Monday, December 22, 2008

Λογοτεχνία, νοσταλγία και οικουμενική εντοπιότητα



ΒΑΣΙΛΗΣ Π. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ / ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ

ΒΑΣΙΛΗΣ Π. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ: Το χρώμα της νοσταλγίας. Διηγήματα (Εκδόσεις Γαβριηλίδη 2008)

Του Αντώνη ΚΑΛΦΑ, Η Αυγή, 21/12/2008

Ο Βασίλης Καραγιάννης (Λευκοπηγή Κοζάνης, 1953) υπηρετεί με συνέπεια πολλά είδη του λόγου (χρονογράφημα, τοπική ιστορία, μελέτη, εκδοτική τέχνη, προλογύδρια, ποίηση και πεζογραφία). Στη λογοτεχνία εμφανίζεται το 1995 με τη συλλογή διηγημάτων Περιπλάνηση ένδον. Στα 53, αν μετράω σωστά, μέχρι σήμερα διηγήματα του Καραγιάννη, συμπεριλαμβανομένης και της συλλογής Το χρώμα της νοσταλγίας στην οποία περιλαμβάνονται 13 διηγήματα- μπορούμε να διακρίνουμε τα βασικά στοιχεία της θεματολογίας και της τεχνικής του. Βασικά του θέματα είναι η τοποφιλία (η κοζανίτικη/δυτικομακεδονική ενδοχώρα, το ευρύτερο μακεδονικό τοπίο με κέντρο τη Θεσσαλονίκη, η καθ' ημάς βαλκανική ενδοχώρα - Ο κόσμος της καθημερινότητας- αστικής και αγροτικής όπου κυριαρχεί η βιωματική αμεσότητα στην περιγραφή και αξιοποίηση του υλικού των αφηγημάτων του (καθημερινές καταστάσεις, συμπεριφορές θεσμών αλλά και παρατηρήσεις οξυδερκείς για πλευρές της καθημερινής βιοπάλης). Το χιούμορ, ειρωνεία και κριτική των ιδεών (κομμάτι της κοζανίτικης παράδοσης από τη μια αλλά ταυτόχρονα και απόρροια του εξασκημένου κριτικού τρόπου με τον οποίο ο συγγραφέας ασκεί κριτική). Τέλος, ένα άλλο χαρακτηριστικό της λογοτεχνικής του δουλειάς είναι και η με ποικίλους τρόπους επανερχόμενη θρησκευτικότητά του (είτε αυτή είναι ρητή και αφορά περιγραφές και εικόνες είτε βρίσκεται διάχυτη, ως διακείμενο, στους αρμούς της μεταφοράς, της εικονοποιίας κ.λπ.). Στο επίπεδο της τεχνικής υλοποίησης των ανωτέρω ο έμπειρος, λεπταίσθητος, και ακούραστος αφηγητής χρησιμοποιεί πολλούς τρόπους. 1. Αξιοποιεί για παράδειγμα τη συνειρμική γραφή (από αλλού ξεκινάει και άλλα αφηγείται). 2. Εμπιστεύεται τη λειτουργία της μνήμης, τεχνική που γνωρίζουμε από τον δεινό πεζογράφο και μαιτρ του είδους Πεντζίκη αλλά και από τον οικειότερο και λυρικότερο συγγραφέα της Πρωτεύουσας των προσφύγων Γιώργο Ιωάννου. («Η μόνη πραγματικότητα είναι τελικά η μνήμη. Αυτή μένει συνεχώς ή τουλάχιστον περισσότερο, αφού η υλική στιγμή της πραγματικότητας μετά την παρέλευσή της δεν υπάρχει, έγινε αμέσως άυλο παρελθόν». 3. Χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο και την εσωτερική εστίαση ακόμα και όταν μιλά στο τρίτο, στις περιγραφές του δηλαδή κατά την περιπλάνησή του στον κόσμο των ηρώων και των συμβάντων τους. Τέλος, αξιοποιεί την εκφραστική δύναμη της γλώσσας είτε κομματιάζοντάς την εμφατικά είτε χρησιμοποιώντας την ειρωνικά προς εξαγωγή συμπερασμάτων άλλης τάξεως είτε πολύ συχνά χρησιμοποιεί το λαϊκό, ενίοτε κοζανίτικο, ιδίωμα, προκειμένου να δώσει αμεσότητα, φρεσκάδα αλλά και αμετάφραστην εις την νεοελληνικήν κοινή ευδαιμονία

Από τα 13 εν όλω κείμενα, τα μισά (7 τον αριθμό) έχουν ως σκηνή και θεματολογία κοζανίτικες εμπειρίες, τοποθεσίες και συμβάντα. Πρόκειται για τα ωραιότερα διηγήματα του βιβλίου και ίσως τουλάχιστον τρία από αυτά τα καλύτερα που έγραψε ο παντογράφος (για να θυμηθούμε τον Έκο) Βασίλης Καραγιάννης.

Από τα αυτοβιογραφικά/βιωματικά κείμενα του τομιδίου συγκλονιστικό είναι το διήγημα που φέρει και τον τίτλο της συλλογής και στο οποίο αποτυπώνεται η ψυχική κενότητα, ο ιδεολογικός πειθαναγκασμός και η απουσία γνήσιου ήθους πολιτισμού όταν κάπου 8 χιλιάδες νεοσύλλεκτοι παρατάσσονται στην παραλία της Κορίνθου για τις ανάγκες της ταινίας του Κακογιάννη «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» με την αυταρχική όσο και παράλογη προτροπή «Να κοιτάτε όλοι με νοσταλγία το πέλαγος…»! Ποιο είναι λοιπόν το χρώμα της νοσταλγίας; «Κοιτάγαμε ο ένας τον άλλον. Όλοι ίδιοι. Γυμνοί και κουρεμένοι στο σώμα, κουρσεμένοι στην ψυχή. Το μυστήριο της φύσης μας να κρέμεται ως η τελευταία μαραμένη υπόμνηση της εγκοσμιότητάς μας.» (σ. 160).

Δύο διηγήματα της συλλογής επαναφέρουν με λογοτεχνικό τρόπο τις απόψεις του συγγραφέα γύρω από τους πολιτισμικούς θεσμούς της χώρας, της Μακεδονίας ειδικότερα και της Θεσσαλονίκης ειδικότατα: στο εριστικό κείμενο με τον εύγλωττο τίτλο «Επιδρομή στην πρωτεύουσα των προσφύγων» θεματοποιούνται νεοελληνικές συμπεριφορές εξ αφορμής μιας διαδρομής προς Θεσσαλονίκη: πατικωμένοι άνθρωποι στο λεωφορείο, κλειστή η Δημοτική Πινακοθήκη της Θεσσαλονίκης ημέρα Σάββατο («Στην επαρχία μας είναι ανοιχτό το Μουσείο κάθε μέρα»). Στο ιδίου κλίματος «Ένα κρασί για δύο εντελώς» προεξάρχει η προσωπικότητα του Κώστα Λαχά χωρίς να κατονομάζεται. Αντικείμενό του αφηγήματος είναι η παραπολιτιστική συμπεριφορά των επωνύμων της έμμισθης πολιτιστικής κρατικής υπαλληλίας, η οποία κατακλύζει τις ανάλογες συνάξεις.

Τέλος, σε δύο διηγήματα η δράση απομακρύνεται από τον γενέθλιο τόπο προκειμένου να περιγραφούν εξωελληνικοί θεσμοί και εμπειρίες. Στο «Σικελικόν απόδειπνο» προέχει η ελληνική εμπειρία στην ιταλική/σικελική γη εξ αφορμής μιας επίσκεψης, μια εντελώς υποκειμενική ανάγνωση της ταξιδιωτικής ηδονής- παρόμοια κείμενα έχει γράψει και άλλα ο Καραγιάννης. Στο απείρως πιο ενδιαφέρον πολιτισμικά «Λεωφορείον το πάθος» αποδίδεται η βαλκανική εμπειρία ενός ταξιδιού από την πρωτεύουσα των προσφύγων στην πρωτεύουσα των Βουλγάρων με σκοπό καλλιτεχνικό, την απονομή δηλαδή ενός βαλκανικού βραβείου (οι σχετικές αναφορές ταιριάζουν απολύτως με την πρόσφατη μυθιστορηματική και λίαν πειστική περιγραφή του παρασκηνίου των βραβείων όπως αυτές τις χειρίζεται ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στο βιβλίο του Τι ζητούν οι βάρβαροι).

Ο Βασίλης Καραγιάννης με «Το χρώμα της νοσταλγίας» μάς έδωσε την καλύτερη μέχρι σήμερα λογοτεχνική δουλειά του: γραφή προσεκτική, με πλούσια γλώσσα, ματιά ανοιχτή και κριτική. Παρατηρητικός, βαθιά εξωστρεφής, βαλκάνια ευρωπαίος και με πολλά διαβάσματα, μπορεί να δώσει ακόμα περισσότερα.

No comments: