Monday, December 22, 2008

Η μεταφυσική του Τρόμου

Του Νικόλα ΣΕΒΑΣΤΑΚΗ, Η Αυγή, 21/12/2008

Η «μεταφυσική στροφή» ενός θεωρητικού της κουλτούρας είναι βέβαιο πως ξενίζει, αν δεν προκαλεί, στην καλύτερη περίπτωση, ισχυρές επιφυλάξεις. Πόσο μάλλον όταν το συγκεκριμένο άνοιγμα θέλει να οριοθετήσει εκ νέου έναν αριστερό ανθρωπισμό, χωρίς να αποποιείται την κληρονομιά των ρήξεων που επέφεραν στη θεωρητική αυτοσυνείδηση πολλές δεκαετίες κριτικής στη «μεταφυσική του υποκειμένου».

Μια τέτοια στοχαστική περιπλοκή μπορεί και να εκνευρίσει όλους όσοι θα υποψιαστούν την προσχώρηση ενός ακόμα αριστερού στοχαστή στο ρεύμα της περίφημης επιστροφής της ηθικής ή ακόμα και σε έναν θρησκευτικό τόνο που φαίνεται να γοητεύει ένα τμήμα της σύγχρονης κουλτούρας. Στην περίπτωση του Τέρι Ήγκλετον, αυτή η στροφή παρουσιάζει κάτι ακόμα πιο προκλητικό. Και αυτό διότι δεν σαλπίζει άτακτη υποχώρηση από τις ιδεολογικές αναφορές του συγγραφέα, ούτε συγκαλύπτει κομψά τη διάθεση φυγής από όλα όσα καλλιεργούσε επί χρόνια ο πολυφωνικός του μαρξισμός. Στρέφοντας το βλέμμα σε αγωνίες μάλλον ασυνήθιστες για τη ριζοσπαστική θεωρία, εκείνης ιδιαίτερα που καλλιεργήθηκε στα εργαστήρια των πολιτισμικών σπουδών, περιδιαβάζοντας για παράδειγμα τους τόπους του ηθικού και πολιτικού κακού, ο Eagleton φαίνεται να αναζητά κάτι άλλο: έναν άλλον τρόπο για να προσεγγίσει σε παλαιότερα και νεότερα διλήμματα στη μεθόριο της πολιτισμικής θεωρίας και ενός ακατάτακτου ηθικού στοχασμού.

Γιατί όμως θα έπρεπε να χαρακτηριστεί μεταφυσική αυτή η εμπειρία του στοχασμού; Νομίζω κυρίως με την εξής έννοια: χειρίζεται, με ολοφάνερη απόλαυση, ένα λεξιλόγιο πολύ πιο κοντινό στη κλασική ουμανιστική δοκιμιογραφία ή στις ιδεαλιστικές παραδόσεις της πολιτισμικής κριτικής, παρά στη τεχνική γλώσσα της νέας θεωρίας ή στις νεομαρξιστικές εξηγήσεις της ιδεολογίας και της αισθητικής. Θα περιοριστώ ενδεικτικά στον τρόπο που δοκιμάζεται αυτή η στοχαστική πρακτική στον Ιερό Τρόμο (ελληνική έκδοση Πατάκης, 2007), ένα από τα τελευταία δοκίμια του συγγραφέα. Ο Ιερός Τρόμος διαθέτει τα ίδια υφολογικά χαρακτηριστικά που έχουν προσδώσει στη φωνή του Εagleton μια διακριτή ταυτότητα: τη σύμπραξη του πνευματώδους και της πνευματικότητας, όπως και τη διάθλαση ενός διαβρωτικού χιούμορ σε ένα υπόστρωμα τρυφερότητας που δεν εκτρέπεται όμως ποτέ σε συναισθηματισμό. Θα έλεγα επίσης ότι αυτό που απουσιάζει από τον Eagleton είναι εκείνη η «επιθυμία για σκληρότητα» που ανιχνεύεται πολύ εύκολα σε έναν άλλον αλχημιστή της θεωρίας, τον Slavoi Zizek.

