Του Παντελη Μπουκαλα, Η Καθημερινή, Tρίτη, 2 Δεκεμβρίου 2008
Η καλή ποίηση ποντάρει πάντοτε σε έναν δεύτερο χρόνο. Το στοίχημά της δεν παίζεται ποτέ εφάπαξ, όπως ξέρουμε και από την ιστορία των γραμμάτων, όπου δεν είναι λίγα τα περιστατικά επανανακάλυψης ή αργοπορημένης αναγνώρισης. Ξέρουμε, επί παραδείγματι, πως αν ο Κωστής Παλαμάς, στη δεκαετία του 1880, δεν «ηγόραζε εκ τινος παρά την Αγίαν Ειρήνην παλαιοπώλου δύο τομίδια ελληνικών ποιημάτων», το ένα με τον «Οδοιπόρο» του Παναγιώτη Σούτσου και το άλλο «άγνωστον αγνώστου εις αυτόν ποιητού», το οποίο και τον «είλκυσε» και τον «εξέπληξε», ίσως η αναντικατάστατη και ανάδελφη φωνή του Ανδρέα Κάλβου δεν θα αποκτούσε τη δεύτερη ευκαιρία της. Ξέρουμε επίσης ότι κάθε άλλο παρά καταδικαστικό για τη μοίρα του λόγου του ήταν το γεγονός ότι ο Γιώργος Σεφέρης τύπωσε το «Μυθιστόρημά» του το 1935 σε μόλις 150 αντίτυπα, ότι ο Κωνσταντίνος Καβάφης δεν εξέδιδε καν τα ποιήματά του υπό μορφή τυπικού βιβλίου ή ότι η «Αγονος γραμμή» του Αρη Αλεξάνδρου είχε πουλήσει μόνο έξι αντίτυπα στην πρώτη της έκδοση, το 1952, και η «Ευθύτης οδών» μόλις εννιά.
Ο «έπαινος του δήμου», αριθμητικά ή λογιστικά αποτυπωμένος σε πωλήσεις και ποσοστά, δεν είναι πάντοτε ασφαλές κριτήριο. Είναι πάντως ένας καλός δείκτης όταν παίρνει τη μορφή της εγκάρδιας υποδοχής από την κοινή, συλλογική φωνή των στίχων ενός ποιητή που πια, τραγουδισμένοι και περνώντας από στόμα σε στόμα κι από γενιά σε γενιά, κερδίζουν τη μάχη τους με τον χρόνο. Αυτό έγινε στην περίπτωση του Τάσου Λειβαδίτη, και μάλιστα με έναν τρόπο που απέδωσε στα τραγουδισμένα ποιήματά του έναν ανώνυμο χαρακτήρα, παρά τη λογιοσύνη τους· αρκετά από αυτά οι νεότεροι τα λένε πια δίχως να τα αποδίδουν σε συγκεκριμένο χέρι αλλά σαν να είναι γέννημα λαϊκό, δημοτικό, κοινό - κι αυτό είναι πιστεύω η ύψιστη τιμή για έναν ποιητή: να εγγραφεί ο προσωπικός του λόγος στο μεγάλο ανυπόγραφο βιβλίο, ως παράγραφος άνευ ιδιοκτήτη, συλλογικά υπογεγραμμένη. Σίγουρα, όσοι δίκαζαν τον «αντεθνικό» ποιητή (το 1955, για το βιβλίο του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου») και όσοι απαγόρευαν την προβολή ταινιών που βασίζονταν σε σενάριό του (μιλάω για τη «Συνοικία το όνειρο»), αλλιώς υπέθεταν το μέλλον.
Το δεύτερο στοίχημα
Αλλά η ποίηση του Λειβαδίτη, ήδη αναγνωρισμένη στον καιρό της, δεν κέρδισε το δεύτερο στοίχημά της μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο. Μπορεί η ποίηση να μετράει τις γενιές της ήττας τη μια πάνω στην άλλη, η ίδια όμως δεν ηττάται, εκτός και αν θεωρήσουμε τεκμήριο συντριβής της τις πωλήσεις, για τη σχετική αξία των οποίων ωστόσο μιλήσαμε λίγο πριν. Στα είκοσι χρόνια από τον θάνατο του ποιητή, λοιπόν, έχουν πληθύνει οι ανατυπώσεις έργων του, οι μελέτες και οι διδακτορικές διατριβές, οι ανθολογήσεις, οι κριτικές προσεγγίσεις και αναψηλαφήσεις, οι αφιερωματικές εκδηλώσεις. Στόχος, η εκ νέου υπόδειξη και ανάδειξη μιας φωνής που καλλιέργησε και πιστοποίησε την ιδιοτυπία της μολονότι είχε να συγκριθεί στον καιρό της «στράτευσης» με τον δεσπόζοντα όγκο του Γιάννη Ρίτσου, ενώ στον καιρό της στάχτης και του κριτικού αναστοχασμού (όταν πια στο ερώτημα «Κι εγώ ποιος ήμουν;» είχε παγιωθεί η απάντηση «ένας πρίγκιπας του τίποτα, ένας τρελός για επαναστάσεις κι άλλα πράγματα χαμένα», απάντηση που ανακοινώθηκε με τα «Χειρόγραφα του φθινοπώρου», τη συλλογή που εκδόθηκε μεταθανάτια, το 1990) είχε να μετρηθεί με τον καίριο τρόπο του Μανόλη Αναγνωστάκη και του Αρη Αλεξάνδρου.
Γράφοντας εδώ τον Δεκέμβριο του 1990 γι’ αυτήν τη μετά θάνατον παρουσία του ποιητή και λοξοκοιτάζοντας τις γραμματολογικές διχοτομήσεις σε επικό/ελεγειακό Λειβαδίτη, αισιόδοξο /απογοητευμένο, πιστό/δύσπιστο, συντροφικό/μοναχικό, ρεαλιστή/μεταφυσικό, ομιλητικότατο/λιγόλογο, σημείωνα το αυτονόητο, έτσι πιστεύω, ότι δηλαδή «ο λόγος των ανθρώπων δεν τους παραδίδεται εξ αρχής ατόφιος και οριστικός» και ότι «ο Λειβαδίτης μεγάλωσε μες στη γραφή του και μες στην αγρύπνια του». Δεν έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μία ή δύο ή τρεις αντίδικες και αλληλοαναιρούμενες φωνές, αλλά με έναν κενταυρικό πολίτη - λογοτέχνη που όντας εντός της ιστορίας τη στιγμή που αυτή συντελείται, και μάλιστα σε κρισιμότατα επεισόδιά της, εξελίσσεται, ανακαλύπτει, επινοεί, συντονίζεται: γίνεται ποιητής, και γίνεται διαρκώς, μη αρκούμενος σε κάποια άνωθεν ή έξωθεν δωρεά.
Με τη μέθοδο της αγάπης
Ενας από τους τακτικότερους επισκέπτες της ποίησης του Λειβαδίτη είναι ο Γιάννης Κουβαράς, ποιητής, κριτικός, κυρίως δε δάσκαλος στη μέση εκπαίδευση. Ο Κουβαράς ασκεί περίπου ένα τέταρτο του αιώνα τώρα την κριτική, με την προσοχή του στραμμένη κυρίως στην παραγωγή των ποιητών, τόσο των νεότερων όσο και των παλαιότερων, «κεκυρωμένων» ή σχετικώς «άδοξων» · οι κριτικογραφίες του, αναδρομικά συναγμένες οι περισσότερες σε δύο τόμους υπό τον τίτλο «Επί πτερύγων βιβλίων», φανερώνουν σχεδόν εξ αρχής ότι στην ανάγνωση και την κριτική του έχει ενστερνιστεί τη «μέθοδο» του Παλαμά: τη μέθοδο της αγάπης. Αγαπάει τα κείμενα που διαβάζει και συστήνει, δεν τα αντιμετωπίζει εξοπλισμένος με βαριά ή απλώς βαρύηχα θεωρητικά σχήματα και με μια ειδική ορολογία ενίοτε απροσπέλαστη ή και ναρκισσιστικά σκοτεινή, και στην αποτίμησή του είναι πάντοτε γενναιόδωρος· την περιστασιακή αυστηρότητά του δεν την οξύνει, αλλά τη μετριάζει βρίσκοντας πάντοτε κι έναν καλό, από καρδιάς λόγο.
Και τον Τάσο Λειβαδίτη, από την οδό της αγάπης και με τη δική της «μέθοδο» τον προσεγγίζει ο Κουβαράς. Και του Λειβαδίτη άλλωστε η κριτική «μέθοδος», η αγάπη είναι, όπως σημειώνει ο Τίτος Πατρίκιος προλογίζοντας το βιβλίο «Ελληνες ποιητές», όπου έχουν συστεγαστεί ορισμένες από τις κριτικές του Λειβαδίτη στην «Αυγή»: «Το παθιασμένο ενδιαφέρον τον οδήγησε να αναλάβει την κριτική της ποίησης από τις στήλες της “Αυγής”... Μιας κριτικής που την άσκησε με διεισδυτική ευαισθησία, με στοχασμό που δεν κατέληγε ποτέ σε κάποια κανονιστικότητα, με άνοιγμα σε όλους τους τρόπους της ποίησης και αγάπη για όλους τους ποιητές, χωρίς εύνοιες ή πατερναλισμούς».
Με το έργο του Λειβαδίτη ο Κουβαράς έχει ασχοληθεί επί σειρά ετών, όπως καταδεικνύει και η συναγωγή των κειμένων που φιλοξενούνται στον τόμο «Στην ανθισμένη ματαιότητα του κόσμου - Περιδιαβάσεις στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη». Περιέχονται περί τα δεκαπέντε κείμενα, με τα παλαιότερα δημοσιευμένα τα 1991, τα οποία έχουν φιλοξενηθεί (πλην δύο) από διάφορες εφημερίδες και περιοδικά («Η Αυγή», «Η Καθημερινή», «Ο Πολίτης», «Διαβάζω», «Η λέξη» κ. ά.). Με όλη την άνιση έκτασή τους ή τον ενίοτε περιοριστικά επικαιρικό χαρακτήρα τους, παρακολουθούν και σκιαγραφούν τον Λειβαδίτη ως πολίτη, ποιητή, στιχουργό, κριτικό, αναδεικνύοντας τις καμπές της δημιουργίας του και τη συνάρτησή τους με τους σταθμούς του ταραγμένου προσωπικού του βίου, οι οποίοι με τη σειρά τους συναρτώνται με την κοινωνικοπολιτική μοίρα του τόπου και την ιδεολογική περιπέτεια της Αριστεράς.
Η δεδομένη φιλολογική παιδεία του Γιάννη Κουβαρά δεν ψυχραίνει τον λόγο του. Το γράψιμό του παραμένει θερμό, με σαφή την ποιητική του καταγωγή και εκδίπλωση, όπως υποδηλώνεται τόσο από επιγραμματικές διατυπώσεις, λ. χ. «κάθε ποίημα είναι κατά βάθος ένα επιτύμβιο, ακόμη και το πιο αισιόδοξο», όσο και από την έφεση του κριτικού στα παιχνίδια και τα σχήματα του λόγου, με χαρακτηριστικότερο εδώ το «μέρος/έρως/μόρα/μόρος», με το οποίο σαν μικρό φανό προσεγγίζει την περίφημη πίστη του Λειβαδίτη πως «Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει». Συσσωρευτική και συνειρμική παρά αποδεικτική η γραφή του συγγραφέα, χάρη και στην καλή του μνήμη και την ευρετική επιμονή του, που του επιτρέπει συγκρίσεις και συσχετισμούς, αναπτύσσει έναν διαρκή διάλογο με την ποίηση του Λειβαδίτη, κομίζοντας καλούς καρπούς για τον αναγνώστη και ανοίγοντάς του την όρεξη. Στις «Περιδιαβάσεις» του Γιάννη Κουβαρά ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίζεται ενιαίος, να ακεραιώνεται ακριβώς μέσα από τους θεωρούμενους διχασμούς του. Και η ανάδειξή του αυτή αποτελεί σπουδαία όσο και σεμνή υπηρεσία στο έργο του.
No comments:
Post a Comment