Του Σπυρου Γιανναρα, Η Καθημερινή, Kυριακή, 7 Δεκεμβρίου 2008
Το Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ) συμπλήρωσε φέτος μισό αιώνα ζωής. Πενήντα χρόνια μετά την ίδρυση του ανεξάρτητου ερευνητικού οργανισμού από τον Γιάγκο Πεσμαζόγλου, τον Κωνσταντίνο Θ. Δημαρά και τον Λεωνίδα Ζέρβα, ο νυν διευθυντής του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Ερευνών (ΙΝΕ) καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Πασχάλης Κιτρομηλίδης ζήτησε από τέσσερις ξένους καθηγητές Μεσογειακής Ιστορίας να καταθέσουν τις απόψεις τους για τη συμβολή της ιστορικής έρευνας της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας και του πολιτισμού στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία και στην ιστορία των ιδεών.
Στόχος της ημερίδας που διοργανώθηκε την περασμένη Τρίτη στο ΙΝΕ ήταν η ανάδειξη του τρόπου με τον οποίο οι ξένοι μελετητές και ιστορικοί αντιλαμβάνονται τις νεοελληνικές σπουδές, τη σημασία που αποδίδουν στη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας και στο έργο του Νεοελληνικού Ινστιτούτου. Αναζητείται, εν ολίγοις, το ξένο βλέμμα που θα φωτίσει τη θέση μας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, αλλά και θα μας δώσει μια απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημα, εάν και κατά πόσο μοιραζόμαστε τις ίδιες ανησυχίες και μέριμνες με τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο.
Διασύνδεση
Η εμμονή στη μελέτη των πηγών και της βιβλιογραφίας και η διασύνδεση της ελληνικής έρευνας με την αντίστοιχη διεθνή αποτελεί, όπως τόνισε ο καθηγητής Κιτρομηλίδης, απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάδειξη των νεοελληνικών σπουδών σε ευδιάκριτο πεδίο επιστημονικής έρευνας. Το ζητούμενο είναι η καθιέρωση, αναγνώριση των νεοελληνικών σπουδών στον ίδιο βαθμό με τις κλασικές και εσχάτως με τις βυζαντινές σπουδές στο ευρύτερο πεδίο των κοινωνικών επιστημών.
Η πρώτη κοινή διαπίστωση ήταν πως η βιβλιογραφική συμβολή των ερευνητών της νεοελληνικής ιστορίας ως αυτόνομου πεδίου έρευνας, όπως το οραματίστηκε ο πρωτοπόρος μελετητής του νεοελληνικού Διαφωτισμού, Κ.Θ. Δημαράς, στην αγγλόφωνη κυρίως ξένη ιστοριογραφία δεν είναι επουδενί αμελητέα.
«Η μελέτη των εθνικών ιστοριών των χωρών της Ευρώπης, όπως της Ελλάδας αποτελεί τη βάση για την υπερεθνική και συγκριτική μελέτη της Ιστορίας, όπως στην περίπτωση της Ιστορίας της Μεσογείου ή των Βαλκανίων. Για παράδειγμα, η Ελληνική Επανάσταση πρέπει να ειδωθεί, συσχετίζοντας τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες με τους μεγάλους αγώνες ηθικής απελευθέρωσης και τις μεταρρυθμίσεις του 19ου αιώνα, όπως η κατάργηση της δουλείας και η χειραφέτηση των γυναικών», τόνισε ο καθηγητής Νεότερης Ιταλικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ, Τζον Ντέιβις. Ο καθηγητής Οθωμανικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Βοσπόρου, Εντέμ Ελντέμ ήταν ακόμα πιο κατηγορηματικός: «Θεωρώ αδύνατη τη μελέτη της οθωμανικής ιστορίας χωρίς αναφορά στα επάλληλα στρώματα Νεοελληνικής Ιστορίας. Η προσέγγιση της οθωμανικής και της τουρκικής ιστορίας του 18ου και του 19ου αιώνα είναι αδύνατη χωρίς τη βαθιά γνώση της ελληνικής. Οι δύο ιστορίες είναι αλληλένδετες».
Η πεποίθηση ότι το επιστημονικό έργο που εκπονείται υπό την αιγίδα του ΙΝΕ δεν είναι αποκομμένο και άσχετο με τα τεκταινόμενα στο αντίστοιχο ευρωπαϊκό ακαδημαϊκό πλαίσιο ενισχύθηκε όταν η συζήτηση πέρασε στα προβλήματα και στις εγγενείς αδυναμίες της ιστορικής έρευνας. Η μελέτη της ελληνικής ιστορίας των νεότερων χρόνων από το 1453 ώς σήμερα αποτελεί απαραίτητο κλειδί για την ανάδειξη των νέων ερωτημάτων στα οποία η ιστορική έρευνα καλείται να δώσει απαντήσεις. Όπως ανέφερε ο καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας της Ecole Normale, Ζιλ Πεκού, για τους ιστοριογράφους του 19ου και των απαρχών του 20ού αιώνα, η μελέτη της ευρωπαϊκής ή της παγκόσμιας ιστορίας ήταν συνυφασμένη με την κατάδειξη μιας σχέσης ισχύος και την απόδειξη της υπεροχής σε μια διμερή σχέση. Υπ’ αυτή την έννοια οι χώρες χωρίζονταν σε χώρες προς σύγκριση και σε χώρες μοντέλα. «Στην περίπτωση της Ελλάδας παρατηρούμε μια υπερεθνική ιστορική προσέγγιση της χώρας, σε βάρος των μελετών της εσωτερικής ιστορίας. Το ιστοριογραφικό αυτό έλλειμμα αναδεικνύει αφενός την ανάγκη επαν-εθνικοποίησης της νεοελληνικής ιστορίας, η οποία γράφτηκε στο εξωτερικό από ξένους, και αφετέρου την ανάγκη εξάλειψης και των τελευταίων καταλοίπων της παλιάς νοοτροπίας, τα οποία κρύβονται πίσω από ασαφείς κατηγοριοποιήσεις της ιστοριογραφίας, όπως στην περίπτωση της ιστορίας της Μεσογείου, πίσω από την οποία παραμένει η πρόθεση υπερεθνικής προσέγγισης χωρών, όπως η Ελλάδα. Από τη Σύνοδο της Βαρκελώνης μπήκε στο λεξιλόγιό μας μια καινούργια έκφραση, «η Ευρώπη της Μεσογείου», προκειμένου να γίνει η διάκριση μεταξύ Ευρώπης και Μεσογείου και να τονιστεί ότι η Μεσόγειος δεν είναι Ευρώπη. Ενώ μέχρι πρότινος θεωρούσαμε ότι η Μεσόγειος ήταν η καρδιά και το λίκνο της Ευρώπης», συμπλήρωσε ο Πεκού.
Ενιαίο ευρωπαϊκό βιβλίο
Ο καθηγητής Ντέιβις επεσήμανε ότι αυτή ήταν και η αιτία που απέτυχε παταγωδώς η απόπειρα συγγραφής ενός ενιαίου βιβλίου Ιστορίας για όλη την Ευρώπη. «Το θέμα είναι να αναρωτηθεί κανείς: “Γιατί;”. Και να δοκίμαζε να γράψει ένα νέο βιβλίο Ιστορίας. Μια πιθανή λύση θα ήταν να ξεκινούσε με βάση τη Μεσόγειο, αλλά με εντελώς διαφορετική προσέγγιση. Γιατί η Μεσόγειος είναι ο τόπος όπου η παλιά Ευρώπη συναντάει τους αρχέγονους αντιπάλους της. Εκεί που βρίσκονται εδώ και αιώνες όλα τα σύνορα της Ευρώπης. Ο τόπος συνάντησης της χριστιανικής και της ισλαμικής Ευρώπης. Πώς δημιουργήθηκαν αυτά τα σύνορα; Στην καρδιά του ζητήματος βρίσκεται η κληρονομιά της αποικιοκρατίας και της μετα-αποικιοκρατίας. Δηλαδή το ερώτημα γιατί η Αλγερία, το Μαρόκο, η Αίγυπτος εμφανίζονται στην ευρωπαϊκή ιστορία μόνο ως ευρωπαϊκές αποικίες. Δεν είχαν άλλο ρόλο; Αυτές είναι ερωτήσεις στις οποίες καλούμαστε να απαντήσουμε», τόνισε.
