Hταν κάποτε ένας άνθρωπος που οραματίστηκε μια νέα ανθρωπότητα, ένας στοχαστής που αντιτάχθηκε στα ρεύματα της γενιάς του, ένας διανοούμενος που αμφισβήτησε ό,τι αγάπησε, που άλλα του έλεγε η λογική του και άλλα η συναισθηματική του υπόσταση, που το μυαλό του τον οδήγησε σε λαβυρίνθους της σκέψης φαινομενικά αδιέξοδους, που πίστευε στην ύπαρξη κάποιας διεξόδου όταν γύρω του όλα υπαινίσσονταν την ήττα και ο οποίος άφησε πίσω του τη βεβαιότητα της ελπίδας. Το παρήγορο είναι ότι αυτός ο άνθρωπος υπήρξε. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης έζησε την περιπέτεια του πνεύματός του στα άκρα, σε απόλυτη αντιστοιχία με την ταραχώδη εποχή του. Αλλά και με συνέπεια και φαντασία και αξιοπρέπεια. Οπως, άλλωστε, θα ταίριαζε στον φιλόσοφο που με μια αδιάκριτη, ίσως, ειλικρίνεια διέγνωσε εγκαίρως την αναξιοπιστία του -άλλοτε αγαπημένου του- κομμουνισμού, την παθογένεια του καπιταλισμού και την τρομακτική απουσία μιας εναλλακτικής πρότασης. Και όμως, το έργο του αφήνει περιθώρια για μια εμπράγματη αισιοδοξία.
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης γεννήθηκε στην Πόλη το ’22 και την ίδια χρονιά η Μικρασιατική καταστροφή αναγκάζει την οικογένειά του να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Ο πατέρας του, Καίσαρας, είχε γαλλική παιδεία την οποία φρόντισε να του μεταδώσει, ενώ η μητέρα του, Σοφία, με την έντονη καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία τού ενστάλαξε την αγάπη της για την Τέχνη. Από νωρίς επιδεικνύει μία ιδιαίτερα ανήσυχη φύση, μαθαίνει πιάνο και ασχολείται περιπαθώς με τη λογοτεχνία. Οι γονείς του αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για ένα χαρισματικό παιδί, χωρίς βέβαια να μπορούν να διαβλέψουν το εύρος της ευφυΐας του. Ηδη, ωστόσο, τα πρώτα σημάδια της είναι έκδηλα και σε πρώιμη ηλικία θα σπουδάσει νομικά, οικονομικά και φιλοσοφία, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, προσπαθώντας να συγκεράσει τις ετερόκλητες διανοητικές του αναζητήσεις.
Εάν κανείς πιστεύει ότι οι άνθρωποι διαγράφουν κάποια προκαθορισμένη πορεία, τότε η περίπτωση του Καστοριάδη αποτελεί μια ικανή ένδειξη προς αυτήν την κατεύθυνση: Το 1935 διαβάζει το πρώτο του μαρξιστικό φιλοσοφικό βιβλίο που αγόρασε μόνος του από ένα υπαίθριο βιβλιοπωλείο. Κάπως έτσι ξεκίνησε το ισχυρό ενδιαφέρον του τόσο για τη σκέψη όσο και για την πολιτική- μια συναρπαστική, δαιδαλώδης και απρόβλεπτη πνευματική περιπλάνηση ανοιγόταν μπροστά του. Και πράγματι, η σκέψη του Μαρξ θα αποδειχτεί γι’ αυτόν μια συγκλονιστική αποκάλυψη που θα επηρεάσει τη ζωή του μέχρι τέλους. Κάθε άλλο παρά τυχαίο, λοιπόν, είναι ότι επί δικτατορίας Μεταξά, το 1937, προσχωρεί στην Κομμουνιστική Νεολαία και τέσσερα χρόνια αργότερα εγγράφεται στο Κ.Κ.Ε. Αλλά λίγο μετά, στην αρχή της Κατοχής, απογοητεύεται από τον εθνικιστικό προσανατολισμό του κόμματος και προσχωρεί στην ακραία τροτσικιστική ομάδα του Αλέξανδρου Στίνα. Είναι η εποχή που εξιδανικεύει αυτό που θεωρούσε ότι του έλειπε: τη δράση. Αλλωστε, σε όλη του τη ζωή θα επιδιώκει τα κείμενά του να μην είναι απλώς αναλυτικά ή ερμηνευτικά- τον ενδιαφέρει πρωτίστως η πρακτική διάσταση των θεμάτων.