Και όμως το θέμα του Ιερού Τρόμου είναι, όπως θα ήθελε μια σχηματική κρίση, η τρομοκρατία. Είναι δηλαδή θέμα κατεξοχήν σκληρό. Για την ακρίβεια, είναι ο Τρόμος στη μακραίωνη σχέση του με το πρόβλημα της ελευθερίας και την αλήθεια της επιθυμίας. Από τους πολλούς χυμούς του κειμένου, επιλέγουμε τη διάσταση που μας φαίνεται η πιο γόνιμη: τη στοχαστική συνομιλία με το στοχασμό του Ηegel. Σύμφωνα λοιπόν με τον Eagleton, αυτό που εξυφαίνεται στον ορίζοντα της μετά την «11ης Σεπτεμβρίου» συνθήκης είναι ένα είδος κακής διαλεκτικής: η κακή διαλεκτική ανάμεσα στην κρατική τρομοκρατία του νεοσυντηρητικού προγράμματος για τη Δύση και στο έτερόν της, τον ιερό πόλεμο. Για να κατανοήσουμε ωστόσο το νόημα της κακής διαλεκτικής, πρέπει εδώ να επιστρέψουμε στην κριτική που είχε ασκήσει ο Hegel στην «αφηρημένη ελευθερία», η οποία εκδηλώθηκε στον πρώτο παραδειγματικό Τρόμο της αστικής εποχής: στην πολιτική τρομοκρατία της Μεγάλης Επανάστασης, πρώτη μεγάλη προσπάθεια να σφηνωθεί η Ιδέα στη σάρκα των ανθρώπων και να γίνει έτσι απόλυτη πραγματικότητα. Ο Eagleton ταξιδεύει διαρκώς πίσω για να μιλήσει για το τώρα. Και στο σήμερα διαπιστώνει τον αμοιβαίο φενακισμό των «μετώπων» που οικοδομούνται στον αστερισμό της τρομο-πολιτικής. Επανέρχεται στο θέμα της φενάκης που έχει η ίδια η αντίθεση της αμερικανο-ατλαντικής εκδοχής οικουμενισμού με το ριζοσπαστικό ισλαμισμό. Για παράδειγμα, η ιδέα που έχει ο ισλαμιστής ριζοσπάστης για τη Δύση ως πατρίδας τού «πιο βδελυρού υλισμού», είναι και η ίδια φενάκη. Και αυτό διότι η καπιταλιστική νεωτερικότητα είναι διφορούμενη απέναντι στο ένυλο και στο ενσώματο. Εμφανίζεται μεν ως αυτοπεριορισμένη ελευθερία στο δίκαιο και στους νομικο-πολιτικούς θεσμούς, αλλά την ίδια στιγμή αποδεσμεύει ένα «κακό άπειρο», την ορμή προς την απόλυτη ελευθερία στο επίπεδο της επιθυμίας και της ατομικιστικής φαντασίωσης. Στις σύγχρονες δημοκρατίες, η ορμή προς απεριόριστη κατανάλωση αποκαλύπτεται ως η μεταφυσική πλήρωση της ίδιας της ελευθερίας. Αλλά αυτή η ορμή προς το δίχως μέτρο, αυτή η διονυσιακή κραιπάλη κάτω από την απολλώνια «μετριοπάθεια» των θεσμών και της φιλοσοφίας τους, έχει την εξής ιδιότητα: στρέφεται υστερικά προς το απτό και υλικό αντικείμενο, ενώ συγχρόνως εκδηλώνει απέχθεια για το σώμα και τη συγκεκριμένη μορφή. Με άλλα λόγια, ο υπερβολικός υλισμός μιας ορισμένης Δύσης φέρει εντός του την επιθυμία που δεν γνωρίζει όρια, μια δομική παραβατικότητα. Γι' αυτό και τείνει να καταναλώσει τα πάντα γύρω της, «καταστρέφοντας καθετί που προσεγγίζει», όπως έλεγε η Hannah Arendt αναφερόμενη στη σχέση κατανάλωσης και ανάλωσης.

Μήπως όμως κάτι τέτοιο αποτελεί μια παρέκκλιση από τη «νόρμα», κάποιες ακραίες τάσεις που δεν αφορούν το συνετό φιλελευθερισμό, τον προσανατολισμένο στο δίκαιο και στην εξημέρωση των άγριων ενορμήσεων; Κατά τον Eagleton, αυτό είναι μόνο εν μέρει αληθές. Ο ίδιος ο φιλελευθερισμός είναι με τη σειρά του δισυπόστατος και αινιγματικός. Εμπεριέχει τον ιδεαλισμό και τον κυνισμό, το «αγγελικό» και το «δαιμονικό». Μάλιστα, αυτή η διπλή δέσμευση του φιλελευθερισμού έχει αποκτήσει ανησυχαστικές παροξυσμικές ποιότητες στη σύγχρονη εποχή της κρίσης των μεγάλων αφηγήσεων και των τελεολογικών και κανονιστικών μεσιτεύσεων. Το «δαιμονικό» γίνεται τώρα η ουσία του καπιταλιστικού Υψηλού, για το οποίο ο κόσμος ανοίγεται ως ένα πεδίο πειραματισμών που αγνοούν την έννοια της αναστολής και της ουσιαστικής παρεμπόδισης. Αυτή η παρατήρηση δεν είναι φυσικά πρωτότυπη. Ήδη ο Μαρξ -και μάλιστα ο νεαρός- ισχυριζόταν ότι ο πολίτης, ο citoyen είναι στην ουσία το θρησκευτικό περίβλημα του εμπειρικού αστού. Οι νομικές και ηθικοκανονιστικές κατηγορίες στις οποίες ανυψώνεται ο πολίτης -και η δημοκρατία ως το σύνταγμα του πολιτικού ανθρώπου- υπηρετούν, εν τέλει, το εγωιστικό άτομο, που ο λόγος του είναι κυρίως μια «ικανότητα για απόλαυση».

Πώς συνδέονται όμως όλα αυτά με τον Τρόμο και τις πολιτικές του; Ο Eagleton εξερευνά μια βασική υπόθεση: ισχυρίζεται ότι ο Τρόμος παράγεται τόσο από υπερβολική έκλυση αφηρημένης ελευθερίας όσο και από την άρνηση της ελευθερίας και της απροσδιοριστίας, στο όνομα μιας θεοκρατικής και ασκητικής αγνότητας. Το κοινό έδαφος και των δύο βρίσκεται σε ένα μίγμα θρησκευτικού ιδεαλισμού και κυνισμού της ισχύος, που εμφανίζεται είτε στην εκδοχή της εκστρατείας για τη διάδοση της δημοκρατίας και της ελεύθερης οικονομίας είτε ως ιερός πόλεμος. Η «αφηρημένη ελευθερία» δεν έχει πρόβλημα να βομβαρδίζει, να καταστρέφει χωριά και υποδομές, να οργανώνει στρατόπεδα ευτελισμού των σωμάτων και των ψυχών τύπου Γκουαντάναμο, να επιβάλλει τον βιομετρικό έλεγχο των ατόμων. Από την άλλη, ο ιερός Τρόμος στρέφεται με φανατισμό εναντίον του σώματος, με την πίστη ότι η Δύση εκπροσωπεί υπερβολικά πολλή ύλη, ένα ειδωλολατρικό και μιαρό περίσσευμα.

Στο αυτό ακριβώς το σημείο επιστρέφει και το όραμα του σοσιαλισμού. Με ανορθόδοξους βεβαίως όρους. Για τον Eagleton, ο σοσιαλισμός, ο αυθεντικός ριζοσπαστισμός, είναι μια ηθική της συγκεκριμένης ελευθερίας, η διάσωση της επιθυμίας από το μηδέν ή το δεσποτισμό, που τη διαστρέφουν και την παραπλανούν. Ο σοσιαλισμός είναι δηλαδή κάτι συγγενές με την επίγνωση ότι το κακό υπάρχει και παρόλα αυτά είναι δυνατή και επιθυμητή η κατανίκηση πολλών από τα δεινά που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα. «Στόχος του σοσιαλισμού δεν είναι να καταστρέψει τη σάρκα μας, αλλά να μας επαναφέρει στην κτιστότητά μας», διαβάζουμε. Όσο οι φιλελεύθεροι δεν έχουν πια έναν τέτοιον αντίπαλο, έναν αντίπαλο που να είναι σε θέση να κατανοήσει πρακτικά την αρνητικότητα της ελευθερίας οργανώνοντας και την πιο συνεπή αντίσταση στην προέλαση του καπιταλιστικού Υψηλού, μάλλον θα πρέπει να προετοιμάζονται για καινούριες, ακόμα πιο τερατώδεις, εκδοχές του Τρόμου.

Ποιος θα μπορούσε στ' αλήθεια να αμφιβάλει γι' αυτή την προειδοποίηση;

  • Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει Πολιτική και Κοινωνική Φιλοσοφία στο ΑΠΘ

No comments: