Γράφει ο Ευριπίδης Γαραντούδης, 29 Νοεμβρίου 2008
Γράφοντας για την «αναθεωρημένη έκδοση» της Αρχαίας σκουριάς (1979), πρώτου μυθιστορήματος της Μάρως Δούκα, κινδυνεύει κανείς να επαναλάβει κοινούς τόπους της κριτικής μέσα σε ένα περιβάλλον διογκούμενα ανακυκλωμένου λόγου, με επίκεντρο ένα από τα γνωστότερα, ένα εμβληματικό σχεδόν, πεζογραφικό έργο της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου.
Το βιβλίο χαρακτηρίστηκε τοιχογραφία της γενιάς του Πολυτεχνείου, καθώς αυτή η γενιά απεικονίζεται από τη σκοπιά της πρωτοπρόσωπης αφηγήτριας και κεντρικής ηρωίδας, της Μυρσίνης Παναγιώτου, μιας νεαρής γυναίκας αστικής καταγωγής η οποία στα φοιτητικά της χρόνια εντάσσεται στον χώρο της Αριστεράς. Μέσα από την αναδρομική εξιστόρηση των οικογενειακών, φιλικών και ερωτικών σχέσεών της και της άμεσης ιδεολογικής εμπλοκής στην πολιτικοκοινωνικά ταραγμένη εποχή της (συμμετοχή στον αντιδικτατορικό αγώνα, φυλάκιση και βασανιστήρια, ξανά σύλληψη μετά τη σφαγή στο Πολυτεχνείο), η αφηγήτρια-ηρωίδα όχι μόνο ανασυστήνει την περίοδο της δικτατορίας, αλλά και συμπαρασύρει στην αφήγηση πλήθος ιστορίες προσώπων και καταστάσεων, ανατέμνοντας έτσι το ιστορικό παρελθόν του μεσοπολέμου, της Κατοχής, του Εμφυλίου και του Ανένδοτου.
Το σημαντικότερο, όμως, χάρισμα του βιβλίου είναι ότι ο σύνθετος ψυχισμός της αφηγήτριας-ηρωίδας, η ενδοσκόπηση, οι ενοχές, οι αντιφάσεις, οι ματαιώσεις και οι διαψεύσεις της, έτσι όπως συγκροτούν έναν πειστικότατο γυναικείο χαρακτήρα, χάρη στο έντεχνα τραχύ και σκόπιμα κυμαινόμενο, με πολλές αλλαγές τόνου, ύφος της Δούκα, οδηγούν στην αυτοαναίρεσή της. Έτσι υπονομεύεται και το βασικό έρεισμα της αριστερής μυθολογίας της γενιάς του Πολυτεχνείου, η πίστη- που αποδείχθηκε ευπιστία - ότι η μεταπολίτευση θα άλλαζε την Ελλάδα προς το καλύτερο.
Στο επίμετρο της νέας έκδοσης, «Κριτικές από την πρώτη έκδοση του βιβλίου» (σ. 331-347), περιλαμβάνονται 4 κριτικά σημειώματα γραμμένα το 1980, των Καίης Τσιτσέλη, Βαγγέλη Κάσσου, Κώστα Σταματίου και Αγγελικής Worning. Παραθέτω μια φράση της Τσιτσέλη ( «Η Καθημερινή », 6 Μαρτίου 1980): «Άκουσα πολλούς να λένε ότι αναγνωρίζουν στην Αρχαία σκουριά μια ολόκληρη εποχή. Ναι, υπάρχει κι αυτό. Όμως πρώτα απ΄ όλα εγώ αναγνωρίζω αυτό το γυμνό, αδούλωτο πρόσωπο που προσπαθεί, χωρίς να στηρίζεται πουθενά, να αρθρώσει το απαγορευμένο ρήμα “είμαι”» (σ. 334). Με άλλα λόγια, στον νέο αυτόν ορίζοντα, αυτόν που διαμόρφωσε η λογοτεχνία της μεταπολίτευσης, η Δούκα πρωτοστατεί, μαζί και με πολλές άλλες αξιολογότατες γυναίκες ποιήτριες και πεζογράφους της γενιάς της (αυτής που σχηματικά ονομάσαμε «γενιά του 1970»), κατ΄ αρχάς στην αναζήτηση της ταυτότητας του γυναικείου προσώπου μέσα σε έναν μετασχηματιζόμενο αλλά ακόμη κυριαρχούμενο από τους άνδρες κόσμο και, στη συνέχεια, στην οριστική ρήξη των τειχών που χώριζαν τη λογοτεχνία σε γυναικεία και ανδρική. Θα είχε, επίσης, ενδιαφέρον εάν στο επίμετρο του βιβλίου περιλαμβάνονταν ενδεικτικώς και κάποια κριτικά κείμενα από εκείνα που το αντιμετώπισαν ως πολιτικά «βλάσφημο», με τα κριτήρια της αριστερής ορθοδοξίας του 1979. Αλλά τέτοιου είδους αδυναμίες έχουν και τα καλά τους, όπως ότι επαληθεύουν την παρηγορητική αλήθεια πως με το πέρασμα του χρόνου τα άξια λογοτεχνικά έργα κατορθώνουν μόνα να πάρουν την εκδίκησή τους από τους κοντόφθαλμους και τους πολιτικάντηδες.
Το βιβλίο χαρακτηρίστηκε τοιχογραφία της γενιάς του Πολυτεχνείου, καθώς αυτή η γενιά απεικονίζεται από τη σκοπιά της πρωτοπρόσωπης αφηγήτριας και κεντρικής ηρωίδας, της Μυρσίνης Παναγιώτου, μιας νεαρής γυναίκας αστικής καταγωγής η οποία στα φοιτητικά της χρόνια εντάσσεται στον χώρο της Αριστεράς. Μέσα από την αναδρομική εξιστόρηση των οικογενειακών, φιλικών και ερωτικών σχέσεών της και της άμεσης ιδεολογικής εμπλοκής στην πολιτικοκοινωνικά ταραγμένη εποχή της (συμμετοχή στον αντιδικτατορικό αγώνα, φυλάκιση και βασανιστήρια, ξανά σύλληψη μετά τη σφαγή στο Πολυτεχνείο), η αφηγήτρια-ηρωίδα όχι μόνο ανασυστήνει την περίοδο της δικτατορίας, αλλά και συμπαρασύρει στην αφήγηση πλήθος ιστορίες προσώπων και καταστάσεων, ανατέμνοντας έτσι το ιστορικό παρελθόν του μεσοπολέμου, της Κατοχής, του Εμφυλίου και του Ανένδοτου.
Το σημαντικότερο, όμως, χάρισμα του βιβλίου είναι ότι ο σύνθετος ψυχισμός της αφηγήτριας-ηρωίδας, η ενδοσκόπηση, οι ενοχές, οι αντιφάσεις, οι ματαιώσεις και οι διαψεύσεις της, έτσι όπως συγκροτούν έναν πειστικότατο γυναικείο χαρακτήρα, χάρη στο έντεχνα τραχύ και σκόπιμα κυμαινόμενο, με πολλές αλλαγές τόνου, ύφος της Δούκα, οδηγούν στην αυτοαναίρεσή της. Έτσι υπονομεύεται και το βασικό έρεισμα της αριστερής μυθολογίας της γενιάς του Πολυτεχνείου, η πίστη- που αποδείχθηκε ευπιστία - ότι η μεταπολίτευση θα άλλαζε την Ελλάδα προς το καλύτερο.
- Υπονόμευση
Στο επίμετρο της νέας έκδοσης, «Κριτικές από την πρώτη έκδοση του βιβλίου» (σ. 331-347), περιλαμβάνονται 4 κριτικά σημειώματα γραμμένα το 1980, των Καίης Τσιτσέλη, Βαγγέλη Κάσσου, Κώστα Σταματίου και Αγγελικής Worning. Παραθέτω μια φράση της Τσιτσέλη ( «Η Καθημερινή », 6 Μαρτίου 1980): «Άκουσα πολλούς να λένε ότι αναγνωρίζουν στην Αρχαία σκουριά μια ολόκληρη εποχή. Ναι, υπάρχει κι αυτό. Όμως πρώτα απ΄ όλα εγώ αναγνωρίζω αυτό το γυμνό, αδούλωτο πρόσωπο που προσπαθεί, χωρίς να στηρίζεται πουθενά, να αρθρώσει το απαγορευμένο ρήμα “είμαι”» (σ. 334). Με άλλα λόγια, στον νέο αυτόν ορίζοντα, αυτόν που διαμόρφωσε η λογοτεχνία της μεταπολίτευσης, η Δούκα πρωτοστατεί, μαζί και με πολλές άλλες αξιολογότατες γυναίκες ποιήτριες και πεζογράφους της γενιάς της (αυτής που σχηματικά ονομάσαμε «γενιά του 1970»), κατ΄ αρχάς στην αναζήτηση της ταυτότητας του γυναικείου προσώπου μέσα σε έναν μετασχηματιζόμενο αλλά ακόμη κυριαρχούμενο από τους άνδρες κόσμο και, στη συνέχεια, στην οριστική ρήξη των τειχών που χώριζαν τη λογοτεχνία σε γυναικεία και ανδρική. Θα είχε, επίσης, ενδιαφέρον εάν στο επίμετρο του βιβλίου περιλαμβάνονταν ενδεικτικώς και κάποια κριτικά κείμενα από εκείνα που το αντιμετώπισαν ως πολιτικά «βλάσφημο», με τα κριτήρια της αριστερής ορθοδοξίας του 1979. Αλλά τέτοιου είδους αδυναμίες έχουν και τα καλά τους, όπως ότι επαληθεύουν την παρηγορητική αλήθεια πως με το πέρασμα του χρόνου τα άξια λογοτεχνικά έργα κατορθώνουν μόνα να πάρουν την εκδίκησή τους από τους κοντόφθαλμους και τους πολιτικάντηδες.
- Χτένισμα
Μάρω Δούκα
Η ΑΡΧΑΙΑ ΣΚΟΥΡΙΑ
ΕΚΔ.
(ΑΝΑΘΕΩΡΗΜΕΝΗ): ΠΑΤΑΚΗΣ 2008, ΣΕΛ.
347, ΤΙΜΗ: 19 ΕΥΡΩ
Δεν διαβάζεται πια ως πολιτικό έργο
Τρεις σχεδόν δεκαετίες ύστερα από την εμφάνισή της, η Αρχαία σκουριά αντλεί και διατηρεί την αντοχή της στον χρόνο χάρη στον μετασχηματισμό της, μέσω των επάλληλων αναγνώσεών της, από ένα βιβλίο που αρχικώς διαβάστηκε ως πολιτικό και γυναικείο σε ένα λογοτεχνικό έργο που είναι, πρωτίστως, βαθιά ανθρώπινο (κι ας θεωρηθεί ένας τέτοιος χαρακτηρισμός αφηρημένος ή και αφελής). Τον χρησιμοποιώ επειδή μου τον υπέδειξε η ίδια η Δούκα με ό,τι επεσήμανε ως «έμμονη ιδέα» του έργου της στο βιβλίο της Τα μαύρα λουστρίνια (2005): «Τη δυνατότητα ή όχι του ανθρώπου να αποτυπώνει με αυτοεπίγνωση και εντιμότητα τις εκπτώσεις του στη διαδρομή από το είναι που δικαιούται στο έχειν που διεκδικεί». Την αφετηρία αυτής της προσωπικής της συγγραφικής αγωνίας, υλοποιημένης σε υψηλή λογοτεχνία, διακρίνω στην Αρχαία σκουριά.
No comments:
Post a Comment