Η πολιτική επιλογή του έχει ως συνέπεια τη δίωξή του από τους Γερμανούς αλλά και από το ΚΚΕ. Στο μεταξύ, γράφει τις πρώτες του μελέτες για τις κοινωνικές επιστήμες. Mεσολαβούν, όμως, τα γεγονότα του Δεκέμβρη 1944 τα οποία αποτελούν ένα οδυνηρό ξάφνιασμα για τον στοχαστή που πείθεται ότι επιχειρήθηκε να εγκαθιδρυθεί μία σταλινική δικτατορία.ισθΑνεται Οτι δεν έχει άλλη επιλογή ?σε εκείνη την ταραγμένη περίοδο? από τη φυγή. Στα εικοσιτρία του εγκαταλείπει την Ελλάδα με το νεοζηλανδέζικο πλοίο «Ματαρόα». Συνεπιβάτες του Καστοριάδη και άλλες μετέπειτα σπουδαίες προσωπικότητες όπως ο Αξελός, ο Παπαϊωάννου, ο Μακρής, ο Ξενάκης, η Κρανάκη- όλοι τους είχαν εξασφαλίσει υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου από την γαλλική κυβέρνηση.
Στο Παρίσι δραστηριοποιείται χωρίς να χάσει χρόνο και γίνεται μέλος της τροτσκιστικής Τετάρτης Διεθνούς και του Διεθνιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά σταδιακά απομακρύνεται ώσπου μετά το 1948 εγκαταλείπει οριστικά το τροτσκιστικό κίνημα απογοητευμένος. Παράλληλα αρχίζει να εργάζεται ως υψηλό στέλεχος στην υπηρεσία Στατιστικής Εθνικών Λογαριασμών και Μελετών Ανάπτυξης- μια θέση την οποία διατήρησε έως το 1970. Στο μεταξύ γνωρίζεται με τον Κλοντ Λεφόρ και το 1948 ιδρύουν την ομάδα «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα», η οποία μέχρι το 1965 εξέδιδε το ομώνυμο θρυλικό περιοδικό. Πρόκειται για μία εξαιρετικά δημιουργική περίοδο από τα κείμενα της οποίας προέκυψαν μερικά από τα βιβλία που θα τον καθιέρωναν ως διανοητή παγκόσμιας εμβέλειας: «Η Γραφειοκρατική Κοινωνία», «Η Πείρα του Εργατικού Κινήματος», «Το Περιεχόμενο του Σοσιαλισμού», «Η Γαλλική Κοινωνία». Το 1967 η ομάδα «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» διαλύεται, ωστόσο δύο χρόνια αργότερα, τα κείμενα και η σκέψη κυρίως του Καστοριάδη αποτελούν τη βασική πηγή έμπνευσης των εξεγερμένων φοιτητών του Μάη του ’68.
Σταδιακά, όμως, παρά την ηθική ικανοποίηση που αισθάνεται από την αποδοχή του έργου του, οδηγείται σε ιδεολογικά και -κατ’ επέκτασιν- υπαρξιακά αδιέξοδα. Η πρωτοποριακή ανάλυση που διατύπωσε για το πολιτικό σύστημα της Σοβιετικής Ενωσης, ως «νέου τύπου καθεστώτος καταπίεσης όπου σχηματίστηκε μία νέα κυρίαρχη τάξη, η γραφειοκρατία» έμελλε να προηγηθεί κατά πολύ της εποχής του. Αλλά σε προσωπικό επίπεδο τον έφθειρε ανεπανόρθωτα: Κατά βάθος ο Καστοριάδης είχε απολέσει κάθε ουσιαστική προσδοκία για μια ριζική αναδιάρθρωση της κοινωνίας. Η αναξιοπιστία του κομμουνισμού σε συνδυασμό με την ανεπάρκεια της καπιταλιστικής καθημερινότητας για μια ελπιδοφόρα προοπτική δημιούργησε στη συνείδησή του ένα τρομακτικό κενό εναλλακτικής πρότασης. Στην πραγματικότητα, ο μεγάλος στοχαστής εφαρμόζοντας για χρόνια ολόκληρα τον μαρξισμό κατανόησε -σε καιρούς πραγματικά ανυποψίαστους- ότι κάτι σημαντικό απουσίαζε: Και αυτό δεν ήταν άλλο από το ίδιο το υποκείμενο, την προσωπική ευθύνη και στάση του κάθε ανθρώπου μέσα στην κοινωνία του, την ενεργό συμμετοχή του στην Ιστορία. Για τον λόγο αυτό στρέφεται προς το γνωστικό πεδίο της ψυχανάλυσης.
Ως αποτέλεσμα αυτής της στροφής του προς την ατομική ευθύνη θα προκύψει το 1975 το σπουδαιότερο έργο του: «Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας», ένα κομψοτέχνημα στοχαστικής ενόρασης πάνω στη σχέση του ατόμου και των κοινωνικών δομών. Για τον Ελληνα φιλόσοφο μόνο εάν οι άνθρωποι συνειδητοποιήσουν την τεράστια ευθύνη που έχουν απέναντι στον εαυτό τους ως μέλη ενός συνόλου, θα μπορέσει να ξεκινήσει η διαδικασία σύγκλισης των δράσεών τους και ακολούθως της αυτονομίας ?της «αυτοθέσμισης»? μιας κοινωνίας. Από το 1979 γίνεται διευθυντής σπουδών στην Ecoles des Hautes Etudes en Sciences Sociales.
Στη δεκαετία του ’80 θα ακολουθήσουν και άλλα σημαντικά έργα: «Από την οικολογία στην αυτονομία», «Η ρήξη: είκοσι χρόνια μετά», ενώ στις αρχές τις δεκαετίας του ’90 θα κυκλοφορήσουν ο «Θρυμματισμένος κόσμος» και η «Ανοδος της ασημαντότητας». Τα τελευταία χρόνια της ζωής του επισκέφθηκε αρκετές φορές την Ελλάδα, δίνοντας μία σειρά από διαλέξεις και κάποιες συνεντεύξεις: «Ο σημερινός δυτικός άνθρωπος -συμπεριλαμβανομένου του Νεοέλληνα- είναι ένα άτομο περιορισμένο στην καθαρά ιδιωτική του σφαίρα. Ενδιαφέρεται μόνο για το βιοτικό του επίπεδο. Προσπαθεί με τα διάφορα καταναλωτικά ?αγαθά? να συγκαλύψει την έλλειψη κάθε νοήματος αναφορικά με τη ζωή και τη θνητότητά του. Χειραγωγείται από τους δήθεν πολιτικούς ή είναι τόσο αποκαρδιωμένος από την πολιτική κατάσταση, ώστε απέχει. Αποχαυνώνεται από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Χαζεύει τα σίριαλ και χάφτει αυτά που του σερβίρουν ως "νέα". Η σημερινή κοινωνία είναι μια κοινωνία τηλεκατανάλωσης. Και μέσα από την τηλεόραση καταναλώνουν τη φαντασίωση μιας ζωής που θα ήταν λεφτά, σεξ, εξουσία και βία» θα επισημάνει ήδη από το 1994 για να προσθέσει: «Νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα στη Δύση είναι μια πρεμιέρα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Πρώτη φορά, από όσο ξέρω, παρατηρούμε μια κοινωνία χωρίς αξίες, χωρίς νόρμες, χωρίς κατεύθυνση. Ούτε καν στην καπιταλιστική πρόοδο δεν πιστεύει πραγματικά πια κανείς. Είναι η άνοδος της ασημαντότητας».
