ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Κυριακή 14 Δεκέμβρη 2008
Γρηγοριάδης Κώστας |
-- Ε, το λοιπόν τι απόγινε, τέλειωσε, Ερασμία;
Η Ερασμία, που έραβε στη μηχανή, τα κορίτσια είχαν φύγει, σταμάτησε το γάζωμα, σήκωσε το κεφάλι και τ' αποκρίθηκε γελαστή:
-- Εντάξει, Θόδωρε, τέλειωσε.
-- Μπράβο... Δόξα σοι ο Θεός.
-- Ήρθε να μου το πει, και βγήκε. Όπου να 'ναι έρχεται.
-- Έφερα μπριτζόλες χοιρινές... αλλά μη σηκώνεσαι, θα τις φτιάξω εγώ... κάνε τη δουλειά σου...
-- Όχι, εγώ θα τις φτιάξω. Να ξεμουδιάσουν και τα πόδια μου. Από το πρωί κάθομαι. Και τράβηξαν μαζί στην κουζίνα.
-- Πώς φαινόταν; ήτανε ευχαριστημένος; εξακολούθησε να τη ρωτά ο κυρ Θόδωρος αδειάζοντας το δίχτυ, ενώ η Ερασμία έβαζε την ποδιά της κουζίνας κι ανασκούμπωσε τα μανίκια της.
-- Ευχαριστημένος; Όχι. Αυτό, μου είπε, γένηκε για τον τύπο. Τίποτα άλλο.
-- Σωστά.
Σώπασαν κι ύστερα από λίγο, ξαναρώτησε:
-- Ούτε είπε αν θα μας αφήκει να πάει με τον πατέρα του;
-- Να μας αφήκει; κι η Ερασμία ένιωσε σαν διά μιας η καρδιά της να 'παψε να δουλεύει, και κόπηκαν τα γόνατά της.
Να τους αφήκει; Μα ναι, πώς δεν το συλλογίστηκε; Σωστά. Τώρα μπορούσε μια χαρά να τους αφήκει. Τώρα έχει τον πατέρα του, τον παντοδύναμο κομματάρχη, με το τρανό συγγενολόι και το μεγάλο όνομα... Να βρει κοντά του όσα στερήθηκε. Να προχωρέσει στην κοινωνία, με τα μέσα που διαθέτει η φαμελιά του πάππου προς πάππου...
Η αυλόπορτα άνοιξε κι ο Γιωργάκης φάνηκε στο δρομάκι της αυλής ανάμεσα στ' ανθισμένα παρτέρια.
-- Καλώς τόνε, είπε ο κυρ Θόδωρος, μονάχα θα 'χεις λίγη υπομονή να γίνουν οι μπριτζόλες.
-- Μπριτζόλες! απάντησε εύθυμα ο νέος. Τι ωραία! Κι έχω μια πείνα. Και μπήκε κι εκείνος στην κουζίνα.
-- Τις κρατούσε ο πατέρας, είπε η Εράσμια, έφερε και γλυκά και φρούτα...
-- Είπα να γιορτάσουμε. Έχει κρασί, γυναίκα;
-- Δεν έχει, Θόδωρε... το μπουκάλι είναι στο ντουλάπι.
-- Να πάω εγώ... έκαμε ο νέος.
-- Εγώ θα πάω... εσύ δεν ξέρεις πού 'ναι το καλό. Γυρνάς εσύ τις ταβέρνες σαν το γέρο σου;
Κι ο κυρ Θόδωρος βγήκε.
Ο νέος ένιωθε να τον πλημμυρά πάλε μια απέραντη στοργή, και μια ασυγκράτητη ανάγκη να πέσει στην αγκαλιά τους σαν όταν ήταν μικρός. Τώρα όμως ήτανε άντρας πια.
Έστρωσε η Ερασμία το τραπέζι και κάθισαν να φάνε. Αλλά όχι σαν κάθε μέρα. Η μητέρα, που όλο κάτι είχε να πει σαν μαζεύουνταν κι οι τρεις, σώπαινε σήμερα, κι έμοιαζε κουρασμένη.
