Τα βιβλία της μόλις που είχαμε προλάβει να τα δούμε αυτές τις μέρες της μαζικής βιβλιοπαραγωγής. Δύο μαζί. Και τα δύο εκ βαθέων. Το ένα ήταν οι ημερολογιακές της καταγραφές από τα 13 της μέχρι τα 33 της. Το δεύτερο ήταν οι επιστολές μιας μητέρας προς μία κόρη -μιας επώνυμης μητέρας προς μία επώνυμη κόρη- μιας δυνατής σχέσης με έντονες συγκρούσεις. Η Μαργαρίτα Λυμπεράκη ήταν η μητέρα και η Μαργαρίτα Καραπάνου ήταν η κόρη. Ήταν, γιατί χθες αργά το βράδυ, η Μαργαρίτα Καραπάνου έσβησε ήσυχα στην Εντατική του Γενικού Κρατικού Αθηνών, όπου νοσηλευόταν με σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα. «Δεν κατάλαβε τίποτα», λένε όσοι ήταν κοντά της αυτό το διάστημα.
Ήταν μόνο 62 ετών. Και είχε ζήσει πολύ έντονα όλα αυτά τα χρόνια. Ανάμεσα στην Ελλάδα και στη Γαλλία, δίπλα σε ανθρώπους του πνεύματος και των γραμμάτων, με έρωτες και πάθη, με ψυχολογικά βάσανα που την ταλαιπώρησαν για χρόνια και με μια διαρκή διάθεση για ζωή. «Επιθυμία για επιθυμίες -τίποτ’ άλλο. Νιώθω τη ζωή κάπου κοντά κι ωστόσο ένα εμπόδιο. Πρέπει να το διαλύσω. Όμως φοβάμαι να το διαλύσω, όχι εξαιτίας του φόβου για το άγνωστο, αλλά επειδή νιώθω τρυφερότητα και ήδη νοσταλγία γι’ αυτό το εμπόδιο», έγραφε στο ημερολόγιό της σε ηλικία 21 ετών.
Η Μαργαρίτα Καραπάνου ήταν μια γυναίκα που φοβόταν και την ίδια στιγμή πάλευε. Πάλευε, έλπιζε και προχωρούσε. Μέσω της γραφής και μέσω της αγάπης. Γεννήθηκε το 1946 στην Αθήνα, και μεγάλωσε μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας. Σπούδασε Φιλολογία και κινηματογράφο στο Παρίσι και εργάστηκε ως νηπιαγωγός στην Αθήνα. Επιλογές που είχαν σχέση με την τρυφερότητα και το όνειρο. Όμως την κέρδισε η λογοτεχνία. Το πρώτο της βιβλίο, «Η Κασσάνδρα και ο λύκος» (1976) τάραξε τα νερά της μεταπολιτευτικής εκδοτικής πραγματικότητας. Έφερνε νέα φόρμα, νέα γλώσσα, και όταν όλοι κοιτούσαν προς τα «έξω» προς τα κοινά, η Μαργαρίτα Καραπάνου κοιτούσε προς τα μέσα. Προς τον εαυτό της. Με τόλμη και ειλικρίνεια. Και με μια αίσθηση κοσμοπολιτισμού που ίσως και να ξένιζε τότε.
Στο ίδιο πνεύμα και με την ίδια αντίληψη ακολούθησαν και τα υπόλοιπα βιβλία της: «Ο υπνοβάτης», «Rien ne va plus», «Ναι», «Lee και Lou», «Μαμά» (όταν πέθανε η μητέρα της πριν από 9 χρόνια), και «Μήπως;» που ήταν μια δημόσια εξομολόγηση με την καθηγήτρια Ψυχολογίας Φωτεινή Τσαλίκογλου. Το 1988 τιμήθηκε στη Γαλλία με το βραβείο καλύτερου ξένου μυθιστορήματος για τον «Υπνοβάτη».
Δεν έκρυψε τίποτα
Και με τα δύο τελευταία βιβλία της αιφνιδίασε. Αυτή τη φορά δεν έκρυψε τίποτα. Δεν έβαλε τίποτα κάτω από τον μανδύα της λογοτεχνίας. Με δύο βιβλία που την αφορούν άμεσα, και χρειαζόταν μεγάλη γενναιότητα για να τα πραγματοποιήσει. Το ένα είναι σελίδες από το προσωπικό της ημερολόγιο («Η ζωή είναι αγρίως απίθανη»), όπου ομολογεί αντιδράσεις, αναζητήσεις, συγχύσεις, απορίες, πάθη και πόθους που την απασχόλησαν ανάμεσα στα 13 και τα 33 της χρόνια. Το δεύτερο είναι οι επιστολές από τη μητέρα της, επίσης συγγραφέα, Μαργαρίτα Λυμπεράκη, μέσα από τις οποίες διαφαίνεται η σχέση μητέρας-κόρης («Δε μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς», εκδ. Καστανιώτης).
Η Μαργαρίτα Καραπάνου τα τελευταία χρόνια ζούσε μόνιμα στην Ελλάδα. Είχε κάνει φίλους και φανατικούς αναγνώστες. Και πάντα αναζητούσε κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό. Στους στενούς της ανθρώπους ήταν σίγουρα η Φωτεινή Τσαλίκογλου και ο Βασίλης Κιμούλης από τις εκδόσεις «Ωκεανίδα», απ’ όπου κυκλοφορούν τα περισσότερα βιβλία της.
Ηταν πάντα ένα παιδί, που φοβόταν και έλπιζε. «Μπορούμε να είμαστε ταυτόχρονα Άσπρο και Μαύρο, αλλά το Μαύρο είναι που δίνει ζωή στο Άσπρο. Η αγνότητα είναι η γνώση. Είμαι ακόμα παιδί; Ναι, γιατί δεν έχω ακόμη αγαπήσει το Ασπρο».
Η κηδεία της θα γίνει την Παρασκευή το μεσημέρι από το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
No comments:
Post a Comment