Το 1997, στις 26 Δεκεμβρίου, ο Κορνήλιος Καστοριάδης πεθαίνει έπειτα από εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς στο Παρίσι. Η προσωπική του ζωή υπήρξε αθόρυβη, μακριά από την παραμικρή -έστω- δημοσιότητα. Παντρεύτηκε δύο φορές, την ψυχαναλύτρια Pierra Aulignier και τη Ζωή Καστοριάδη, από τις οποίες απέκτησε δύο κόρες. Μέχρι το τέλος δεν έπαψε ούτε στιγμή να πιστεύει ότι όλες οι ανεπιθύμητες καταστάσεις μπορούν να ανατραπούν: «Τον Μάρτιο του 1968, θα έλεγε κανείς με σιγουριά ότι ο γαλλικός πληθυσμός ήταν εντελώς αποχαυνωμένος. Ομως μετά από δύο μήνες ήρθε ο Μάης: Κανείς ποτέ δεν προέβλεψε μια ριζική αλλαγή στη στάση του κόσμου ή ακόμη περισσότερο μια κοινωνική έκρηξη».
Σήμερα, ο Καστοριάδης εξακολουθεί και παραμένει εντυπωσιακά επίκαιρος μέσα από ένα έργο που ξεπερνάει τα ιστορικά πλαίσια που το καθόρισαν. Ο θάνατός του, ωστόσο, σηματοδότησε το οριστικό τέλος μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου, μιας εποχής κατά την οποία ο φιλοσοφικός στοχασμός φιλοδοξούσε να γίνει μία μορφή κοινωνικού λόγου που θα συνένωνε -προς όφελος όλων- την σκέψη με την πράξη?
- Αληθινός φιλόσοφος
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης περνούσε τα περισσότερα από τα καλοκαίρια του στην Τήνο και απολάμβανε την αγάπη των ντόπιων, που τον σέβονταν κι ας μην τον πολυκαταλάβαιναν. Είχε μια σχεδόν σωματική σχέση με την «πατρίδα του», τη «θάλασσα, τον αέρα, τα δέντρα», του άρεσε η συντροφιά γύρω από το τραπέζι, έπινε με μέτρο, αγαπούσε ιδιαίτερα την κλασική μουσική και την τζαζ. Απλός, ζεστός και άμεσος ο σπουδαίος αυτός φιλόσοφος μάζευε γύρω του τα παιδιά από τα διπλανά σπίτια και συζητούσε με τις ώρες μαζί τους, αποδεχόμενος κάθε άποψη και κάθε απορία. Αλλωστε κάπως έτσι αρχίζει ακόμη μία πνευματική αναζήτηση που σέβεται τον εαυτό της...
- Ένας τολμηρός άνθρωπος
«Υπήρξε ένας από τους πρώτους διανοούμενους που προετοίμασαν το ξεπέρασμα της παλιάς διάκρισης Δεξιάς-Aριστεράς για μια κοινωνία ανοιχτή, πολυπολιτισμική, ανεκτική στον αντίποδα μιας κοινωνίας κλειστής, ξενοφοβικής, ανισότιμης», λέει ο Ανταμ Μίχνικ, μυθική προσωπικότητα της Πολωνίας, σπουδαίος δημοσιογράφος και στοχαστής και καταλήγει. «Ήταν πάνω απ’ όλα ένας τολμηρός άνθρωπος, με μια εμμονή για την ελευθερία και την απόλυτη ανεξαρτησία πνεύματος. Γι’ αυτό και ήταν πολύ συχνά μόνος».
No comments:
Post a Comment