-- Ελα, γυναίκα, βάλε να πιούμε... Μπα σε καλό σου, πού τρέχει ο νους σου;
-- Αλήθεια, είπε ο Γιωργάκης, είσαι άκεφη, μανούλα, τι έχεις;
-- Τίποτα, παιδί μου... να, λίγο το κεφάλι μου. Κι έβαλε κρασί.
-- Ελάτε, εβίβα... κι ο κυρ Θόδωρος τσούγκρισε το ποτήρι του με τους άλλους. Πάντα με το καλό. Όπως επιθυμείς, Γιωργάκη.
-- Ευχαριστώ, πατέρα, στην υγειά σου... Ελα, μητέρα, στην υγειά σου.
Κι όπως έτρωγαν το φρούτο, είπε πως εφέτος, χωρίς άλλο, η μητέρα του έπρεπε να πάει στα λουτρά.
-- Να πάτε κι οι δυο, να πας κι εσύ, πατέρα.
Η Ερασμία έσκυψε το κεφάλι, και πέρασε το χέρι της στο μέτωπο. Ένιωσε πάλι εκείνο το σβήσιμο, και κείνη την κομμάρα στα γόνατα.
Τι ήθελε να πει μ' αυτό; Πως τώρα που θα τους άφηνε μπορούσαν να λείψουν, μια και δε θα 'χαν την έγνοια του; Βέβαια, αυτό ήθελε να πει.
Έπειτα σήκωσε το τραπέζι. Οι άντρες άναψαν τσιγάρο και περίμεναν τον καφέ κουβεντιάζοντας.
Θα της το πει, μπορεί και σήμερα. «Μητέρα, να της πει, ετοίμασε τη βαλίτζα μου». Κι αν άκουσε τα λόγια τούτα, δε θα 'πεφτε ξερή; Κι ο Θόδωρος; Και πώς ν' απομείνουν δυο κούτσουρα τώρα στο έμπα των γερατειών; Ποιος θ' άνοιγε το σπίτι τους; Ποιον θα περίμεναν;... Και βιαζόταν να της το πει, μια ώρα αρχύτερα. Δεν άντεχε να περιμένει... Πώς δεν το στοχάστηκε αυτό που θα γίνει; Ο Σαρρής τώρα πια αναγνώρισε το γιο του. Θα θέλει λοιπόν να τον πάρει μαζί του. Κι ο Γιωργάκης θα το θέλει. Ναι, δε γίνεται αλλιώς... θα τους αφήσει. Εκείνος που του χρειάζεται από δω κι εμπρός είναι ο Σαρρής. Τι να του κάμει ο Θόδωρος ο καημένος; Ενας φτωχός συνταξιούχος; Τι να του κάμει κι αυτή, μια ταπεινή ράφτρα...
Και τότε άρχεψαν να κυλούν τα δάκρυά της εκεί καθώς έπλενε τα πιάτα. Γιατί στάθηκε τόσο άτυχη; Άτυχη; Άτυχη, γιατί ο γιος της δε θα 'ναι το μούλικο, χωρίς όνομα, χωρίς θέση στην κοινωνία; Άτυχη, γιατί θα μπορέσει να προχωρέσει στη ζωή;
Ωστε έτσι ήθελε: Να πληρώσει ο Γιωργάκης τις δικές της αμαρτίες; Γιατί πήγε ν' αγαπήσει ένα αρχοντόπουλο, αυτή η μοδιστρούλα, το φτωχοκόριτσο; Έλπισε ποτές να την κάμει γυναίκα του ο Σαρρής; Κι ό,τι γένηκε σήμερα δεν είναι από τις μεγαλύτερες χαρές απ' όσες μπορούσε να περιμένει;
... Θυμάται τα περασμένα... Θυμάται την πίκρα της εγκατάλειψης... την απονιά του... τη σκληρότητά του... Όνειρα της νιότης... σκέδια για το μέλλον... όλα ήρθε σαν το ληστή και της τα ρήμαξε... Την αποζημίωσε ο Γιωργάκης... Θυμάται το μαιευτήριο, όταν για πρώτη φορά πήρε το μωρό στην αγκαλιά της... Ντροπή, μετανιωμός, πίκρες, όλα διαλύθηκαν... Θυμάται όταν βγήκε από την πόρτα, και είδε το ανοιξιάτικο πρωινό, όλο φως, και την πλατιά λεωφόρο. Τι όμορφος της φάνηκε ο κόσμος και πόσο πλούσια και γλυκιά η ζωή... Είχε τη δουλειά της... Δεν είχε κανέναν ανάγκη... κι όταν ύστερα από λίγα χρόνια παρουσιάστηκε και τούτος ο άγιος άνθρωπος και τη ζήτησε. Ήθελε να φτιάξει σπιτικό, να νοικοκυρευτεί... δεν μπορούσε πια να ζει μαγκούφης και μοναχός... κι αγάπησε το Γιωργάκη, και ο Γιωργάκης τον αγάπησε και ζούσανε ευτυχισμένοι κι οι τρεις...
Πλάι μιλούσανε κι έστησε τ' αφτί ν' ακούσει τι έλεγαν. Τους άκουσε να γελούν, και γέλασε κι εκείνη χωρίς να ξέρει τι έλεγαν. Είχε τελειώσει την κουζίνα, κι έφτιαξε τον καφέ. Κι όπως τον απίθωσε στο τραπέζι, ο Γιωργάκης την είδε κλαμένη.
-- Μητέρα, κλαις! Μα τι έχεις; Κάτι έχεις. Ξέρεις εσύ, πατέρα, τι έχει;
-- Δεν ξέρω... δε μου είπε τίποτα... κι εγώ τη βλέπω στεναχωρημένη...
-- Δεν έχω τίποτα... κι άλλαξε κουβέντα, να μην ξεσπάσει στο κλάμα... Κι έλεγε για το γιασεμί, πως έπρεπε να του κάμουν τσαρντάκι, και να φωνάξουν το γείτονά τους τον περβολάρη να το φτιάξει.
Ο κυρ Θόδωρος έφυγε κι έμειναν οι δυο τους, μάνα και γιος.
Τα κορίτσια έφταναν και τράβαγαν στο εργαστήρι.
-- Και πόσο λογαριάζεις να φύγεις, Γιωργάκη; είπε σε μια στιγμή η Ερασμία, παίρνοντας την απόφαση να μάθει, ευτύς, χωρίς αναβολή, τι την περίμενε...
-- Να φύγω; Πού να πάω; έκαμε απορημένος ο νέος.
-- Στου πατέρα σου, πού αλλού; Τώρα που σου 'δωσε τ' όνομά του, δε θα το 'θελε να πας κοντά του;
-- Να πάω κοντά του! Πρώτα - πρώτα δε θα το 'θελε χωρίς άλλο, και έπειτα δεν το θέλω εγώ. Και γελαστός σηκώθηκε κι αγκάλιασε τη μάνα του... Α, ώστε αυτό ήτανε... Τρελή μου μάνα, τι έβαλε ο νους σου... Εγώ, ν' αφήσω εσένα και τον πατέρα μου να πάω μ' αυτούς! Δε σου το 'πα πως όλα τούτα είναι για τον τύπο... για τη βρωμοκοινωνία που ζούμε; Το σπίτι μου κι η φαμελιά μου είσαστε σεις οι δυο και κανείς άλλος. Κι όπως την είχε αγκαλιασμένη, η Ερασμία έγειρε το κεφάλι στον ώμο του και πια άφησε τα δάκρυά της να τρέξουν. Κλάμα και γέλιο μαζί.
-- Κυρία Εράσμια! ακούστηκε μια φωνή από το εργαστήρι.
-- Έρχομαι, κορίτσια, έρχομαι!
Ποτέ, ποτέ δε στάθηκε έτσι ευτυχισμένη όσο αυτή τη στιγμή.
No comments:
Post a Comment