το συγγραφέα της.

Αλλά για να γίνει αυτό, θα πρέπει ο συρρικνωμένος «ορίζοντας προσδοκιών» του συγγραφέα, όσον αφορά την ίδια την τέχνη του, να οδηγήσει σε ένα ισχυρό ύφος, πολύ ισχυρότερο από το αναμενόμενο και αναγνωρίσιμο ως λογοτεχνικό ύφος στην τρέχουσα λογοτεχνία. Γιατί και η «από τα κάτω» εικόνα της κοινωνίας και της πραγματικότητας (αλλά και της λογοτεχνίας...) ενέχει, ακριβώς όπως κάθε εικόνα, αυστηρές απαιτήσεις και επιλογές, όπου, σε τελευταία ανάλυση, το ύφος, εν προκειμένω το ύφος της νεότητας και της ριζοσπαστικής κριτικής, δεν είναι παρά μόνο ένα ύφος, αυτό της συγκεκριμένης εικόνας. Και το ύφος πάντα απαιτεί συνεκτικότητα, διαύγαση και αυστηρή πειθαρχία, ώστε να προκύψει και να προβάλει το αισθητικό πρόταγμα, ώστε το έργο να «μιλήσει» τη γλώσσα του (ή τη σιωπή του). Αλλιώς, όλο το εγχείρημα κινδυνεύει να απορροφηθεί από το ίδιο το υλικό του. Σε όλες τις εκδοχές τής «από τα κάτω» τέχνης, εκεί που φαίνεται πως «όλα χωράνε», στην πραγματικότητα ελάχιστα, απειροελάχιστα κάθε φορά, αντέχουν να επωμισθούν το βάρος του ρόλου τους.

Κάτι τέτοιο συνέβη και στη μεταπολεμική ποίηση, όπου το αυτόχρημα ποιητικό, και συνάμα βαρύ, τραγικό φορτίο της δεκαετίας του 1940, εγγράφηκε σε έναν τόνο απλό, βιωματικό, εξομολογητικό και συνομιλητικό, χωρίς όμως τελικά να δημιουργήσει, παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις, ένα ιδιαίτερο ύφος. Και εκεί, η άμεση σχέση με το «θέμα», δεν επέτρεψε την αποστασιοποίηση από το υλικό, αλλά και την αισθητική που η εποχή προέβαλλε ως πρόσωπό της. Αν μία από τις εξαιρέσεις είναι ο Τάκης Σινόπουλος, με τον Νεκρόδειπνό του, αυτό οφείλεται στο ότι άρθρωσε την ποιητική του έξω από τα συγκεκριμένα συμφραζόμενα, ως διαδικασία ποιητική μεν αλλά με σοβαρά θεωρητικά αιτούμενα, διερευνώντας εξαντλητικά κάποιες από τις εκφάνσεις του μοντερνισμού, και μετά ενέγραψε τη δεκαετία του 1940 πάνω σε μια ποιητική που άντεχε τις διακυμάνσεις και το τραγικό φορτίο της.

Για όλα αυτά, θα άξιζε, νομίζω, να επανέλθουμε στις σελίδες μας, τις επόμενες Κυριακές – το βιβλίο του Χρήστου Τριανταφύλλου δίνει το έναυσμα και συνάμα αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα γραφής των νέων σήμερα. Κλείνω, με ένα απόσπασμα:

«Να λοιπόν που οι υπέργηροι αγανακτισμένοι πολίτες στη λαϊκή γίνονται μείζονες πολιτικοί αναλυτές, με σλόγκαν βέβαια το αθάνατο 'όλοι τα παίρνουνε'. Αποχή, λοιπόν, η λύση λένε, και όχι απόχη που χρειάζεται κανονικά. Γεμάτες οι παραλίες από νέους που η αποχή γι' αυτούς είναι 'πολιτική επιλογή'. Και φωνάζουν όλοι οι βδελυροί μικροαστοί: 'πες τα Λάκη', χειροκροτώντας παράλληλα, γιατί μόνο αυτό μπορούν να κάνουν. Και κάνει η κάμερα ένα κοντινό στο κοινό, και ξαναχειροκροτούν αυτοί...»

  • Η ΑΥΓΗ: 29/11/2009

No comments: