Του Κυρ. Ντελοπουλου, Η Καθημερινή, Tρίτη, 2 Δεκεμβρίου 2008
Γεώργιος Σ. Φυλακτόπουλος, «Γερμανική επιδρομή κατά της Ελλάδος. Απρίλιος 1941. Προσωπικόν ημερολόγιον». Πρόλογος Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος (Αγρα, 2008, 69 σελ.).
Το ιδιότυπο είδος της λαϊκής λογοτεχνίας που ορίζεται ως «προσωπικές αφηγήσεις» στην Ελλάδα έχει να επιδείξει αξιόλογης μορφής και γραφής κείμενα. Γραμμένα από περιστασιακούς συγγραφείς και με ευρύτατο θεματικό φάσμα, μεταφέρουν βιώματα και περιγράφουν περιστατικά και εμπειρίες που τους σημάδεψαν. Διακρίνονται για τον αυθορμητισμό τους, την έλλειψη συγγραφικών φιλοδοξιών, αλλά και για τις ασυνήθιστες, ενίοτε και πρωτότυπες αρετές τους, διδακτικές για τους δόκιμους συγγραφείς. Γράφουν για «να μείνουν», «για να μην ξεχαστούν» –όχι αυτοί αλλά αυτά– «πριν τα πάρει ο χρόνος». Μαζί με όσα επιφέρουν, οι πόλεμοι αποφέρουν και αυξημένη συγγραφή ημερολογίων από τα οποία πολλά χάνονται, αγνοούνται ή παραμένουν άγνωστα. Χαρακτηριστικός και ενδιαφέρων είναι ο λόγος και η εκφραστική τους ιδιοτυπία. Οι ημιγράμματοι πλουτίζουν τον λαϊκό λόγο και παρόλο ότι έχουν περιορισμένη γνώση του περίγυρού τους, γενικεύουν και αποφαίνονται άκριτα. Οι υψηλού επιπέδου μόρφωσης υστερούν στον αυθορμητισμό και την αφέλεια της γραφής των πρώτων, αλλά διαθέτουν κρίση, είναι εξεταστικοί λόγω γνώσης και ενημέρωσης και έχουν σφαιρική αντίληψη των συμβάντων που περιγράφουν. Οι εκτιμήσεις τους τεκμηριώνονται και ενίοτε ενδιαφέρουν τους ιστορικούς και άλλους ειδικούς. Τα κείμενα και των δύο κατηγοριών πρέπει να συνεκτιμώνται με τα βιογραφικά τους, για προφανείς λόγους.
Ο Φυλακτόπουλος υπήρξε καθηγητής της ψυχολογίας, διευθυντής του οικοτροφείου και πρόεδρος του εκπαιδευτικού συμβουλίου επί δεκαετίες του Κολλεγίου Αθηνών, μέλος των αντιπροσωπειών στη Διάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι (1946), στην Επιτροπή Ηνωμένων Εθνών για τα Βαλκάνια (1947-48) και στη Διάσκεψη των Χωρών του Σχεδίου Μάρσαλ (1948). Εγραψε βιβλία της ειδικότητάς του στην ελληνική και αγγλική. Επιλεκτικός, ευθύβολος, λιτός στην αφήγηση αλλά περιεκτικός, είναι και ολιγογράφος. Η ειδική αξία του ημερολογίου του έγκειται στην περίοδο που εξιστορεί: Είναι η τελευταία φάση της σύρραξης όταν ο πόλεμος έχει τελειώσει και έχει υπογραφεί και η τρίτη οριστική μορφή της συνθηκολόγησης Ελλάδας και Αξονα.
Στρατεύτηκε στις 10.3.1941 και ως ανθυπολοχαγός - διερμηνέας αναχώρησε αμέσως για το μέτωπο τοποθετημένος στο στρατηγείο της VI Aυστραλιανής Μεραρχίας, τμήμα των συμμαχικών δυνάμεων που επρόκειτο να συγκρουστούν με τον προελαύνοντα γερμανικό στρατό. Θα παρουσιαστεί στη μονάδα του στις 12.4 και θα βρεθεί αντιμέτωπος –και έκπληκτος– με τη διάλυση του στρατεύματος, την έλλειψη οργάνωσης και συντεταγμένης υποχώρησης και την πλήρη αταξία. Σχολιάζει τη μεθοδικότητα και αταραξία των ξένων και εκτελεί τις οδηγίες τους σε επαφές με τους εντόπιους κ. τλ. Μικρές λεπτομέρειες που δεν απασχολούν τους ιστορικούς φωτίζουν παραστατικά την κρατούσα κατάσταση, τη συμπεριφορά των ηγετών, τη στάση τους, που επικρίνει και με οξείες παρατηρήσεις εικονογραφεί, την τραγικότητα των στρατιωτών που οδεύουν άτακτα προς τα κάπου χωρίς καθοδήγηση. Σταχυολογώ κάποιες: «... ο Επίλαρχος Μπαλτατζής, σύνδεσμος του στρατηγείου μας στο βρετανικό στρατηγείο. Μα επιτέλους, δεν βρήκε το Στρατηγείο μας έναν άνθρωπο πιο κατάλληλο να στείλη σ’ αυτήν τη θέση;». «Υπάρχει μεγάλη σύγχυσις, η έλλειψις πειθαρχίας είναι έκδηλος». «Τα τουφεκάκια αυτά είναι αθώα παιχνίδια μπρος στις μηχανές που διαθέτουν οι στρατοί του κόσμου σήμερα». «Αταφα πτώματα στρατιωτών σκεπασμένα μ’ ένα αντίσκηνο κοιμούνται ήσυχα». «Παντού τα ίχνη της καταστροφής. Καμένα αυτοκίνητα, κατεστραμμένο υλικό». Οι δραματικές επισημάνσεις του σε όλη τη διάρκεια της αντίστροφης πορείας του προς την Αθήνα υπό τους συνεχείς βομβαρδισμούς διανθίζονται με σκιρτήματα ανθρώπινων στιγμών που απαλύνουν τα δυσάρεστα: «Τι ωραία που είναι η ζωή όταν δεν μας χτυπούν τα αεροπλάνα». «Ενας τσομπάνος παίζει τον “Γιάννο και την Παγώνα” στην πίπιζά του. Ποτέ νότες φλογέρας δεν μου μίλησαν βαθύτερα». «Πόσο δεν ταιριάζει να σκάνουν βόμβες ανάμεσα σ’ αυτά τα άνθη του αγρού».
Διεισδυτικός παρατηρητής, αιχμηρός σχολιαστής και ακριβολόγος μάρτυρας επτά δεκαετίες από «τότε», προσφέρει μια τραγική εικόνα της βαρβαρότητας, των κατατρεγμών των αμάχων, της απελπισίας των νικημένων - νικητών, που επιστρέφουν μέσα «στην ασχήμια του πολέμου (όπου) η φετινή άνοιξη απεφάσισε να φανή πιο όμορφη από κάθε άλλη χρονιά». Κλείνει την προσωπική του κατάθεση στις 27 Απριλίου 1941, την ημέρα που υψώθηκε η γερμανική σημαία στην Ακρόπολη, με λόγια παρηγοριάς: «Και τώρα: πίστη και κουράγιο».
No comments:
Post a Comment