Γεννήθηκε στους Σοφάδες Καρδίτσας, μεγάλωσε όμως στην Αθήνα, στο περιβάλλον του «Νουμά». Σπούδασε και πήρε δίπλωμα της Εμπορικής Ακαδημίας. Εγραφε στίχους που τους βλέπανε και τους επαινούσαν οι συνεργάτες του «Νουμά». Το περιοδικό όμως δεν τους δημοσίευε. Πολύ αργότερα έγινε και αυτό σηματοδοτώντας την είσοδο του νεαρού Ταγκόπουλου στη Λογοτεχνία. Βοηθούσε τον πατέρα του στην έκδοση του περιοδικού, έζησε τον αγώνα του «Νουμά» και ζυμώθηκε με τις περιπέτειές του. Εγινε και ο ίδιος μαχητής του δημοτικισμού. Από το 1919 είναι τακτικός συνεργάτης και μετά το θάνατο του πατέρα του ανέλαβε ο ίδιος την έκδοση του «Νουμά». Το 1917, όταν λόγω του πολέμου, σταμάτησε η έκδοση του «Νουμά», μαζί με μια ομάδα νέων λογοτεχνών βγάζει ένα νέο περιοδικό τον «Πυρσό» που σταματά την έκδοση με την επιστράτευση του Ταγκόπουλου. Συμμετέχει στη μικρασιατική Εκστρατεία και γυρίζει με κλονισμένη υγεία.
Η σκορπισμένη στα περιοδικά εργασία του είναι πολλή, ποικίλη και ενδιαφέρουσα. Εργα του, πεζά ποιήματα: «Πρόζες» 1915 και «Λουλούδια - Ερωτες - ταξίδια» 1924. Ποιήματα: «Δροσοσταλίδες» 1915 με πρόλογο του Κ. Παλαμά, «Λυρικά» 1921, «Γυρίσματα στο ξέφωτο» 1923. Συλλογές διηγημάτων: «Ενα διαμάντι που πέρασε» και «Η ζωή που πέρασε, ιστορίες του πολέμου και της παλιάς Αθήνας», όπου με μεγάλη επιτυχία παρουσιάζονται λαϊκοί τύποι της Αθήνας. Ο πρόωρος χαμός του ήταν απώλεια για τα ελληνικά Γράμματα.
Ιστορίες του πολέμου και της παλιάς Αθήνας
Παπαγεωργίου Βασίλης |
Εκανες Χριστούγεννα τότε και χαιρότανε η ψυχή σου Χριστούγεννα. Ενιωθες να γεννιέται ο μικρός ο θεούλης «εν των αλόγων τη φάτνη» και το αστέρι των Μάγων να σε φωτάει στο δρόμο.
Εσκαζες μύτη από την τσακιστή, έβγαινες λίγο από το γρέκι πιο έξω, και μπάνιζες χαρούμενο κόσμο να γυρίζει με χριστόψωμα και με ψώνια στο σπίτι.
Ολο γέλιο ψηλά οι ουρανοί. Εκανε πάντα κάτι λιακάδες χειμωνιάτικες τότε, να τις πιεις στο ποτήρι.
Ν' ανοίξεις τη χούφτα σου και να μαζεύεις αράδα τον ήλιο.
Δεν είχε χαλάσει, βλέπεις, η πλάση. Ο θεός ερχότανε κοντά στους ανθρώπους.
Επινε μαζί μας ρετσίνα, τα λέγαμε παλιοί μακαντάσηδες άνευ «φόβου» μαζί του, μας βοηθούσε, μας δάνειζε «άνευ κέρδος» το κέφι.
Ε! ρε χρόνια περασμένα, όμορφα, τίμια, νοικοκυρεμένα Αθηναίικα χρόνια, αναστέναξε ο Σταυρής.
Το μυαλό του ταξίδευε, όπως φεύγει παριανή ψαροπούλα, στα παλιά εκείνα τα χρόνια, στις αναμνήσεις εκείνες. Τις ξέθαβε μέσ' από τη σκόνη της λήθης, τις έφερνε πάλι στο φως, μ' ένα δάκρυ στα μάτια:
-- Παίρναμε τότε, παραμονή βράδυ, τον Αβέρωφ στα ξύλα και φέρναμε βόλτα τα μεγάλα μαγαζιά της Αθήνας. Στην οδός Αιόλου, Ερμού και Σταδίου.
Ο Μήτσος, μισοφωνία, εν τάξει, ο Νότης, τουμπερλέκι απ' τα λίγα, τρίγωνο εγώ, ο Σταυρής, και κουταλάκια ο Σπύρος.
Ενα κόρο από φωνές σα διαμάντι, τέσσερις άντρες, τέσσερα αηδόνια, να λένε:
«Καλήν εσπέραν άρχοντες,
Αν είναι ο ορισμός σας,
Χριστού τη θεία γέννηση
Να πω στ' αρχοντικό σας...»
Ποιος μας έλεγε όχι!
Ο «Αβέρωφ» μπροστά, γεμάτος σημαίες, στολισμένος σαν κούκλα. Θωρηχτό, μεγαλείο! Μηχανή, κανόνια, κατάρτια, αλυσίδες, φουγάρα, φιλιστρόνια, τιμόνια, πυξίδες, ένα κ' ένα στη θέση. Το λιβάνι, καπνός μυρωδάτος. Από την Αγια Ειρήνη παρμένο. Και ύστερα πάλι μπροστά το παπόρι, μπαμπάκι γαλάζιο το κύμα, και μεις να τα λέμε:
«Χριστός γεννάται σήμερον
Εν Βηθλεέμ τη πόλει.
Οι ουρανοί αγάλλονται
Χαίρεται η κτίσις όλη...»
Βροχή ο Γεώργιος Α' στις μπακίρες επάνω.
Ε! ρε χρόνια όμορφα, τίμια, νοικοκυρεμένα Αθηναίικα πλούσια χρόνια, αναστέναξε πάλι ο Σταυρής. Ε! ρε Χριστούγεννα τότε!...
Ξεσκονίζανε τα σύνεργα, τα μαζεύανε, γράφανε με μπογιά τους αριθμούς, ένα εφτάρι μεγάλο, μεγάλο στη μέση, σημαδεύανε στο ποδηλατάκι της τράπουλας από ένα μικρό σημάδι να τους δείχνει κι από την αντίθετη όψη τι χαρτί ξεσκεπάζει το φύλλο, και πηγαίνανε σαν καλοί Χριστιανοί να δοκιμάσουνε τέτοιες μέρες την Τύχη!
Στην οδό Αθηνάς, εκεί κοντά στη Δημαρχία, γινότανε το μεγαλύτερο υπαίθριο παιγνίδι για το καλό του καινούριου του χρόνου. Εκεί μαζευότανε κάθε καρυδιάς - καρύδι από τις πιο κεντρικές ή απόκεντρες συνοικίες της Αθήνας - από του Ψυρρή, την Πλάκα, τους Αγιαπόστολους, του Τσακαγιάννη, τα Εξάρχεια, τη Νεάπολη, την Κασσίδα, τη Γούβα - και σ' αυτό το μέρος στήνανε τα σύνεργά τους όλα τα καλά και τα τίμια παιδιά, ένας κι ένας! Αλλος μια λοταρία με ρολόγια, ξυπνητήρια, καθρέφτες, άλλος το σιδεράκι που έφερνε βόλτα και σταματούσε πότε σ' ένα πακέτο καπνό ή σ' ένα κουτί με λουκούμια ή και σε καμιά πλάκα ξερή «τσικολάτα». Εκεί λοιπόν κάθε χρόνο πιάνανε τα «πόστα» κ' οι δυο παλιοί κι αγαπημένοι μας φίλοι: ο Σταμάτης της Χρίσταινας, ένας άντρας, θηρίο, με αραιά ξεφτισμένα σαν του γάτου μουστάκια, κι ο ψηλός ο Ξυλάρας με το υγρό χαλασμένο μάτι.
Πιάνανε συνήθως τη γωνία που αντικρίζει το μέγαρο της Δημαρχίας και που αν τραβήξεις το δρόμο ίσια κάτω θα βγεις δεξιά σ' ένα παράξενο σπίτι που ενώνει στην ίδια σκεπή του τη ζωή και το θάνατο, τη χαρά και τη θλίψη. Ίσως να το ξέρεις ή να τόχεις ακουστά.
Στο υπόγειο είναι η «Μπελ-Βυ», το γνωστό παμπάλαιο καφέ-αμάν με τις χαρούμενες και πάντα πεταχτές πεταλούδες που φοράνε τα πράσινα βελουδένια με τις κεντητές ολόχρυσες πούλιες και στο απάνω είναι το φερετροποιείο του κυρ Γιώργη Βεντούρη με τα λογής λογής νεκροσέντουκα, θέλεις για μωρά παιδιά, νέους και νέες, θέλεις για μεγάλους, γεροντοκόρες, παντρεμένες και γέρους. Χαρά και πόνος, όπως στη ζωή ενωμένα!
Στη γωνία λοιπόν, που είπαμε, στήνανε οι δυο μακαντάσηδες τη μηχανή τους. Αρχίζανε από την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και τελειώνανε με τα Θεοφάνια. Τους έδιωχνε, θαρρείς, σαν τους καλικάντζαρους, η αγιαστούρα του παπά.
Όταν πιάνανε τα «πόστα» αμέσως οι δυο φίλοι, γινόντουσαν εχτροί. Γιατί κατά βάθος, ήταν κάτι περισσότερο από αδέρφια, συνεννοημένοι, ξηγημένοι σε όλα, εντάξει. Η επιχείρηση όμως ζητούσε το παιγνίδι αυτό, την έχτρητα και το πάθος, το μίσος.
Ο Σταμάτης έστηνε το ξυλένιο μικρό τραπεζάκι και άπλωνε απάνω του το ταμπλό της λοταρίας. Περνούσε το σακάκι στο αριστερό του μανίκι και με το δεξί του χέρι, ελεύτερο, κουνούσε τα ζάρια και φώναζε:
-- Εδώ, Κύριοι, άλλος, το τυχερόν και αθώον παιγνίδιον του Μεγάλου Ναπολέοντος! Τόσα βάζετε, τόσα παίρνετε. Ολ' η γραμμή κερδίζει, το εφτάρι χάνει!
Και έφερνε τα ζάρια έτσι, που αν επέμενες λίγο στο παιγνίδι πήγαινε στα σίγουρα το κέρδος σ' εκείνον.
Μάζευε δεκάρες χάλκινες, νικελένια εικοσαράκια, δραχμές ασημένιες. Φτάνει να μη του έκοβε την πελατεία ο Ξυλάρας οπότε αρχίζανε μεταξύ τους τον καυγά, τη βλαστήμια.
Ο Ξυλάρας υποχωρούσε στο τέλος κ' έστελνε τους μουστερήδες στο Σταμάτη.
-- Πηγαίνετε, ρε παιδιά, σε δαύτον το μουρμούρη να μην έχουμε αίματα χρονιάρικη μέρα.
Και τούτο γιατί, αυτός δεν μπορούσε να ξεγελάσει με την «πασέτα» τα μικρά παιδιά, τη μαρίδα, που δεν είχανε γνώση μεγάλη πότε να βάλουνε στο φάντε και πότε στον άσο!
Το βράδυ μοιράζανε μεταξύ τους το κέρδος ή πηγαίνανε και τα παίζανε όλα στου Γώγου το μεγάλο παιγνίδι. Πολλές φορές όταν κερδίζανε, κατεβαίνανε στο μεσαίο να πιούνε μαζί με τα «κορίτσια» κανένα ποτήρι μπίρα ή αν είχανε περισσότερο κέφι ν' ανοίξουνε καμιά μποτίλια «σίδερο», να τους κάψει τα σπλάχνα. Οταν τα χάνανε όλα - κι αυτό γινότανε κάποτε, η σφαίρα γυρίζει! - φεύγανε σα ζεματισμένοι, με υγρό δακρυσμένο ο Ξυλάρας το μάτι, με πιο αραιά τα μουστάκια ο Σταμάτης, βλαστημώντας όλη την οδό Λυκούργου με το κοφτήριο εκείνο, Αιόλου γωνία!
Την άλλη μέρα ξαναστήνανε τη «μηχανή τους» για να βρούνε καινούρια ψιμάρια.
Ο Ξυλάρας σάλιωνε τα δάχτυλά του στην άκρη και αρχίναγε «τέρτσο-τίρο» πασέτα. Πολλοί πηγαίνανε για να βρούνε την καλή, μα τότε αυτός τους έφερνε «στον πρώτο λύκο το ρήγα» ή «στη φάτσα τη ντάμα» και το κέρδος τους ξέφευγε πάλι.
Στη ράχη της γωνίας ο Σταμάτης κανόνιζε το άλλο παιγνίδι. Τα ζάρια φέρνανε ανάλογα, πότε «ντόρτια», πότε «εφτάρι». Και άμα ερχόταν εφτάρι, τότε «το τυχερόν και αθώον παιγνίδιον του Μεγάλου Ναπολέοντος» τα σάρωνε όλα.
Μετά τις γιορτές, τα σύνεργα πηγαίνανε μαζεμένα στην πάντα. Άρχιζε ο καιρός της δουλειάς. Δεν είχανε πέραση πια, ούτε τα ζάρια με το «διάργυρο» μέσα, ούτε οι σημαδεμένες κολτσίνες. Θα τα ξαναβρίσκανε πάλι του χρόνου όταν θάταν να 'ρθουνε όπως τώρα οι αγιασμένες χαρούμενες μέρες. Τότε που θα ξαναγέμιζε η Αθήνα λοταρίες, παιγνίδια, και όλοι θάχανε κέφι να δοκιμάσουν την Τύχη!
No comments:
Post a Comment