του Ανασταση Βιστωνιτη | Το Βήμα, Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2008 Θα το θεωρούσε κανείς αξιοπερίεργο που ενώ όλα τα μεγάλα μυθιστορήματα του Καρόλου Ντίκενς έχουν εκδοθεί στα ελληνικά- και από πολλούς εκδότες- το πιο φιλόδοξο έργο του, Ο Ζοφερός Οίκος, κυκλοφόρησε μόλις πρόσφατα, 138 χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα. Δεν το επέτρεπαν ενδεχομένως τα ως τώρα δεδομένα της ελληνικής εκδοτικής αγοράς. Η ελληνική έκδοση του μεγάλου αυτού έργου ξεπερνά τις 1.400 σελίδες και εύλογο ήταν ένας τέτοιος όγκος να τρομάζει τον εκδοτικό κόσμο της χώρας μας ώστε να μην έχει τολμήσει να αναλάβει το ρίσκο. Αλλά η καθυστέρηση τούτη δεν σημαίνει επί της ουσίας και πολλά. Η έκδοση κανενός βιβλίου αυτής της μεγάλης φυσιογνωμίας της ευρωπαϊκής πεζογραφίας δεν μπορεί να θεωρηθεί γεγονός μεταχρονολογημένο. Ο Ντίκενς είναι ο Ντίκενς, όχι μόνο γιατί τον θαύμαζε ο Ντοστογέφσκι και ο Γκέοργκ Λούκατς τον κατέτασσε μαζί με τον Μπαλζάκ, τον Σταντάλ και τον Τολστόι στους τέσσερις μεγαλύτερους συγγραφείς του ευρωπαϊκού ρεαλισμού. Είναι και επειδή μας αφορά πολύ περισσότερο από διάφορους επεισοδιακούς γραφιάδες της εποχής που θεωρούν τις αφηγήσεις αναλώσιμες, όπως και από εκείνους της άλλης πλευράς για τους οποίους πρωτοτυπία και απήχηση θεωρούνται συγκρουόμενες έννοιες. Ο Ντίκενς ήταν και παραμένει εξαιρετικά πρωτότυπος και άλλο τόσο δημοφιλής. Κι αν για τα διασημότερα έργα του, όπως Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, Μεγάλες προσδοκίες ή Ολιβερ Τουίστ, κατηγορήθηκε για αισθηματολογία, στον Ζοφερό Οίκο ούτε καν αυτό μπορεί να του προσάψει κανείς. Επιπλέον η αρχιτεκτονική του βιβλίου, η ατμόσφαιρα, το πλήθος των χαρακτήρων, η ενότητα και η σύνθεση είναι τέτοια που μόνο θαυμασμό προκαλούν στους αναγνώστες, στους κριτικούς και στους μελετητές.
Ο Κάρολος Ντίκενς
Ας το πούμε λοιπόν εξαρχής. Ενώ στα υπόλοιπα μυθιστορήματά του ο Ντίκενς επεδίωκε να αφηγηθεί μια συναρπαστική ιστορία με όσο το δυνατόν απλούστερο- και κάποτε συμβατικό- τρόπο, εδώ συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ουδείς κατάφερε από το 1853, όταν ολοκληρώθηκε η δημοσίευση σε 20 συνέχειες του Ζοφερού Οίκου, ως σήμερα να γράψει ένα μυθιστόρημα- και μάλιστα ρεαλιστικόμε δύο αφηγητές και σε δύο αφηγηματικούς χρόνους χωρίς το βιβλίο του να είναι κομμένο στα δύο. Δικαίως λοιπόν ο Χάρολντ Μπλουμ στον Δυτικό κανόνα χαρακτηρίζει τον Ζοφερό Οίκο ως το κορυφαίο μυθιστόρημα του Ντίκενς. «Κανένας μυθιστοριογράφος του 19ου αιώνα,ακόμη και ο Τολστόι, δεν ήταν ισχυρότερος του Ντίκενς,ο οποίος συναγωνίζεται τον Τσόσερ και τον Σαίξπηρ με τα λαμπρά επιτεύγματά του» γράφει στο 13ο κεφάλαιο του πολυσυζητημένου βιβλίου του ο Μπλουμ. Και ακόμη: «Ολόκληρο το σύμπαν του Ντίκενς,η φαντασμαγορία του Λονδίνου και το όραμα της Αγγλίας που τον συνέχει,αναδύεται στον “Ζοφερό Οίκο” με μια διαύγεια και συγκίνηση που ξεπερνούν το υπόλοιπο έργο του,πριν και μετά από αυτό». Και δεν διστάζει να αναχθεί στο πολύ προσωπικό επίπεδο και να προσθέσει: «Θα πρέπει να ομολογήσω πως κάθε φορά που ξαναδιαβάζω το μυθιστόρημα κλαίω κι εγώ με την Εσθερ Σάμερσον, και δεν νομίζω πως γίνομαι υπερβολικά συναισθηματικός».
Το γραφείο του Ντίκενς όπου έγραψε τον «Ζοφερό Οίκο»
Η Εσθερ Σάμερσον είναι η κεντρική ηρωίδα του Ντίκενς σε τούτο το μυθιστόρημα-ποταμό που η υπόθεσή του εκτυλίσσεται σε 67 κεφάλαια. Είναι ακόμη η αφηγήτρια που μιλάει σε πρώτο πρόσωπο και αναφέρεται στο παρόν. Ο κλασικός παντογνώστης αφηγητής μιλάει για τα όσα συνέβησαν, δηλαδή σε παρελθόντα χρόνο. Γι΄ αυτό και η κριτική παγκοσμίως θεωρεί αξιοθαύμαστο το γεγονός πως ενώ η αφήγηση εκτυλίσσεται σε δύο παράλληλα ρεύματα και δύο αφηγηματικούς χρόνους, η ενότητα του έργου δεν διαταράσσεται σε κανένα σημείο, το ύφος παραμένει ενιαίο κι ωστόσο ούτε στιγμή, όταν μιλάει η Εσθερ, δεν έχουμε την αίσθηση ότι ο συγγραφέας τη χρησιμοποιεί ως αφηγηματικό προσωπείο. Είναι αυθεντική, ζωντανή, παρούσα, μία από τις εκπληκτικότερες ηρωίδες της αγγλόφωνης λογοτεχνίας, μια αντι-Μποβαρύ θα λέγαμε, που κατά παράδοξο τρόπο προλέγει την Ούρσουλα στο Ουράνιο τόξο και την Γκούντρουν στις Ερωτευμένες γυναίκες του Ντ.Χ. Λόρενς ή ακόμη και την Τες στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τόμας Χάρντι. Κι αν η ίδια υποβαθμίζει την προσωπικότητά της, το κάνει συνειδητά, αφενός για λόγους κοινωνικής προστασίας και αφετέρου για να αποκτήσει την αναγκαία ψυχική ηρεμία προκειμένου να ξεπεράσει το βάρος της μοναξιάς και της ορφάνιας. Ο Ντίκενς, έτσι, μας λέει πως η αξία δεν βρίσκεται απαραιτήτως μέσα στην εξέγερση - αλλά η γνώση και το αίσθημα αυτοπροστασίας δημιουργούν εκείνο το πρότυπο ηθικής που είναι αναγκαίο ώστε να προκύψουν αργότερα τα πλάσματα τα οποία θα σταθούν ευθέως απέναντι στην κοινωνία και θα συγκρουστούν μαζί της.
Ούτε έναν ούτε δύο αλλά δεκαοχτώ κεντρικούς χαρακτήρες συναντούμε στον Ζοφερό Οίκο και αναρίθμητα άλλα δευτερεύοντα πρόσωπα. Και κανέ ναν από αυτούς ο Ντίκενς δεν ξεχνά παρασυρμένος από την πλοκή για να τον επαναφέρει όταν τον ξαναθυμάται. Ολοι τους εμφανίζονται και αποχωρούν την κατάλληλη στιγμή ανάλογα με την εξέλιξη της αφήγησης και όταν επανεμφανίζονται είναι σαν να μην έχουν αποχωρήσει ποτέ από τη σκηνή, σαν να είναι παρόντες εν τη απουσία τους.
Ο Ντίκενς σε δαγεροτυπία του 1850
Μέσα από το κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος που βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά (μια μακρόχρονη δικαστική διαμάχη) ξεδιπλώνεται η βικτωριανή εποχή σε όλες τις πτυχές της και περιγράφεται η πινακοθήκη μιας κοινωνίας που βουλιάζει μέσα στη στατικότητα και στην υποκρισία, στην αδικία, στον φθόνο, στη διπροσωπία, στις συμβάσεις και στα ταξικά στερεότυπα. Ο Ντίκενς ωστόσο, όπως όλοι οι δημοφιλείς συγγραφείς, αγαπά τους ήρωές του ακόμη και στις χειρότερες στιγμές τους. Ετσι από το ανθρωπολογικό περιεχόμενο του έργου του αναβλύζει το αίσθημα της συμπόνιας, μια έντονη συγκίνηση που κανέναν δεν αφήνει αδιάφορο. Και αυτό γίνεται ακόμη πιο έντονο μέσα στο κλίμα της υποδικίας στο οποίο ζουν οι πρωταγωνιστές του και κατ΄ επέκταση ολόκληρη η κοινωνία. Γι΄ αυτό ίσως και ο Χάρολντ Μπλουμ, γράφοντας για τον Ζοφερό Οίκο, προβαίνει σε μια τολμηρή σύγκρισή του με τη Δίκη και τον Πύργο του Κάφκα. Το ερώτημα και στην περίπτωση του Ντίκενς και σε εκείνη του Κάφκα παραμένει το ίδιο: Σε τίνος τα χέρια πέφτει ο νόμος; Αν βέβαια για τον Ντίκενς του 19ου αιώνα, εποχής κατά την οποίαν οι άνθρωποι πίστευαν στην επιστήμη και στην πρόοδο, συνιστούσε πεποίθηση το ότι ο δικαστικός λαβύρινθος όπως ακριβώς δημιουργήθηκε έτσι μπορεί και να καταστραφεί, στον Κάφκα ο λαβύρινθος αυτός υπερβαίνει την ανθρώπινη συνθήκη και δημιουργεί έναν σχεδόν μεταφυσικό τρόμο.
Θαυμαστός είναι ακόμη ο τρόπος με τον οποίο ο Ντίκενς εμβολιάζει τις περιγραφές και τις αναλύσεις του της κοινωνικής πραγματικότητας με στοιχεία του ρομάντζου όπως τα συναντούμε σε παλαιότερα έργα, τον Τομ Τζόουνς του Φίλντινγκ λ.χ., απογειώνοντας την αφήγηση και χρωματίζοντας την ατμόσφαιρα με μια αίσθηση μυστηρίου, έξαρσης, χαράς, λύπης και ειρωνείας. Ολα τούτα μεταφέρονται από τους ήρωες του συγγραφέα στους αναγνώστες του με τον ανεπαίσθητο τρόπο που μόνο η μεγάλη τέχνη τον κατέχει. Αλλά κατά την προσφιλή του μέθοδο ο Ντίκενς δεν περιορίζεται σε μια υπόθεση ή μια ιστορία, αυτή της Εσθερ που ζει το δράμα της ορφάνιας, δράμα οικουμενικό, αντλημένο ωστόσο μέσα από τα προσωπικά της βιώματα. Η Εσθερ είναι θύμα της πατριαρχικής κοινωνίας της εποχής, κι έτσι στην αφήγησή της υποτιμά συνεχώς τον εαυτό της, με έναν τρόπο όμως τόσο ευφυή που αναρωτιέσαι έπειτα από ένα σημείο αν η υποτίμηση αυτή δεν είναι τελικά παρά μια ειρωνική αποστροφή προς την κοινωνία στην οποία είναι αναγκασμένη να ζήσει. Μέσα στην ιστορία της όμως εγκιβωτίζονται τουλάχιστον δέκα ακόμη ιστορίες. Και όλες μαζί ισχυροποιούν τη δική της.
Η ειρωνεία αποτελεί βασικό γνώρισμα της τέχνης του Ντίκενς σε όλα τα μεγάλα έργα του. Δεν μπορούσε να λείπει και από τον Ζοφερό Οίκο. Το μυθιστόρημα είναι η πληρέστερη αποτύπωση των κοινωνικών ηθών και της παρακμής της βικτωριανής Αγγλίας. Ο συγγραφέας επέλεξε ως στόχο του το αρχαϊκό για την εποχή δικαστικό σύστημα και μέσα από την αδυσώπητη κριτική εναντίον του απογυμνώνει τις προκαταλήψεις, τη σεμνοτυφία, τα στερεότυπα και την ηθική και πνευματική καθυστέρηση μιας εποχής κατά την οποίαν η Βρετανία ήταν μεν αυτοκρατορία αλλά στο εσωτερικό της παρέμενε μια βαθύτατα συντηρητική και κατασταλτική κοινωνία που ο πουριτανισμός της στηριζόταν σε μιαν ατελείωτη σειρά από κοινωνικά στερεότυπα. Μια κοινωνία επιπλέον κομμένη στα δύο, με την αριστοκρατία μακριά από τον λαό και τον λαό χωρίς πυξίδα.
Κι εδώ, όπως και στα υπόλοιπα έργα του, ο έντονος λαϊκός χαρακτήρας είναι εμφανής. Κανείς άγγλος συγγραφέας προ ή μετά δεν περιέγραψε το βρετανικό προλεταριάτο όπως ο Ντίκενς, χωρίς αυτό να σημαίνει πως τον άφησε αδιάφορο η μεσαία τάξη και η αριστοκρατία. Ο διχασμός και η πνευματική καθυστέρηση μιας κοινωνίας αποτυπώνονται πρωτίστως στο δικαστικό της σύστημα. Οταν οι δικαστικές υποθέσεις τραβούν σε απαράδεκτο μάκρος αποδεικνύεται ότι η κοινωνία νοσεί και η καθυστερημένη απόδοση δικαιοσύνης είναι η μεγαλύτερη αδικία που μπορεί να φανταστεί κανείς, αφού κρατά κατά κάποιον τρόπο όλη την κοινωνία σε διαρκή υποδικία. Δεν είναι ίσως τυχαίο που πολλοί υποστηρίζουν ότι εξαιτίας αυτού του βιβλίου βελτιώθηκε το νομικό σύστημα της Αγγλίας το 1970, χρονιά του θανάτου του συγγραφέα.
Ο Ζοφερός Οίκος μεταφέρθηκε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο το 1920. Το ΒΒC τον μετέφερε τρεις φορές στην τηλεόραση, την πρώτη το 1959, τη δεύτερη το 1985 και την τελευταία πριν από τρία χρόνια, μια εξαίρετη παραγωγή σε 15 επεισόδια με πρωταγωνιστές ανάμεσα σε άλλους την Τζίλιαν Αντερσον, τον Τσαρλς Ντανς και την Αννα Μάξγουελ Μάρτιν.
Η ελληνική έκδοση του Ζοφερού Οίκου είναι εξαιρετικά προσεγμένη. Και αξίζουν συγχαρητήρια στη μεταφράστρια Κλαίρη Παπαμιχαήλ που μετέγραψε το αριστούργημα του Ντίκενς σε θαυμάσια ελληνικά.
No comments:
Post a Comment