Φωτογραφία της Πηνελόπης Μασούρη από το βιβλίο του Γιάννη Σολδάτου «Δια του κατόπτρου» («Κοχλίας»)
Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ
Η Μαργαρίτα Καραπάνου έζησε σωματικά τη διαδικασία της γραφής και βίωσε με την ψυχή της τη συγγραφή. Ηταν μια γυναίκα η οποία υπεράσπισε το φύλο της, χωρίς να περάσει στη στράτευση, διεκδικώντας το με τον τρόπο της ψυχανάλυσης. Ομως η αυτοανάλυση, αυτό το πήγαινε - έλα μεταξύ ονειρεμένης πραγματικότητας και ονειρικού παραληρήματος, κατακαθόταν σ' έναν πεζό λόγο, ο οποίος όφειλε πολλά στην αυτοβιογραφία. Χωρίς να την αποκρύπτει, γινόταν το εφαλτήριο για ένα όραμα λογοτεχνίας, που χρωστούσε πολλά στους Γάλλους κλασικούς, μ' ένα φύσημα μοντερνιστικής ανατροπής.
Φωτογραφία της Πηνελόπης Μασούρη από το βιβλίο του Γιάννη Σολδάτου «Διά του κατόπτρου» («Κοχλίας»)
Από το πρώτο της μυθιστόρημα «Η Κασσάνδρα και ο λύκος», ένα σκοτεινό εγκώμιο γισ την παιδική ηλικία, που επαινέθηκε από τον Τζον Απντάικ, στην εξομολόγηση και στην παραδοχή της μανιοκατάθλιψής της, έτσι όπως αποτυπώθηκε στα ημερολόγιά της «Η ζωή είναι αγρίως απίθανη. Ημερολόγια 1959-1979», την ύστατη εκδοτική της παρουσία (κυκλοφόρησε πρόσφατα από την «Ωκεανίδα»). Το τελευταίο το παρουσίαζε με όρους μιας αδύνατης προσδοκίας: «Αυτή είναι η αιώνια καταδίκη μου; Να συγκρούομαι με την πραγματικότητα, μια πραγματικότητα πάντα διαφορετική από τα όνειρά μου; Το όνειρο έχει και αυτό τις απαιτήσεις του, την ηθική του. Κι αν όλοι οι ποιητές είναι αδύναμοι, τότε ζήτω η Αδυναμία!».
Αυτό το λυπημένο κορίτσι των παρισινών αναμνήσεων της νεότητας και της αενάου επιστροφής στο φως της Υδρας, πέθανε από αυτό που τη βασάνισε διά βίου: την ψυχική ασθένεια, όταν δεν μπορεί πλέον να εκχυθεί στη μυθοπλασία του ολοκληρωμένου έργου, αλλά είναι το κενό σε εκτός κόσμου ταχύτητα.
Εζησε μια συγκλονιστική εσωτερική ζωή μέχρι τα 62 της χρόνια. Είχε γεννηθεί το 1946 στην Αθήνα από δύο ισχυρές προσωπικότητες, οι οποίες τη σφράγισαν θετικά και αρνητικά: τον πατέρα της, τον δικηγόρο και ποιητή Γεώργιο Καραπάνο, και τη μητέρα της, τη συγγραφέα Μαργαρίτα -Ρίτα όπως την αποκαλούσε- Λυμπεράκη. Στο λιτό βιογραφικό της κρατούσε ότι σπούδασε κινηματογράφο στο Παρίσι και ότι εργάστηκε ως νηπιαγωγός στην Αθήνα.
Σε αντίθεση με τη διεθνή κριτική, η οποία την εκθείαζε, η εγχώρια την αγνοούσε ή την επέκρινε. Ωστόσο, οι καλές ειδήσεις ήρθαν από το Παρίσι του 1988. Με επτά ψήφους υπέρ και τέσσερις κατά, απέσπασε για δεύτερο μυθιστόρημά της, τον «Υπνοβάτη» («Γκαλιμάρ») των αισθήσεων και των παραισθήσεων, το Βραβείο Καλύτερου Ξένου Μυθιστορήματος. Συνυπόψηφιοί της ήταν ο Πέτερ Χάντκε, η Αϊρις Μέρντοχ, ο Φίλιπ Ροθ, ο Γιασάρ Κεμάλ, η Πατρίτσια Χάισμιθ, η Τζόις Κάρολ Οουτς!
Συγκεκριμένα, την κριτική επιτροπή γοήτευσε το γεγονός ότι διάβασε μεταφορικά μία σύγχρονη Βαβέλ σ' ένα ελληνικό νησί, όπου τα φύλα, οι γλώσσες και οι ανθρώπινες σχέσεις μπλέκονται σ' ένα παιχνίδι διαρκών μεταμορφώσεων.
Από τις σελίδες της «Le Monde», την υποδέχθηκε ο Αμερικανός συγγραφέας Τζέρομ Τσάριν: «Πρέπει να διαβάζει κανείς την Καραπάνου όπως διαβάζουμε τον Ρεμπό ή τον Μπλέικ, όπως κοιτάμε την απόλυτη ομορφιά στο μάτι ενός τίγρη. Αυτή η εμμονή να μάς απογυμνώσει απόλυτα από τα καθημερινά μας ρούχα, από όλες αυτές τις γελοίες μάσκες, αυτή η εμμονή την κάνει εκπληκτική συγγραφέα».
Το άγχος, η παράνοια, η συναισθηματική ειλικρίνεια, η οποία φθάνει στα όρια της απόγνωσης, συνθέτουν τις συνεχείς καταβάσεις της Μαργαρίτας Καραπάνου στον πλουτώνειο κόσμο των σκιών. Επέμενε σ' αυτή την ψυχοστασία της με τα ακόλουθα έργα: «Rien me va plus», «Ναι», «Lee και Lou», «Μαμά», «Μήπως;» (σε συνεργασία με τη Φωτεινή Τσαλίκογλου), «Δε μ' αγαπάς. Μ' αγαπάς: Τα παράξενα της μητρικής αγάπης. Τα γράμματα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη στην κόρη της Μαργαρίτα Καραπάνου», σε επιμέλεια της Φωτεινής Τσαλίκογλου. Ακόμη, είχε μεταφράσει το «Εγκώμιο του μακιγιάζ» του Σαρλ Μποντλέρ.
Τα βιβλία της κυκλοφόρησαν σε μετάφραση, σε ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Ολλανδία, Σουηδία, Ισραήλ. Οι ελληνικές εκδόσεις τους κυκλοφόρησαν από τον «Ερμή», τον «Καστανιώτη», την «Ωκεανίδα» και την «Αγρα».
* Η κηδεία της θα γίνει την Παρασκευή το μεσημέρι από το Α' Νεκροταφειο Αθηνών. *
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 03/12/2008
Φωτογραφία της Πηνελόπης Μασούρη από το βιβλίο του Γιάννη Σολδάτου «Διά του κατόπτρου» («Κοχλίας»)
Από το πρώτο της μυθιστόρημα «Η Κασσάνδρα και ο λύκος», ένα σκοτεινό εγκώμιο γισ την παιδική ηλικία, που επαινέθηκε από τον Τζον Απντάικ, στην εξομολόγηση και στην παραδοχή της μανιοκατάθλιψής της, έτσι όπως αποτυπώθηκε στα ημερολόγιά της «Η ζωή είναι αγρίως απίθανη. Ημερολόγια 1959-1979», την ύστατη εκδοτική της παρουσία (κυκλοφόρησε πρόσφατα από την «Ωκεανίδα»). Το τελευταίο το παρουσίαζε με όρους μιας αδύνατης προσδοκίας: «Αυτή είναι η αιώνια καταδίκη μου; Να συγκρούομαι με την πραγματικότητα, μια πραγματικότητα πάντα διαφορετική από τα όνειρά μου; Το όνειρο έχει και αυτό τις απαιτήσεις του, την ηθική του. Κι αν όλοι οι ποιητές είναι αδύναμοι, τότε ζήτω η Αδυναμία!».
Αυτό το λυπημένο κορίτσι των παρισινών αναμνήσεων της νεότητας και της αενάου επιστροφής στο φως της Υδρας, πέθανε από αυτό που τη βασάνισε διά βίου: την ψυχική ασθένεια, όταν δεν μπορεί πλέον να εκχυθεί στη μυθοπλασία του ολοκληρωμένου έργου, αλλά είναι το κενό σε εκτός κόσμου ταχύτητα.
Εζησε μια συγκλονιστική εσωτερική ζωή μέχρι τα 62 της χρόνια. Είχε γεννηθεί το 1946 στην Αθήνα από δύο ισχυρές προσωπικότητες, οι οποίες τη σφράγισαν θετικά και αρνητικά: τον πατέρα της, τον δικηγόρο και ποιητή Γεώργιο Καραπάνο, και τη μητέρα της, τη συγγραφέα Μαργαρίτα -Ρίτα όπως την αποκαλούσε- Λυμπεράκη. Στο λιτό βιογραφικό της κρατούσε ότι σπούδασε κινηματογράφο στο Παρίσι και ότι εργάστηκε ως νηπιαγωγός στην Αθήνα.
Σε αντίθεση με τη διεθνή κριτική, η οποία την εκθείαζε, η εγχώρια την αγνοούσε ή την επέκρινε. Ωστόσο, οι καλές ειδήσεις ήρθαν από το Παρίσι του 1988. Με επτά ψήφους υπέρ και τέσσερις κατά, απέσπασε για δεύτερο μυθιστόρημά της, τον «Υπνοβάτη» («Γκαλιμάρ») των αισθήσεων και των παραισθήσεων, το Βραβείο Καλύτερου Ξένου Μυθιστορήματος. Συνυπόψηφιοί της ήταν ο Πέτερ Χάντκε, η Αϊρις Μέρντοχ, ο Φίλιπ Ροθ, ο Γιασάρ Κεμάλ, η Πατρίτσια Χάισμιθ, η Τζόις Κάρολ Οουτς!
Συγκεκριμένα, την κριτική επιτροπή γοήτευσε το γεγονός ότι διάβασε μεταφορικά μία σύγχρονη Βαβέλ σ' ένα ελληνικό νησί, όπου τα φύλα, οι γλώσσες και οι ανθρώπινες σχέσεις μπλέκονται σ' ένα παιχνίδι διαρκών μεταμορφώσεων.
Από τις σελίδες της «Le Monde», την υποδέχθηκε ο Αμερικανός συγγραφέας Τζέρομ Τσάριν: «Πρέπει να διαβάζει κανείς την Καραπάνου όπως διαβάζουμε τον Ρεμπό ή τον Μπλέικ, όπως κοιτάμε την απόλυτη ομορφιά στο μάτι ενός τίγρη. Αυτή η εμμονή να μάς απογυμνώσει απόλυτα από τα καθημερινά μας ρούχα, από όλες αυτές τις γελοίες μάσκες, αυτή η εμμονή την κάνει εκπληκτική συγγραφέα».
Το άγχος, η παράνοια, η συναισθηματική ειλικρίνεια, η οποία φθάνει στα όρια της απόγνωσης, συνθέτουν τις συνεχείς καταβάσεις της Μαργαρίτας Καραπάνου στον πλουτώνειο κόσμο των σκιών. Επέμενε σ' αυτή την ψυχοστασία της με τα ακόλουθα έργα: «Rien me va plus», «Ναι», «Lee και Lou», «Μαμά», «Μήπως;» (σε συνεργασία με τη Φωτεινή Τσαλίκογλου), «Δε μ' αγαπάς. Μ' αγαπάς: Τα παράξενα της μητρικής αγάπης. Τα γράμματα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη στην κόρη της Μαργαρίτα Καραπάνου», σε επιμέλεια της Φωτεινής Τσαλίκογλου. Ακόμη, είχε μεταφράσει το «Εγκώμιο του μακιγιάζ» του Σαρλ Μποντλέρ.
Τα βιβλία της κυκλοφόρησαν σε μετάφραση, σε ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Ολλανδία, Σουηδία, Ισραήλ. Οι ελληνικές εκδόσεις τους κυκλοφόρησαν από τον «Ερμή», τον «Καστανιώτη», την «Ωκεανίδα» και την «Αγρα».
* Η κηδεία της θα γίνει την Παρασκευή το μεσημέρι από το Α' Νεκροταφειο Αθηνών. *
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 03/12/2008
No comments:
Post a Comment