Σύμφωνα με τον Ζιλ Πεκού η Ιστορία της Ελλάδας μάς επιτρέπει να εστιάσουμε σε αυτού του είδους τις ερωτήσεις. Αποτελεί το έναυσμα, προκειμένου να αναζητήσουμε τα σημεία επαφής μεταξύ δύο χωρών και τα κριτήρια με τα οποία ορίζεται η ευρωπαϊκότητα ή μη μιας χώρας.
Ο καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Βενετίας Τζοβάνι Λέβι συμπλήρωσε ότι η αυστηρά ορθολογική ανάγνωση της ιστορικής προοπτικής των γεγονότων, που χαρακτηρίζει τον τρόπο προσέγγισης της εθνικής ιστορίας των μεσογειακών χωρών, είναι εξαιρετικά μονοδιάστατη και παρωχημένη, με αποτέλεσμα η ιστορική έρευνα να έχει μείνει πίσω σε σχέση με τις υπόλοιπες κοινωνικές επιστήμες. «Η ιστοριογραφία βιώνει μια βαθιά κρίση εξαιτίας της υποτίμησης του ρόλου του βιβλίου. Η ιστορία είναι αναγκασμένη να ανταγωνιστεί τη μονοδιάστατη και απλουστευτική εικόνα του κόσμου που προβάλλουν τα ΜΜΕ. Η δουλειά μας πλέον είναι να διορθώνουμε τις διαστρεβλώσεις της Ιστορίας από τα ΜΜΕ για την εξυπηρέτηση πολιτικών στόχων. Ωστόσο, η ασταμάτητη ροή, ο τεράστιος όγκος πληροφοριών έχει “σβήσει” τον χρόνο με αποτέλεσμα ο ιστορικός να μην είναι σε θέση να συνδέσει τα γεγονότα μεταξύ τους», επεσήμανε ο κ. Λέβι.
Το απομεσήμερο, μετά το τέλος της ημερίδας, η συζήτηση συνεχίστηκε με ένα ποτήρι κρασί, μεταξύ τυρού και αχλαδίου, πριν και μετά το αργοπορημένο μεσημεριανό γεύμα. Με αφορμή τη συζήτηση για τη σημασία που μπορεί να έχει σήμερα η ύπαρξη ενός Ινστιτούτου ανθρωπιστικών και κατ’ επέκταση σύγχρονων ιστορικών σπουδών σε μια χώρα, με δεδομένη την ύπαρξη αντίστοιχων πανεπιστημιακών τμημάτων, οι τέσσερις διακεκριμένοι προσκεκλημένοι του κ. Κιτρομηλίδη εξέφρασαν τον βαθύ τους πόνο και τον καημό για την ραγδαία επιδείνωση των συνθηκών έρευνας στο πεδίο των ανθρωπιστικών σπουδών στην Ευρώπη και την υποβάθμιση του επιπέδου σπουδών των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων.
Χρηματοδότηση
Ο Ζιλ Πεκού τόνισε ότι ένα ινστιτούτο όπως το ΙΝΕ μπορεί να εξασφαλίσει τον έλεγχο του πεδίου της έρευνας, των θεμάτων και των χρημάτων του, κάτι που σιγά σιγά εξαφανίζεται στην υπόλοιπη Ευρώπη. Τη χρηματοδότηση αναλαμβάνουν ιδιώτες που δεν ενδιαφέρονται για τη γνώση καθεαυτή, κάτι που αποτελεί θεμελιώδη κανόνα ενός ερευνητικού κέντρου. «Βρισκόμαστε σήμερα στη Γαλλία αντιμέτωποι με ένα πρόβλημα που ενδέχεται να αντιμετωπίζετε κι εσείς εδώ. Η ανάγκη ύπαρξης του αντίστοιχου θεσμού, του CNRS αμφισβητείται. Αμφισβητείται όμως, με έμμεσο τρόπο, δηλαδή το υπουργείο αποφασίζει ότι εκείνο είναι που θα χρηματοδοτεί τις μεγάλες ερευνητικές ομάδες, μέσω της Εθνικής Υπηρεσίας Έρευνας. Το οποίο σημαίνει ότι οι ερευνητές δεν έχουν τον έλεγχο του πεδίου και των θεμάτων της έρευνάς τους», τόνισε ο Ζιλ Πεκού
«Θα έλεγα ότι το πλεονέκτημα του ινστιτούτου είναι ότι έχει συγκεκριμένο ερευνητικό σκοπό. Μπορεί να αναπτύξει με την πάροδο των ετών τα ερευνητικά του προγράμματα σε συγκεκριμένα επιστημονικά πεδία, κάτι που δύσκολα γίνεται στο πανεπιστήμιο, όπου το επιστημονικό προσωπικό εναλλάσσεται διαρκώς. Ένα ινστιτούτο παρέχει διάρκεια και σταθερότητα στον ερευνητή για την ολοκλήρωση μακροχρόνιων ερευνών», συμπλήρωσε ο Τζον Ντέιβις.
«Από την άλλη, για να κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου, η αποκοπή των ερευνητών από το ακαδημαϊκό κόσμο συνιστά πρόβλημα. Το ιδανικό θα ήταν ο ερευνητής να έχει ένα πόδι στο πανεπιστήμιο και ένα στο ινστιτούτο. Ιδιαίτερα στον τομέα των Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών. Ο πυρηνικός φυσικός μπορεί ευκολότερα να κλειστεί στο εργαστήριό του. Επίσης, στις κοινωνικές και τις ανθρωπιστικές επιστήμες σπανίως υπάρχει και εξωτερική χρηματοδότηση, ενώ οι θετικές επιστήμες χρηματοδοτούνται από τις βιομηχανίες κ.λπ. Κι εκεί τα πράγματα είναι εύκολα καθώς δεν ελλοχεύει ο κίνδυνος της ιδεολογίας, της άσκησης δηλαδή, ιδεολογικού ελέγχου. Υπάρχουν οι κανόνες της αγοράς, αλλά όχι της ιδεολογίας του χρηματοδότη. Συνεπώς στις ανθρωπιστικές επιστήμες έχουμε ανάγκη της ουδετερότητας του χρηματοδότη, την οποία μπορεί να την εγγυηθεί το κράτος. Γιατί η έρευνα εξαρτάται όλο και περισσότερο από τα αποτελέσματα. Και τα αποτελέσματα στις θεωρητικές σπουδές δεν είναι απτά, όπως το πείραμα του CERN», παρενέβη ο Εντέμ Ελντέμ.
Aπομόνωση
Ο Τζοβάνι Λέβι φάνηκε πιο προβληματισμένος: «Με τρομάζει το γεγονός ότι η ιστορία απομονώθηκε και απομόνωσε τον εαυτό της. Τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια ενοποιήθηκαν ρίχνοντας πολύ χαμηλά το επίπεδο των σπουδών τους, απευθυνόμενα στις μάζες και απομακρυνόμενα από τον κόσμο της ουσιαστικής έρευνας. Το δημόσιο πανεπιστήμιο ξεψυχάει και μεταβάλλεται σε ένα είδος λυκείου χαμηλού επιπέδου, ενώ ενισχύονται τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Οπότε προέκυψε η τάση της δημιουργίας μετά-πανεπιστημιακών θεσμών για την σοβαρή έρευνα. Αυτό λοιπόν που χρειάζεται είναι η πλήρης αναδιοργάνωση των πανεπιστημίων, προκειμένου να υπάρξει συντονισμός στην έρευνα», υποστήριξε.
No comments:
Post a Comment