Friday, December 5, 2008

Ελληνική αρχαιότητα και σύγχρονη ελληνική ποίηση


ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ

ΒΗΜΑ ΙΔΕΩΝ - Τεύχος 05/12/2008

Δημήτρης Δασκαλόπουλος / Ποιητής, Βιβλιογράφος
Η ελληνική αρχαιότητα (μα και η ρωμαϊκή) αποτέλεσαν και εξακολουθούν να αποτελούν ως σήμερα την πηγή απ΄ όπου αρδεύεται τακτικά η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, καθώς και οι άλλες μορφές της νεοελληνικής τέχνης. Αυτός ο διάλογος με τον αρχαίο κόσμο δεν συνιστά αποκλειστικό προνόμιο των ελλήνων δημιουργών. Στο βασικό για το θέμα μας βιβλίο Η κλασική παράδοση.Ελληνικές και ρωμαϊκές επιδράσεις στη λογοτεχνία της Δύσης (ΜΙΕΤ, 1988) ο Gilbert Ηighet έχει καταγράψει πειστικά και διεξοδικά την παρουσία του κλασικού κόσμου στις νεότερες λογοτεχνίες.
Στην εκμετάλλευση θεμάτων της αρχαιότητας και στην αναγωγή τους σε κοινούς λογοτεχνικούς «τόπους» έχουν προηγηθεί, από την εποχή της Αναγέννησης και εντεύθεν, οι συγγραφείς της Ευρώπης, με κύριους τροφοδότες τον Ομηρο, τους τραγικούς και λυρικούς ποιητές και τη μυθολογία. Ορισμένες νύξεις που θα επιχειρήσω να διατυπώσω στη συνέχεια περιορίζονται στον χώρο της νεότερης ελληνικής ποίησης με μια παραδειγματική περίπτωση ως άξονα και, βεβαίως, δεν εξαντλούν το θέμα· αποτελούν απλές υποθέσεις εργασίας ή ερωτήματα προς συζήτηση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το δημοφιλές λογοτεχνικό πρόσωπο του ομηρικού Οδυσσέα, που έχει διανύσει μεγάλη πορεία ως σήμερα σε ποικίλα κείμενα της Γραμματείας διαφορετικών γλωσσών, με επιφανέστερους σταθμούς τον Βιργίλιο, τον Δάντη, τον Τέννυσον, τον Τζέιμς Τζόυς και τον Εζρα Πάουντ. Η πορεία αυτή έχει εξεταστεί λεπτομερώς από τον W.Β. Stanford στο έργο του Τhe Ulysses theme.Α study in the adaptability of a traditional hero (Βlackwell, Οxford 1954). Η παρουσία του ίδιου θέματος, όπως και τα γενικότερα ίχνη της ελληνικής αρχαιότητας στη σύγχρονη ελληνική ποίηση, εντοπίζονται εντονότερα στους μείζονες ποιητές μας του 20ού αιώνα, οι οποίοι φαίνεται ευκρινώς να διατηρούν με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο έναν βαθύ και ουσιαστικό διάλογο. Αναφέρομαι στα ονόματα του Κωστή Παλαμά, του Νίκου Καζαντζάκη, του Κ.Π. Καβάφη, του Αγγελου Σικελιανού, του Γιώργου Σεφέρη, του Οδυσσέα Ελύτη και του ώριμου Γιάννη Ρίτσου.
Στους ποιητές αυτούς ο αρχαίος ελληνικός κόσμος δεν δανείζει απλώς από την πλούσια Γραμματεία του ονόματα, τραγικές ιστορίες ή ολόκληρα παραθέματα· η αναφορά στην αρχαιότητα δεν αποτελεί απλή, επιφανειακή ή επιδεικτική νύξη· συστήνεται ως ερέθισμα για να αναζητηθούν αναλογίες και ταυτίσεις παρελθόντος και παρόντος, να προκληθούν συσχετισμοί και διαχρονικές συνδέσεις, να φτάσουν ως τις μέρες μας τα πάθη και η πείρα των αρχαίων επικών, λυρικών και τραγικών ποιητών, καθώς και οι περίπλοκες, εξίσου ερεθιστικές και διδακτικές σχέσεις των προσώπων της μυθολογίας.
Γιατί, όπως είναι γνωστό, κάθε ποιητής δεν είναι παρά ένας κρίκος σε μιαν εκτεταμένη και συνεχώς επεκτεινόμενη δημιουργική αλυσίδα· ένας κρίκος που συνδέεται άρρηκτα με τους προηγούμενους και, στην ευτυχέστερη περίπτωση, μπορεί να αποτελέσει και ο ίδιος σημείο αναφοράς για όσους ακολουθούν. Τούτη την ιδέα την έχει αποτυπώσει ο Κωστής Παλαμάς στους εναρκτήριους στίχους του ποιήματός του «Οι Πατέρες», από τη συλλογή Βωμοί:
Η Ελλάδα, αρχαία, παντοτινή. Μα κοίτα, και τη βρίσκεις του νέου μέσ΄ στο περπάτημα τη δύναμη του αρχαίου. Πόσες φορές δε βλέπουμε στου νέου παιδιού το σείσμα, στου νέου παιδιού το λύγισμα,να σειέται,να λυγιέται μέσ΄ απ΄ του χρόνου τους βυθούς ο γέρος ο πατέρας. Ο Παλαμάς, και πάλι, είχε πολύ έγκαιρα αντιληφθεί ότι η προσφυγή των ποιητών στα αρχαία πρότυπα δεν αποτελεί απλώς ιδεολογική αναγωγή (κάποτε και κατασκευή εθνικής ανωτερότητας και υπερηφάνειας), αλλά πως εμπεριέχει πλέον λογοτεχνικούς και ποιητικούς συμβολισμούς, πως κινείται σ΄ ένα άλλο, μεταφορικό επίπεδο.
Ετσι, στο γνωστό δοκίμιό του «Η σαφήνεια και η ασάφεια εν τη ποιήσει» (1895) θα αναρωτηθεί: «Μήπως λ.χ. πρόσωπα τινά και πράγματα εν τη Ομηρική ποιήσει, ως η Ελένη, ο Οδυσσεύς, η Κίρκη, το νηπενθές, το πλοίον των Φαιάκων, ο κήπος του Αλκινόου και τόσα άλλα, δεν προσηλώνουν τον νουν και δεν συγκινούν την καρδίαν όχι δι΄ όσων απλώς εκφράζουν μόνον, αλλά προ παντός, δι΄ όσων βαθέως υπονοούν, ως ποιητικά τουτέστι σύμβολα, και όχι ως πλάσματα μόνον;».
Ο παλαμικός Οδυσσέας ταυτίζεται με τη σύνεση και την ανδρεία, ενώ ο καζαντζακικός είναι ένας περίπου υπεράνθρωπος, φλογισμένος από αντίμαχες ιδέες και άγρια δίψα ζωής. Λίγα χρόνια πριν από την κυκλοφορία της αποθαρρυντικής για ανάγνωση λόγω έκτασης Οδύσειας του Καζαντζάκη (1938), ο Σεφέρης είχε εξανθρωπίσει τον ομηρικό ήρωα, απαλλάσσοντάς τον από υπερφυσικές ιδιότητες: «ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος που πάλεψε μέσα στον κόσμο, με την ψυχή και με το σώμα», γράφει στο ποίημα «Πάνω σ΄ έναν ξένο στίχο» (1932). Από τα ποιήματα του Σεφέρη, εξάλλου, αναδύθηκε και αναδείχτηκε στη νεωτερική ποίησή μας και μια άλλη, πολύ ανθρώπινη φυσιογνωμία ομηρικής προέλευσης, η εμβληματική μορφή του αντιήρωα Ελπήνορα.
Πολλά χρόνια προτού αφοσιωθεί ο Καζαντζάκης στη σύνθεση της Οδύσειας, ένας άλλος, άγνωστος τότε ποιητής, προσπαθούσε στην Αλεξάνδρεια να ιχνηλατήσει μέσα από τα διαβάσματά του τη μοίρα και το τέλος του ομηρικού ήρωα μετά την επιστροφή του στην Ιθάκη, από εκεί δηλαδή που τον εγκαταλείπει ο Ομηρος. Στα 1894, σε μιαν εποχή που έχει ήδη αρχίσει να συνθέτει ομηρογενή ποιήματα, ο Καβάφης γράφει και κρατά στα συρτάρια του το πεζό κείμενο «Το τέλος του Οδυσσέως», αρκετά χρόνια προτού οδηγήσει τους αναγνώστες του με σχετική ποιητική ασφάλεια στο λιμάνι της δικής του «Ιθάκης». Είναι αξιοσημείωτο πως σε κανένα από τα ποιήματα ομηρικής εμπνεύσεως του Αλεξανδρινού δεν αναφέρεται ο Οδυσσέας, ενώ μνημονεύονται αρκετά ονόματα από την Ιλιάδα.
Το έργο του Σικελιανού βρίθει από αρχαιοελληνικά θέματα και η παρουσία του Ομήρου εντοπίζεται ήδη στον Αλαφροΐσκιωτο , με σαφή αναφορά στον Οδυσσέα, ενώ στο εκτενές ποίημα που επιγράφεται «Το τραγούδι της Καλυψώς», αναδημιουργούνται οι στίχοι του Ε της Οδύσσειας, που είχαν απασχολήσει και τον Παλαμά στο ποίημά του «Ραψωδία». Με το ίδιο θέμα, την πολυθρύλητη σχέση του Οδυσσέα με την Καλυψώ, σχέση που φαίνεται να αναθερμαίνει κατά καιρούς το ενδιαφέρον των ποιητών μας, ασχολήθηκε πρόσφατα και η Κική Δημουλά στο ποίημά της με τίτλο τον καβαφικό στίχο «Επέστρεφε και παίρνε με», στη συλλογή Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως (2007).
Ο Ελύτης είναι στραμμένος περισσότερο προς τους λυρικούς ποιητές της αρχαιότητας και τον Ηράκλειτο· το όνομα του Οδυσσέα μνημονεύεται μία και μοναδική φορά στη συλλογή Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας , παρά το γεγονός ότι είναι πολλές οι ονομαστικές αναφορές στον ίδιο τον Ομηρο, από τον οποίον δανείζεται, παραθέτει και ενσωματώνει στους στίχους του αυτούσια ορισμένα αποσπάσματα της ομηρικής γλώσσας. Προς τους ήρωες των αρχαίων τραγωδιών στρέφεται ο Ρίτσος, σε μια από τις πιο ώριμες συλλογές του την Τέταρτη διάσταση, όπου παρελαύνουν ο Αγαμέμνων, ο Αίας, η Ελένη (προσφιλές θέμα και σε πολλούς άλλους ποιητές), η Ιφιγένεια, η Ισμήνη, ο Ορέστης, η Φαίδρα, ο Φιλοκτήτης, η Χρυσόθεμις.
Θέμα προς περαιτέρω διερεύνηση παραμένει η μάλλον ισχνή παρουσία του αρχαιοελληνικού κόσμου στην ποίηση της μεσοπολεμικής ομάδας των νεοσυμβολιστών ποιητών μας, όπως και των μεταπολεμικών ποιητικών γενεών. Μια από τις αξιομνημόνευτες εξαιρέσεις είναι η εμμονή του πρόσφατα χαμένου ποιητή Σταύρου Βαβούρη στην ποιητική εκμετάλλευση του μύθου των Ατρειδών. Ανέλπιστο και πολύ πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του Κύπριου Γιώργου Μοράρη· στη συλλογή του Ροσμαρίνος (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2008) τα πλείστα ποιήματα έχουν αρχαιοελληνικά θέματα.
Σ΄ αυτή τη σύντομη και εντελώς ενδεικτική αναφορά ονομάτων δεν συνυπολογίζω αρχαιόθεμα ποιήματα νεοτέρων, τα οποία περνούν μέσα από τους καβαφικούς διαδρόμους. Εκκρεμές, πάντως, παραμένει το εύλογο ερώτημα: η αρχαιογνωσία του συνόλου των ποιητών μας, όπως προβάλλεται, έντονα ή αμυδρά στο έργο τους, ανταποκρίνεται, άραγε, σε ουσιαστική αρχαιομάθεια; *

No comments: