Monday, September 29, 2008

Ευρωπαϊκή Ημέρα Γλωσσών


Μετά την ανακήρυξη του 2001 σε έτος γλωσσών, το Συμβούλιο της Ευρώπης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακήρυξαν την 26η Σεπτεμβρίου «Ευρωπαϊκή Ημέρα των Γλωσσών». Αυτό έγινε για να γιορταστεί η πολιτιστική μας κληρονομιά, αναπόσπαστο τμήμα της οποίας είναι οι γλώσσες της Ευρώπης.

Με την ευκαιρία της φετινής Ημέρας των Γλωσσών η Επιτροπή κάλεσε τους δημοσιογράφους να συναντήσουν μερικούς μεταφραστές για τους οποίους η εκμάθηση και η χρήση πολλών γλωσσών -σε μερικές περιπτώσεις πάνω από 20- δεν είναι πρόβλημα αλλά απόλαυση. Πέρα από την περιγραφή των εμπειριών που αποκόμισαν αυτοί οι «πολύγλωσσοι» από την εκμάθηση γλωσσών, η συνάντηση αυτή έδωσε το έναυσμα για ενδιαφέρουσες συζητήσεις όπως, π.χ., τι είναι αυτό που παρακινεί κάποιον να μάθει πολλές γλώσσες, ποιες μέθοδοι χρησιμοποιούνται και αν υπάρχει όριο στην ικανότητα του ανθρώπου να μαθαίνει γλώσσες. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου.

Σήμερα ο Επίτροπος, κ. Leonard Orban, υπεύθυνος για την Πολυγλωσσία θα συμμετάσχει σε συνέδριο με τίτλο «États Généraux du Multilinguisme», το οποίο οργανώνεται από τη γαλλική προεδρία στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης.

Πρόκειται για φόρουμ που αποσκοπεί στην εξέταση των πολιτικών που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη για την ενίσχυση των γλωσσικών δεξιοτήτων των πολιτών τους τόσο στο σχολείο όσο και μέσω της διά βίου μάθησης, με έμφαση στη συμβολή της πολυγλωσσίας στην ανάπτυξη, την πρόοδο και τη συνοχή.

Παράλληλα, στις Βρυξέλλες θα πραγματοποιηθεί συνέδριο με θέμα «Η μετάφραση στην επιχείρησή μας», καθώς και ένα «φεστιβάλ γλωσσών» που θα περιλαμβάνει παιχνίδια υπολογιστών που έχουν ως βάση τις γλώσσες, δοκιμή φαγητών, ταινίες και διαλογικά παιχνίδια με βραβεία. Θα υπάρχουν επίσης ζωντανή μουσική, ντοκιμαντέρ και επισκέψεις από τοπικά σχολεία.

Δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Ημέρας Γλωσσών:
http://ec.europa.eu/education/languages/eu-language-policy/doc2836_en.htm

Πηγή www.euro-info.gr

Βόμβες εναντίον εκδοτικής ελευθερίας



Η Σέρι Τζόουνς είχε την αποκοτιά να γράψει για την Αϊσά, 6χρονη σύζυγο του Μωάμεθ
Κάτι ήξερε ο αμερικανικός εκδοτικός οίκος Random House, που τον Αύγουστο ματαίωσε την έκδοση του «The jewel of Medina» (Το κόσμημα της Μεδίνα), φοβούμενος επιθέσεις ισλαμιστών. Το Σάββατο, το σπίτι του Μάρτιν Ρίνια, Εγγλέζου εκδότη του, δέχτηκε επίθεση με βόμβα πετρελαίου. Συνελήφθησαν τρεις ύποπτοι. Το μυθιστόρημα της Σέρι Τζόουνς αναφέρεται στην Αϊσά, την πιο αγαπημένη από τις γυναίκες του Μωάμεθ. Την ακολουθεί από τα 6 της χρόνια, τότε που ο Μωάμεθ την παντρεύτηκε, μέχρι τα 18 της που αυτός πέθανε. Την παρουσιάζει σαν μια θαρραλέα γυναίκα που αντιδρά όταν την κλείνουν στην πούρντα και της στερούν κάθε ελευθερία της αφού θέλει να είναι ισότιμη με τους άνδρες. «Πλησιάζω τον Μωάμεθ με σεβασμό και τις απαρχές του Ισλάμ με ακρίβεια», έχει υποστηρίξει. «Ακόμα και το Κοράνι λέει πως ήταν θνητός. Είχε 12 γυναίκες, άρα θα έκανε και σεξ μαζί τους».

Το σκάνδαλο ξέσπασε όταν ο Random House ζήτησε από την Ντενίζ Σπέλμπεργκ, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, να διαβάσει το βιβλίο για να δημοσιευτεί η γνώμη της στο εξώφυλλο. Αυτή όμως όχι μόνο το βρήκε «άθλιο και ανόητο» και κατήγγειλε τη συγγραφέα ότι «πήρε μια ιερή ιστορία και την έκανε σοφτ πορνό», αλλά φρόντισε να ενημερώσει και μουσουλμάνους. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβαν αυτοί, με επικεφαλής τον Σαχέντ Αμανουλάχ, εκδότη δημοφιλούς ισλαμικού website. Ο Random House, που είχε δώσει στην Τζόουνς 100 χιλ. δολάρια προκαταβολή, τρόμαξε κι έκανε πίσω.

Το «Κόσμημα της Μεδίνα», που τρόμαξε τον αμερικανικό εκδοτικό κολοσσό «Random House» και προκάλεσε βομβαρδισμό του αγγλικού «Gibson Square», κυκλοφόρησε μόνο στη Σερβία. Στη φωτόγρ. το εξώφυλλο
Πάμε, λοιπόν, ολοταχώς για νέα υπόθεση «Σατανικών Στίχων»; Και ναι και όχι. Το βιβλίο του Ρουσντί, που του στοίχισε δέκα χρόνια ανηλεές κυνηγητό από τους φανατικούς του Χομεϊνί, είχε τουλάχιστον εκδοθεί (1988). Τώρα, απ' ό,τι φαίνεται, βιβλία που οι μουσουλμάνοι θεωρούν βλάσφημα δεν θα φτάνουν στα βιβλιοπωλεία.

Εκτός κι αν βρίσκονται ηρωικοί άνθρωποι σαν τον Μάρτι Ρίνια του οίκου «Gibson Square». «Το "Κόσμημα της Μεδίνα" είναι ένα σημαντικό βαρόμετρο των καιρών μας. Σαν ανεξάρτητος εκδοτικός οίκος πιστεύουμε στην ελεύθερη πρόσβαση στα λογοτεχνικά έργα σε πείσμα του φόβου», είχε πει ανακοινώνοντας την έκδοσή του.

Ο πρώτος που είχε καταδικάσει τον Random House ήταν ο Σαλμάν Ρουσντί, αποκαλώντας την πράξη του «λογοκρισία του φόβου». Αντίθετα, ο Μάριο Βάργκας Λιόσα χαιρέτισε με άρθρο του στο «New Republic» τη θαρραλέα απόφαση του Αγγλου εκδότη: «Δεν με ενδιαφέρει αν το έκανε από οπορτουνισμό, απληστία, αγάπη για τα σκάνδαλα, απέχθεια για τον Μωάμεθ ή πίστη στη λογοτεχνική αξία του κειμένου. Είναι εξαιρετικά παρήγορο το γεγονός ότι κάποιος, κάπου, είναι έτοιμος να διακινδυνεύσει για να μην επιτρέψει στην απειλή της βίας να καταλύσει την ελευθερία της έκφρασης».

Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρώτη παγκοσμίως έκδοση του βιβλίου έγινε τον Αύγουστο στη Σερβία από τον οίκο «Beobook».


Β. ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 29/09/2008

US publisher of Muslim book closes office

By HILLEL ITALIE, AP National Writer

NEW YORK - The U.S. publisher of a controversial novel about the prophet Muhammad closed its offices as a "precautionary action," but emphasized that no threats had been received and that "The Jewel of Medina" would be released as planned.

"We were out of the office for a meeting today, and we felt it was unfair for the employees to be back there without management," Eric Kampmann, president of Beaufort Books, said Monday. The publisher took on Sherry Jones' novel after it was dropped by Random House Inc. over security concerns.

In London, police said they arrested three men Saturday on suspicion of terror links, relating to a fire at the home and office of publisher Martin Rynja, whose Gibson Square announced earlier this month that it would issue "The Jewel of Medina," a fictionalized version of Muhammad and his child bride, Aisha.

Beaufort, the publisher that issued O.J. Simpson's reviled, once-rejected "If I Did It," plans to release "Jewel of Medina" on Oct. 15, with a first printing of 50,000.

As of Monday afternoon, the book was No. 204 on Amazon.com. Barnes & Noble Inc. and Borders Group Inc. will both stock the book in stores, according to spokeswomen for the superstore chains.

Kampmann said he has discussed possible security arrangements with the FBI and New York City police, but added that nothing was planned and that there were no immediate worries about safety.

Random House was supposed to publish Jones' novel in August, but pulled it after determining that Muslims would be offended by its subject matter. The publisher acknowledged that it received no specific threats, saying in a statement that "credible and unrelated sources" had warned that the book "could incite acts of violence by a small, radical segment."

Saturday, September 27, 2008

Ο Καβάφης στην Κίνα

ΥΠΟΔΟΧΕΣ

Ο κινέζος μεταφραστής, από τα ελληνικά, που ακούει στο όνομα Λεωνίδας, η Διεθνής Εκθεση του Πεκίνου και η (καλή) τύχη του αλεξανδρινού ποιητή στη Χώρα του Δράκου

ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ


Ο Κ. Π. Καβάφης και (κάτω) η κινεζική μετάφραση του ποιήματος «Ζωγραφισμένα»


Για όσους Ελληνες επισκέφθηκαν πρόσφατα τη 15η Διεθνή Εκθεση Βιβλίου στην πόλη Τιεντζίν (120 χιλιόμετρα από το Πεκίνο), το όνομα Liu Rui Hong δεν λέει τίποτε. Ο ευγενικός Κινέζος όμως από τη Σανγκάη με το όνομα Λεωνίδας τούς είναι γνωστός. Το όνομα Λεωνίδας δεν είναι ψευδώνυμο. «Ημουν πολύ μεγάλος όταν βαφτίστηκα χριστιανός» μου είπε «δεν χωρούσα σε κολυμπήθρα, γι' αυτό και ο παππούλης (κάποιος αγιορείτης μοναχός) με βάφτισε στη θάλασσα της Χαλκιδικής». Ο Λεωνίδας έμαθε ελληνικά και σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στη Θεσσαλονίκη, αλλά τώρα είναι γενικός διευθυντής σε κατασκευαστική εταιρεία της Σανγκάης. Μαζί με τον Λεωνίδα βρέθηκε στην Εκθεση, πολύτιμος επίσης αρωγός, ο μεγαλύτερος σε ηλικία Λι Τζενγκ Γκουί, ο οποίος έμαθε ελληνικά στην Αλβανία, την πάλαι ποτέ σύμμαχο και προγεφύρωμα της Κίνας στην Ευρώπη. Ο Λι λατρεύει τον Καζαντζάκη και εφέτος μετέφρασε το Ταξιδεύοντας: Κίνα. «Οι περισσότερες μεταφράσεις του Καζαντζάκη στα κινεζικά, που είναι πολλές, έχουν γίνει από τα αγγλικά ή τα γαλλικά. Γι' αυτό και υπάρχουν παρανοήσεις. Ο δικός μου Καζαντζάκης είναι γνήσιος» με διαβεβαίωσε.

Ο ίδιος ο Λεωνίδας δημοσίευσε στα μέσα του 2008 έναν τόμο με επιλεγμένα ποιήματα του Σεφέρη, με Εισαγωγή και Επίλογο (σελ. 204), και Το Αξιον Εστί του Ελύτη, πάλι με Εισαγωγή και Επίλογο. Συνήθως οι κινέζοι εκδότες δεν αποκαλύπτουν τον αριθμό των αντιτύπων ενός βιβλίου, σύμφωνα όμως με τον Λεωνίδα, κάθε τόμος εκδόθηκε τουλάχιστον σε 10.000 αντίτυπα. Σήμερα είναι εξαντλημένοι και οι δύο και ετοιμάζεται δεύτερη έκδοση. Στα κινεζικά κυκλοφορούν ακόμη η Κίχλη του Σεφέρη και το Ασμα ηρωικό και πένθιμο του Ελύτη. Η εξήγηση είναι απλή: είναι δύο νομπελίστες ποιητές και είναι φυσικό να προκαλούν το παγκόσμιο αναγνωστικό ενδιαφέρον. Τι γίνεται όμως με τον Κ. Π. Καβάφη, τον πιο πολυμεταφρασμένο και πολυδιαβασμένο έλληνα ποιητή στην υφήλιο;

Το ποίημα που συγκινεί

Στην καβαφική βιβλιογραφία (1886-2000) του Δ. Δασκαλόπουλου δεν αναφέρεται καμία κινεζική μετάφραση. Είναι φυσικό, αφού, σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε, ο πρώτος τόμος με επιλεγμένα ποιήματα του Καβάφη (σελ. 323) εμφανίζεται στα κινεζικά από τον εκπαιδευτικό εκδοτικό οίκο Hei Bei με μεταφραστή τον Huang Chan Rang το 2002. Δύο χρόνια αργότερα ο εκδοτικός οίκος Chong Qing θέτει σε κυκλοφορία έναν δεύτερο τόμο με επιλεγμένα καβαφικά ποιήματα (σελ. 166), σε μετάφραση των Dong Tiping και Yu Yang. Και οι δύο τόμοι φαίνεται να έχουν εξαντληθεί και κάθε προσπάθεια να αποκτήσω ένα αντίτυπο απέτυχε. Τέλος, σε μια Ανθολογία Ελληνικής Ποίησης από τον Ομηρο ως σήμερα (παραγγελία του ΕΚΕΒΙ), που κυκλοφόρησε μόλις τώρα στα κινεζικά από τον εκδοτικό οίκο Lijiang, δημοσιεύονται τέσσερα ποιήματα του Αλεξανδρινού: «Ενας γέρος», «Περιμένοντας τους βαρβάρους», «Ιθάκη» και «Θερμοπύλες».

Το δίχως άλλο θα ήταν καλοδεχούμενη μια μετάφραση του Καβάφη στα κινεζικά από το πρωτότυπο. Αλλά από το να παραμένει αμετάφραστος και άγνωστος (όπως λ.χ. συμβαίνει με τον Ρίτσο) οι μεταφράσεις του από τα αγγλικά δεν βλάπτουν. Ο ποιητής συγκινεί, όπως θα δούμε, τους Κινέζους που διαβάζουν και ενδιαφέρονται για ποίηση. Εξάλλου οι περίπου ογδόντα (80) τόμοι με έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας που κυκλοφορούν στα κινεζικά έχουν το δίχως άλλο προκύψει από ενδιάμεσες μεταφράσεις, αγγλικές, γαλλικές ή γερμανικές. Υστερα δεν είναι και λίγοι οι Ελληνες που μεταφράζουν και τώρα ακόμη αρχαία τραγωδία (για να μείνουμε εκεί) από τα αγγλικά ή τα γαλλικά!

Ο τόνος της φωνής

Προτού δούμε κάποια στοιχεία για την πρόσληψη του Καβάφη στην Κίνα, να σημειώσουμε ότι η μετάφραση του 2002 πρέπει να στηρίζεται στην αγγλική έκδοση της Rae Dalven (The Complete Poems of Cavafy, 1961), με Εισαγωγή του W. Η. Auden, μεταφρασμένη στα ελληνικά και από τον Τσίρκα. Αυτό συνάγεται από τα εξής: πρώτον, σε σχετικά με τον Καβάφη κινεζικά ιστολόγια (bloggs) παρατίθεται κάποτε μαζί με το μεταφρασμένο ποίημα (όπως λ.χ. τα «Τείχη») και η αγγλική μετάφραση της Dalven. Δεύτερον, σε σχετικές κρίσεις και συζητήσεις για την καβαφική ποίηση αναφέρεται συχνά και ο Auden. Η άποψή του λ.χ. για τον μοναδικό «τόνο της φωνής» του ποιητή ή για το γεγονός ότι, ενώ τα ποιήματά του ηχούν οικεία, κανείς δεν μπορεί να γράψει σαν κι αυτόν είναι θέματα που εμφανίζονται στα ιστολόγια (βλ., λ.χ., blog. sina. com. cn/moodoor). Σε αυτά λοιπόν τα ιστολόγια καταφεύγουμε, αφού για την ώρα αποτελούν τον μοναδικό τρόπο για να ελέγξουμε την πρόσληψη του Καβάφη στην Κίνα. Με όλα όσα, θετικά ή αρνητικά, συνεπάγεται αυτού του είδους η έρευνα. Και πρωτίστως με τις ανυπέρβλητες δυσκολίες της γλώσσας. Τα στοιχεία μου έχουν προκύψει μέσα από ποικίλους και χρονοβόρους συνδυασμούς του Google και είναι, ελπίζω, ακριβή, μολονότι περιορισμένης εκτάσεως. Μας δίδουν ωστόσο μια πρώτη εικόνα.

Ο Καβάφης του Διαδικτύου είναι αχανής. Και κυριολεκτικά πρωτεϊκός. Αλλάζει από λεπτό σε λεπτό. Αυτό άλλωστε συμβαίνει και με άλλους διάσημους έλληνες συγγραφείς, τον Καζαντζάκη, τον Σεφέρη ή τον Ελύτη. Αναρίθμητες είναι οι σελίδες και οι αναφορές στο όνομά τους, κάτι που δείχνει πόσο μας βοηθά το Διαδίκτυο για να ελέγξουμε (τουλάχιστον σε ένα πρώτο επίπεδο) τη διάδοση και τη διείσδυση ενός συγγραφέα στο εγχώριο ή στο διεθνές αναγνωστικό κοινό. Θυμάμαι τη σχετική παρατήρηση του Peter Mackridge σε πρόσφατη διάλεξή του σχετικά με τη χρήση του καβαφικού τίτλου «Περιμένοντας τους βαρβάρους» στο Διαδίκτυο. Ως τη στιγμή της αναζήτησής του ο τίτλος εμφανίζεται τουλάχιστον 64.800 φορές στα αγγλικά («Waiting for the barbarians») - στα ελληνικά 1.320 φορές! Η συχνότητα με την οποία εμφανίζεται στο Διαδίκτυο η λέξη «Ithaca», που δεν σχετίζεται πάντοτε και αποκλειστικά με τον Καβάφη, είναι αποτρεπτική. Συνιστώ ωστόσο ανεπιφύλακτα το video (Ithaca, youtube) όπου o Σον Κόνερι διαβάζει το ποίημα με υπόκρουση τη μουσική του Vangelis!

Αναγνωστικές ομάδες

Τα σχετικά λήμματα με το όνομα του Καβάφη στα κινεζικά είναι (ήταν πριν από 10 ημέρες) 756. Αυτός ο αριθμός όμως υπερπολλαπλασιάζεται από άλλες συναφείς ή παράλληλες αναφορές. Εξ όσων μου έλεγε ο Λεωνίδας, υπάρχουν 24 αναγνωστικές ομάδες που αναφέρονται στον Καβάφη. Δεν μπόρεσα να το ελέγξω. Προσωπικά εντόπισα δύο: το blogg που ανέφερα παραπάνω και δύο σελίδες από ελεύθερους bloggers. Το blog. sina. com. cn είναι πασίγνωστο (υπάρχει και η αγγλική έκδοσή του) με χιλιάδες καθημερινές επισκέψεις. Το ιστολόγιο του Moodoor αποτελεί ένα ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό υψηλής ποιότητας με κείμενα, κρίσεις, συζητήσεις και φωτογραφίες διάσημων δυτικών συγγραφέων, όπως των Τ. Σ. Ελιοτ, Γέιτς, Καλβίνο, Μπαρτ, Μπόρχες, Γκαίτε, Μπέντζαμιν κ.ά. Εδώ εμφανίζεται και ο Καβάφης - και μάλιστα με την κλασική του φωτογραφία. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι κάποια ποιήματά του (όπως τα «Τείχη» και «Μέρες του 1896») εμφανίζονται σε διαφορετικές μεταφράσεις και συνοδεύονται από παρατηρήσεις σχετικά με τις απώλειες που προκύπτουν από τη μετάφραση. Κάποιος αναρωτιέται αν αυτές οι διαφορές στις μεταφράσεις των καβαφικών ποιημάτων οφείλονται στην αγγλική μετάφραση ή στην αμφισημία του πρωτοτύπου! Μια σελίδα (αναρτημένη πριν από δύο χρόνια) είχε στις αρχές του Σεπτεμβρίου 15.509 επισκέψεις. Δέκα ημέρες αργότερα είχαν προστεθεί άλλες 190.

Μάστορας του είδους

Τα όσα συνάγονται από την άλλη ομάδα των bloggers είναι εξίσου ενδιαφέροντα. Στις 9.3.2007 ένας αναγνώστης ξαναδιαβάζει, όπως λέει, «λίγο» Καβάφη. Τον αποκαλεί μάστορα του είδους και αισθάνεται να συμπάσχει με τον «γερασμένο άνδρα που κάθεται μόνος σε ένα τραπέζι». Ενας δεύτερος παραθέτει ένα κινεζικό ποίημα και αναρωτιέται αν ο συντάκτης του έχει επηρεασθεί από τον Καβάφη. Κάποιος τρίτος προβαίνει σε εμπεριστατωμένη ανάλυση του τρόπου με τον οποίο ο Καβάφης οργανώνει τον (μνημονικό) ποιητικό χρόνο φέρνοντας ως παράδειγμα το ποίημα του 1919 «Να μείνει». Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζουν τα ψευδώνυμα (ή ονόματα;) των συζητητών. Μια ωραιότατη νεαρά (υπάρχει φωτογραφία της) υπογράφει «Ομορφη και σιωπηλή». Σχολιάζει ένα ποίημα του Καβάφη και λέει: «Το διάβασα και το εννόησα πλήρως!».

Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.


Το ΒΗΜΑ, 28/09/2008

ΜΑΡΩ ΔΟΥΚΑ: «Σήμερα είμαι λιγότερο αφελής»

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΑΡΩ ΔΟΥΚΑ

Η συγγραφέας της «Αρχαίας σκουριάς» μιλάει για τη λογοτεχνία και την πολιτική, για την κριτική και το Διαδίκτυο και αποκαλύπτει ότι έχει έτοιμο το νέο της μυθιστόρημα, τοποθετημένο στα Χανιά την περίοδο 1941- 45

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΔΑΦΕΡΜΟΥ

Η Μάρω Δούκα κοιτάζει τον συνομιλητή της κατευθείαν στα μάτια, χωρίς «λοξοδρομήσεις», με καθαρό βλέμμα, με τόλμη. Οπως στη γραφή της. Σπινθηροβόλα, σαφής, ακριβοδίκαιη. Και ανά στιγμές με ποιητική ελλειπτικότητα. Τις πρώτες φθινοπωρινές ημέρες, το κόκκινο αντιανεμικό της, το εντελώς άβαφο πρόσωπό της, η καρέ κόμμωση, τα τσιγάρα δεν προδίδουν τα 61 της χρόνια. Η Μάρω Δούκα γράφει ανελλιπώς. Το νέο της μυθιστόρημα είναι σχεδόν έτοιμο. Ταυτόχρονα η πρόσφατη επανέκδοση της Αρχαίας σκουριάς, του μυθιστορήματος με το οποίο μέστωσε η φωνή της μεταπολιτευτικής γενιάς, επισφραγίζει τη διαχρονικότητα της εκφραστικής της δύναμης (η επανέκδοση και άλλων χαρακτηριστικών βιβλίων της, όπως του Καρέ φιξ και της Πλωτής πόλης, όλα με εξώφυλλα φιλοτεχνημένα από τον ζωγράφο Αλέξη Βερούκα, ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια στις εκδόσεις Πατάκη). Οι δύο όψεις του προβληματισμού της, η πολιτική και η υπαρξιακή, παραμένουν το ίδιο επίκαιρες σήμερα, τριάντα χρόνια αργότερα, ως επίμονα αιτήματα αλλαγής.

  • Παραμένετε πολιτικό ον όπως τότε;

«Φυσικά. Μόνο που σήμερα είμαι λιγότερο αφελής και με την εντύπωση ότι το "έργο" αυτό το έχω ξαναδεί...».

  • Το πολιτικό σχόλιο είναι πιο δυνατό όταν προέρχεται από τη λογοτεχνία;

«Ναι. Αλλά μόνο αν ενσωματώνεται δημιουργικά στο κείμενο, αν είναι δηλαδή αναπόσπαστο στοιχείο της μυθοπλασίας, άμεσα συνδεόμενο με τον ψυχισμό των χαρακτήρων και τη θερμοκρασία του κειμένου».

  • Αν γράφατε ένα βιβλίο σήμερα, ποιο θα ήταν το θέμα του;

«Το έχω ήδη γράψει. Θα χρειαστώ όμως πολύ καιρό εντατικής δουλειάς ώσπου να πάρει την τελική μορφή του. Θέμα του είναι η γερμανική πρώτα και η αγγλογερμανική έπειτα κατοχή στα Χανιά (1941-1945) μέσα από την οπτική και τις αναζητήσεις μιας σημερινής κοπέλας».

  • Το ταλέντο ή το θράσος κυριαρχεί στους νεότερους συναδέλφους σας; Και στα δικά σας πρώτα βήματα;

«Δεν θέλω να ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι στα χρόνια της νεότητάς τους υπήρξαν σοβαρότεροι από τους σημερινούς νέους. Διότι κάθε εποχή, μας αρέσει ή όχι, έχει τα δικά της μέτρα και σταθμά. Στα δικά μου πρώτα βήματα, πάντως, η πεζογραφία μπερδευόταν λιγότερο με την παραφιλολογία και απαιτούσε, παράλληλα με το όποιο ταλέντο, πολλή δουλειά, υπομονή, αφοσίωση και μόχθο. Το έχω πει και άλλη φορά: ορισμένοι από τους νέους συγγραφείς, αν και ταλαντούχοι, αναλώνονται πέραν του δέοντος με τη δημόσια εικόνα τους».

  • Τι μπορεί να κάνει ένας συγγραφέας για να «ακουστεί»: να πάει με τα νερά της κοινότοπης «τηλεοπτικής» γλώσσας ή να επιλέξει να είναι απόλυτα πιστός στα καλλιτεχνικά του ένστικτα, παρά τον κίνδυνο της περιθωριοποίησης;

«Ο αληθινός συγγραφέας δεν ροκανίζεται με παρόμοια διλήμματα. Και να σας πω, αυτοί που γράφουν σήμερα ακολουθώντας, όπως λέτε, την κοινότοπη τηλεοπτική γλώσσα γράφουν έτσι επειδή δεν είναι ικανοί να γράψουν αλλιώς. Τονίζω επίσης ότι δεν γράφουμε για να "ακουστούμε", γράφουμε από τη βαθύτερη ανάγκη μας να εξηγήσουμε με τον δικό μας τρόπο τον κόσμο. Οσο για το περιθώριο, γιατί να το φοβόμαστε; Εκεί ανθίζουν τα πιο σπάνια λουλούδια».

  • Ποιος είναι ο ρόλος της λογοτεχνίας σε μια Ελλάδα που κυριαρχείται από την τηλεόραση;

«Δεν ξέρω αν μπορεί να οριστεί επακριβώς ο ρόλος της. Θα έλεγα πάντως ότι πρωτίστως οφείλει να μην ετεροκαθορίζεται. Χωρίς να εθελοτυφλεί, δηλαδή, απέναντι στην επικαιρότητα, καλό θα ήταν να μη σύρεται από αυτήν».

  • Πώς κρίνετε λοιπόν την εποχή μας ιδεολογικά και καλλιτεχνικά σε σύγκριση με τον καιρό της πρώτης δημιουργίας σας;

«Κάθε εποχή - το είπαμε - έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. Πριν από 30 χρόνια οι ατομικές αναζητήσεις συμπλέκονταν δυναμικά με τα συλλογικά οράματα. Και μέσα από αυτή τη συμπλοκή το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα είχε αναπόφευκτα μιαν άλλη δραστικότητα».

  • Ποιο ήταν ιστορικά το γεγονός που σας στιγμάτισε περισσότερο;

«Η επταετής δικτατορία των συνταγματαρχών. Επειδή όμως το "στιγματίζω" έχει και αρνητική χροιά, θα ήθελα να διευκρινίσω ότι τα χρόνια της χούντας, που συμπίπτουν με τον ερχομό μου στην Αθήνα και με τις σπουδές μου, ήταν η πιο γόνιμη από κάθε άποψη περίοδος της ζωής μου».

  • Ποιο προσωπικό τραύμα μετουσιώσατε στη λογοτεχνία και η πράξη αυτή σάς θεράπευσε; Διότι, επί παραδείγματι, έχετε περιγράψει αδιέξοδους έρωτες στην «Πλωτή πόλη».


Η Μάρω Δούκα


«Τα τραύματα στη ζωή μας δεν απαριθμούνται, δεν ταξινομούνται, δεν αξιολογούνται. Εφόσον αυτά ακριβώς είναι η ίδια μας η ζωή, η ουσία της. Θυμάμαι έναν στίχο του Ρίτσου: Ζωή - ένα τραύμα στην ανυπαρξία. Οσο για το γράψιμο, παρηγορεί ίσως αλλά δεν θεραπεύει. Διότι αν θεράπευε... δεν θα υπήρχε λόγος να ξαναγράψουμε».

  • Γιατί ως τρόπο αφήγησης επιλέξατε τον ρεαλισμό;

«Θα έλεγα ότι ο ρεαλισμός είναι αυτός που σε γενικές γραμμές, παρά τους όποιους πειραματισμούς μου, με έχει επιλέξει».

  • Σύμφωνα με την Τόνι Μόρισον, «η ικανότητα των συγγραφέων να φανταστούν αυτό που δεν είναι "εγώ", να κάνουν ό,τι παράξενο να φαίνεται οικείο και ό,τι οικείο να φαίνεται εξωπραγματικό, είναι η άσκηση της δύναμής τους». Πώς σας ακούγεται η άποψή της;

«Θα συμφωνούσα. Και θα είχα μάλιστα να προσθέσω ότι αυτή η λειτουργία του συγγραφέα να "υποτάσσει" το εγώ του και να το εξακτινώνει μέσω της φαντασίας αλλά και της επινόησης σε άλλα "εγώ" αποτελεί όχι μόνο τη δύναμη της μυθιστοριογραφίας αλλά και τη βαθύτερη ουσία της. Από τα πρώτα μου συγγραφικά βήματα, άλλωστε, είχα διαπιστώσει ότι, και όταν ακόμη ο πεζογράφος επιχειρεί να γράψει μια βιωματική ιστορία, η εσωτερική οικονομία του κειμένου του θα τον οδηγήσει ερήμην του (και αυτό θα είναι το σημάδι ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο) σε επινοήσεις και σε φανταστικές προεκτάσεις που δεν έχουν καμία σχέση με τις αρχικές προθέσεις του και τον πρωτογενή σχεδιασμό. Και το θαυμαστό είναι ότι ακριβώς για αυτό, επειδή δηλαδή λοξοδρόμησε, η προσωπική του ιστορία έγινε πολύ πιο αληθινή και πιο οικεία, ικανή να συγκινήσει και τον άλλον, τον αναγνώστη. Θα είχα επίσης να επισημάνω ότι ο μυθιστοριογράφος καλείται όχι μόνο να επινοήσει τα "πρόσωπά" του αλλά και να τα υποδυθεί "χάνοντας" απολύτως το "εγώ" του, ενώ ταυτόχρονα δεν θα πρέπει να λησμονεί ότι αυτός είναι ο σκηνοθέτης. Και ως σκηνοθέτης, ασκώντας τη δύναμή του, οφείλει να γνωρίζει ότι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο οικείο και στο παράξενο τείνει να μηδενίζεται όσο αυτός θα είναι σε θέση να μηδενίζεται, όσο αυτός είναι σε θέση να αποδέχεται την αυθυπαρξία και την αυτοτέλεια που δικαιούνται τα πλάσματα της φαντασίας του».

  • Η ζύμωση ανάμεσα σε ομοτέχνους είναι σημαντική; Ποιος είναι ο λόγος που δεν έχει ξανασυμβεί από τη γόνιμη δεκαετία του '30;

«Το γράψιμο είναι άκρως μοναχική αναζήτηση και περιπλάνηση που απαιτεί ζυμώσεις στα σκοτεινά. Πώς γίνεται ο μούστος κρασί; Πέρα από αυτό, όμως, στη δεκαετία του '30 τα ζητούμενα της τέχνης ήταν ευδιάκριτα και οι ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας είχαν συγκεκριμένο προσανατολισμό. Σήμερα βρισκόμαστε στο λυκαυγές μιας εποχής που ορίζεται από ασαφή κριτήρια και αναζητεί σε τοπικό, παγκόσμιο και διαδικτυακό επίπεδο τα ακόμη πιο ασαφή χαρακτηριστικά της».

- Ποιον σύγχρονο συγγραφέα θα θέλατε να συναντήσετε και τι θα του λέγατε;

«Συνήθως με τους συγγραφείς επικοινωνώ μέσω των βιβλίων τους. Θα ήθελα όμως να πιω ένα καφεδάκι με την Γκόρντιμερ μιλώντας μαζί της περί ανέμων και υδάτων».

  • Η κριτική έχει ρόλο σήμερα;

«Πολύ σημαντικό. Εστω και αν όλοι αναζητούμε τη "δικαίωσή" μας στις λίστες των ευπώλητων, η κριτική είναι αυτή που θα μας τοποθετήσει στην εποχή μας μεσολαβώντας επί της ουσίας στην επικοινωνία μας με τον αναγνώστη και είναι αυτή επίσης που σε γενικές γραμμές θα μας επισημάνει τα υπέρ και τα κατά ενός βιβλίου μας».

  • Εχετε τιμηθεί με πολλά αξιόλογα βραβεία. Αυτά μπορούν να αποτελέσουν «μπούσουλα» για έναν υποψήφιο αναγνώστη; Αρκετοί νέοι συγγραφείς τα εκλαμβάνουν ως ύψιστη καταξίωση.

«Τα βραβεία είναι καλά όταν έρχονται στην ώρα τους. Δεν ξέρω όμως αν θα μπορούσαν να αποτελέσουν "μπούσουλα" για τον αναγνώστη. Επειδή, όχι σπανίως, είναι βραβεία ισορροπιών ή συγκυριών».

  • Σε ποια χίμαιρα έχετε πιστέψει προσωπικά, κοινωνικά, πολιτικά;

«Δεν αφέθηκα ποτέ σε χίμαιρες. Από μικρή ήξερα ότι δικαιούμαι να προσβλέπω στους άλλους κωπηλάτες μόνο εφόσον και εγώ κωπηλατώ».


Το ΒΗΜΑ, 28/09/2008

Ο ταχυδρόμος δεν πέθανε ακόμη

ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ

Είναι 91 ετών, λέγεται Ντέρεκ Γουίλαν και το βιβλίο του για τους έλληνες αγροτικούς ταχυδρομικούς διανομείς, που εκδόθηκε από την Ελληνική Φιλοτελική Εταιρεία της Μεγάλης Βρετανίας, κέρδισε το βραβείο Diagram of Diagrams, ένα από τα πιο δημοφιλή βραβεία της Γηραιάς Αλβιώνος που δίνεται συνεχώς από το 1978. Νονός του βραβείου, το οποίο επιβραβεύει ένα παράδοξο βιβλίο, είναι το επαγγελματικό περιοδικό των άγγλων εκδοτών The Bookseller. Ο πλήρης τίτλος του βραβείου είναι Diagram Prize for Oddest Book Title of the Year. Οπως το γνωστότερο λογοτεχνικό βραβείο της Βρετανίας, το Booker, έχει το όνομα του χορηγού του, της εταιρείας τροφίμων Booker Group, το Diagram έχει το όνομα του δικού του χορηγού, της εκδοτικής επιχείρησης Diagram Group.

Το εφετινό Diagram, που ανακοινώθηκε την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου, είχε πανηγυρικό χαρακτήρα γιατί ήταν το βραβείο των 30 χρόνων αυτού του παράδοξου θεσμού, που γνωρίζει τεράστια δημοσιότητα στα διεθνή μέσα. Συναγωνίστηκαν βιβλία που είχαν ήδη κερδίσει το βραβείο. Και το Greek Rural Postmen and Their Cancellation Numbers, όπως είναι ο πρωτότυπος πλήρης τίτλος του βιβλίου του Ντέρεκ Γουίλαν, αναδείχθηκε πρώτο στην online ψηφοφορία που άρχισε στις 8 Αυγούστου και έκλεισε στις 4 Σεπτεμβρίου.
Τι είναι το βιβλίο; Είναι ουσιαστικά ένας κατάλογος όλων των ακυρωτικών αριθμών, από το 1 ως το 1195, που χρησιμοποιούσαν οι αγροτικοί διανομείς από το 1911, δηλαδή από τότε που ιδρύθηκε η ελληνική αγροτική ταχυδρομική υπηρεσία. Μέσα από τις λίστες αυτές, που συνοδεύονται από κείμενα, εικόνες και επεξηγηματικά σχόλια, παρουσιάζεται όλο το σύστημα της αγροτικής ταχυδρομικής υπηρεσίας, της οποίας οι διανομείς ήταν για δεκαετίες η μοναδική επαφή των αγροτικών κοινοτήτων με τον έξω κόσμο.


To εξώφυλλο του βραβευμένου με το Diagram Prize βιβλίου


Δεν στάθηκε δυνατόν να βρούμε τον συγγραφέα Ντέρεκ Γουίλαν. Και απ' ό,τι διαπιστώσαμε δεν μπόρεσαν να τον βρουν ούτε οι δημοσιογράφοι των αγγλικών μέσων ενημέρωσης που αφιέρωσαν στο βραβευμένο βιβλίο μεγάλα ρεπορτάζ. Πάντως ο εκ των εκδοτών του Bookseller και υπεύθυνος του διαγωνισμού Φίλιπ Στόουν δήλωσε ότι οι βρετανοί ψηφοφόροι που πήραν μέρος στη διαδικασία μπορεί να επέλεξαν αυτό το βιβλίο σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την κατάργηση των αγροτικών ταχυδρομικών διανομέων στη Βρετανία. Το βραβείο δεν έχει χρηματικό έπαθλο. Συμβάλλει όμως στην άνοδο των πωλήσεων. Και όπως δήλωσε με χιούμορ ο Φίλιπ Στόουν, το Greek Rural Postmen, έκδοση που απευθύνεται αποκλειστικά σε φιλοτελιστές, αύξησε τις πωλήσεις του κατά 1.000%: ενώ είχε πουλήσει μόνο ένα αντίτυπο τις δύο εβδομάδες που προηγήθηκαν της ανακοίνωσης του βιβλίου, μετά την ανακοίνωση οι πωλήσεις... εκτινάχθηκαν στα 10 αντίτυπα.

Το Diagram Prize αλλά και το βιβλίο με το ελληνικό θέμα που πήρε το βραβείο των βραβείων είναι καθαρά βρετανικά και ως προς το χιούμορ και ως προς τη σύλληψη. Το βραβείο δημιουργήθηκε το 1978 από το Bookseller με σκοπό να σπάσει κάπως τη σοβαροφάνεια και την πλήξη της Διεθνούς Εκθεσης Βιβλίου της Φραγκφούρτης. Κριτήριό του είναι η παραδοξότητα του τίτλου αλλά και του περιεχομένου ενός βιβλίου. Στη διάρκεια των 30 χρόνων κάποια από τα βιβλία που βραβεύτηκαν έγιναν τεράστιες εμπορικές επιτυχίες, όπως το περίφημο How to Shit in the Woods: An Environmentally Sound Approach to a Lost Art (Πώς να χ... στα δάση, Ten Speed Press), που έκανε πωλήσεις άνω του ενός εκατομμυρίου αντιτύπων.


Καρτ ποστάλ που απεικονίζει το χωριό Καστέλι Πεδιάδος, ταχυδρομημένη με το γραμματόσημο των 10 λεπτών της πρώτης κρητικής σειράς, σφραγισμένο με τη σφραγίδα του χωριού. Από το λεύκωμα του Θανάση Παπαϊωάννου Γραμματόσημο και Ιστορία (εκδόσεις Ηλιοτρόπιο)


Το βραβευμένο βιβλίο είναι επίσης καθαρά βρετανικό προϊόν. Εκδόθηκε από την Ελληνική Φιλοτελική Εταιρεία της Μεγάλης Βρετανίας (Hellenic Philatelic Society of Great Britain), μια εταιρεία που έχει ιδρυθεί το 1960, το συμβούλιό της αποτελείται αποκλειστικά από Βρετανούς - μόνο άνδρες - και ο αρκούντως εκκεντρικός εταιρικός σκοπός της είναι η ενθάρρυνση της συλλογής ελληνικών γραμματοσήμων και η καλλιέργεια της μελέτης τους. Το βιβλίο του Ντέρεκ Γουίλαν έχει ήδη κριθεί θετικά από το περιοδικό της Βασιλικής Φιλοτελικής Εταιρείας του Λονδίνου (Ιανουάριος 1995).

Φαίνεται ότι αυτό το βραβείο προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις. Το σάιτ του BBC News έχει καλέσει τους χρήστες του να εμπνευστούν ιστορίες από το βραβευμένο βιβλίο. Μία από αυτές έχει ως ήρωα τον ταχυδρομικό διανομέα που άκουγε στο όνομα Δημήτρης Βασιλικός και μοίραζε γράμματα στα χωριά της Ελασσόνας. Οταν πέθανε, σε ηλικία 87 ετών, ο γιος του ανακάλυψε σε μια σοφίτα 17 σακούλες με γράμματα που είχαν μεν σφραγιστεί, με τους ακυρωτικούς αριθμούς, αλλά δεν είχαν ποτέ διανεμηθεί.
Αλλά η πιο σοβαρή αντίδραση είναι η εξαγωγή του βραβείου. Ηδη αναγγέλθηκε ένα αντίστοιχο γερμανικό βραβείο, με τίτλο Kuriosester Buchtitel, και νονό ένα λογοτεχνικό μπλογκ, το Literary Salon. Μπορεί όμως ένα τόσο βρετανικό βραβείο να ευδοκιμήσει έξω από τα χωράφια του χιούμορ και της ειρωνείας; Ιδού το νέο μεγάλο ερώτημα στο οποίο μας οδηγεί ένας... έλληνας αγροτικός ταχυδρομικός διανομέας.

Το ΒΗΜΑ, 28/09/2008

ΑΛΕΝ ΝΤΕ ΜΠΟΤΟΝ: Ο διανοητής της καλής ζωής


Της ΠΟΠΗΣ ΜΟΥΣΟΥΡΑΚΗ

Λαμπρός στοχαστής με γοητευτικό λόγο, ο Αλέν Ντε Μποτόν είναι πραγματικά χαρισματικός.

Ο λόγος και η σκέψη του συνδυάζουν μια ακαταμάχητη φινέτσα και μια έντονη ευγένεια που μοιάζουν να αναζητούν και να υπηρετούν το «ωραίο», είτε στην αρμονία και την αισθητική απόλαυση ενός κτιρίου ή ενός διαμερίσματος, όπως στο τελευταίο του βιβλίο «Η αρχιτεκτονική της ευτυχίας», είτε στη θερμή, μαγική προσέγγιση ενός άλλου δημιουργού, όπως στο περίφημο «Πώς ο Προυστ μπορεί ν' αλλάξει τη ζωή σου».

Ο Μποτόν χειρίζεται τον -θεαματικό ομολογουμένως- όγκο των γνώσεών του με χάρη, προσφέροντάς τον ολόφρεσκο κι ανάλαφρο στον αναγνώστη. Με διαύγεια αλλά και μια ζαβολιάρικη διάθεση πολλές φορές, ανοίγει τα μεγάλα κείμενα και τις «δύσκολες» ιδέες μέσα στην καρδιά της καθημερινότητάς μας. Με αφοπλιστική σαγήνη μας δείχνει πως, ό,τι θεωρούμε απαραβίαστο κι ερμητικό, παραμονεύει πίσω από τις ανυποψίαστες στιγμές μας.

Οι κολόνες του βιβλίου

Ο συγγραφέας, που γεννήθηκε το 1969 στη Ζυρίχη, ζει σήμερα στο Λονδίνο όπου και διδάσκει φιλοσοφία στο London University. Το πρώτο του βιβλίο «Μικρή φιλοσοφία του έρωτα» (Εκδόσεις Πατάκη, 2003) εκδόθηκε το 1993 σαν μυθιστόρημα, υπηρετώντας εντούτοις περισσότερο τον δοκιμιακό στοχασμό. Ακολούθησαν τα «The Romantic Movement» (1994) και «Kiss and Tell» (1995), για να έρθει η μεγάλη έκρηξη στη συνέχεια με το «Πώς ο Προυστ μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου» (1997, ελληνική έκδοση 2002), που έχει μεταφραστεί μέχρι στιγμής σε περισσότερες από 25 γλώσσες κι έχει πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα. Στα επόμενα βιβλία του συνεχίζει τη λυτρωτική συνομιλία των ιδεών με τα καθημερινά ερωτήματα της ζωής μας, όπως στην «Τέχνη του ταξιδιού» (2002), «Περί του κοινωνικού status» (2004) μέχρι το τελευταίο του, «Η αρχιτεκτονική της ευτυχίας» (2006, ελληνική έκδοση 2007, σε μετάφραση Αντώνη Καλοκύρη). Ολα του τα βιβλία κυκλοφορούν στη χώρα μας από τις Εκδόσεις Πατάκη.

Στην κουβέντα που είχαμε, με την αφορμή του τελευταίου του βιβλίου, ήταν το ίδιο αυθόρμητος, γοητευτικός και σπινθηροβόλος όπως τα βιβλία του.
  • Για ν' ακολουθήσουμε τον τίτλο του τελευταίου σας βιβλίου «Η αρχιτεκτονική της ευτυχίας», ποια είναι τα δομικά υλικά που στηρίζουν το γράψιμό σας;
«Σίγουρα εμπνέομαι από τα όμορφα πράγματα αλλά το ίδιο κι από τα άσχημα και καταθλιπτικά. Τα βιβλία μου είναι συχνά προσπάθειες να πανηγυρίσω ό,τι είναι καλό γύρω μου και να κατανοήσω ή να καταδικάσω ό,τι είναι κακό. Ξεκινώ από πολύ συγκεκριμένες ερωτήσεις που χρειάζομαι να απαντήσω για μένα τον ίδιο. Είναι, ας πούμε, οι "κολόνες" του βιβλίου. Οι "τοίχοι" φτιάχνονται από το υλικό που μου δίνει η μελέτη και η έρευνα πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Μπορεί να το μελετώ, για παράδειγμα, μέσω της γαλλικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα ή μέσω μιας σχέσης μου με μια κοπέλα στο σημερινό Λονδίνο».
  • Μοιάζετε να καλλιεργείτε την ιδέα ότι η φιλοσοφία αναπνέει πίσω από την παραμικρή διάσταση και χειρονομία της καθημερινότητάς μας, ακόμα κι όταν δεν είμαστε σε θέση να το κατανοήσουμε...
«Τι είναι η φιλοσοφία; Είναι πολλά, διαφορετικά πράγματα για πολλούς ανθρώπους. Για μένα, είναι απλά το χρέος να σκέφτομαι λογικά και καθαρά πάνω σε συγκεκριμένα θέματα. Κι αυτό είναι που τη διαχωρίζει από την ποίηση ή το μυθιστόρημα. Ενας μυθιστοριογράφος θα πει μια ιστορία για να εξηγήσει και να αιτιολογήσει το φαινομενικό. Ενας ποιητής θα εστιάσει στους εσωτερικούς συνειρμούς και την ψυχική ατμόσφαιρα. Ο φιλόσοφος θα σκεφτεί πάνω σ' ένα θέμα με τη λογική. Αυτό δεν σημαίνει ότι ως συγγραφέας θα ξεχάσει την τέχνη της αποπλάνησης. Και πάλι χρειάζεται να σκεφτεί τρόπους για να ελκύσει τον αναγνώστη - πρέπει να ενθαρρύνει τους αναγνώστες του να δεχτούν τα επιχειρήματά του χρησιμοποιώντας όλη τη γοητεία ενός ποιητή ή ενός μυθιστοριογράφου».
  • Παρά τον, ομολογουμένως, γοητευτικό τρόπο που προσεγγίζετε τα θέματά σας, δεν νομίζετε ότι κάποιες φορές υποκλίνονται στον διανοητικό ελιτισμό;
«Είμαι ένας παθιασμένος ελιτιστής της διανόησης. Πιστεύω φανατικά στην ιεραρχία: κάποια βιβλία είναι καλύτερα από κάποια άλλα, κάποιες προτάσεις είναι πιο εμπνευσμένες από άλλες. Δεν εννοώ ότι είμαι σνομπ. Δεν κάνω διακρίσεις στη βάση των χρημάτων ή της κοινωνικής τάξης ή της οικογενειακής καταγωγής. Το ταλέντο έρχεται συχνά με τις πιο απρόσμενες μορφές, φορώντας ασυνήθιστες μεταμφιέσεις και το να αρνηθείς ότι υπάρχει ενώ είναι εκεί, είναι κατά τη γνώμη μου η χειρότερη μορφή σνομπισμού».
  • Πώς και δεν έχετε γράψει ένα μυθιστόρημα μέχρι τώρα; Σκέφτεστε να το κάνετε αργότερα;
«Το πρώτο μου βιβλίο "Μικρή φιλοσοφία του έρωτα" κυκλοφόρησε σαν μυθιστόρημα, παρόλο που στην ουσία ήταν μια μορφή δοκιμίου. Εντούτοις αυτό που μοιράζεται με το μυθιστόρημα είναι πως βασίζεται επίσης στην πραγματική ζωή και την εμπειρία. Είναι μια περιγραφή χαρακτήρων που κινούνται μέσα σ' ένα ευδιάκριτο, κατανοητό πλαίσιο χώρου και χρόνου. Αυτό που με απογοητεύει στα περισσότερα μυθιστορήματα είναι που μοιάζουν συχνά δέσμια της έντασης της ιστορίας. Εγώ σκέφτομαι έξω από ιστορίες. Σκέφτομαι περισσότερο σε σχέση με ερωτήσεις κι όχι με ιστορίες. Αρα θα ήμουν ένας πολύ κακός "παραδοσιακός" συγγραφέας. Σε κάθε περίπτωση, νιώθω ότι το μέλλον της λογοτεχνίας έγκειται όχι τόσο στο μυθιστόρημα αλλά στο δοκίμιο. Το μυθιστόρημα τείνει να γίνει τόσο οριακό όσο είναι η ποίηση σήμερα».
  • Στην ιστοσελίδα σας αναφέρετε πως η αφορμή για το «Πώς ο Προύστ μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου» ήταν η επιθυμία σας ν' ανακαλύψετε με ποιους τρόπους η μεγάλη λογοτεχνία μπορεί να επηρεάσει τη ζωή μας. Πιστεύετε ότι η λογοτεχνία σήμερα έχει ακόμα αυτή τη δύναμη ή έχει εκφυλιστεί τρέχοντας πίσω από τις σύγχρονες στρατηγικές επιτυχίας;
«Εξακολουθούν να υπάρχουν ήσυχες γωνιές του κόσμου όπου ευαίσθητα αγόρια και κορίτσια διαλέγουν βιβλία και απαλά μεταμορφώνονται απ' αυτά. Ξέρουμε για τις παγίδες της τεχνολογίας και του μαζικού μάρκετινγκ, όμως απ' την άλλη υπάρχουν πάντα τα αρχέγονα, σημαντικά ανθρώπινα θέματα όπως το ότι θα ζήσουμε την περισσότερη ζωή μας μόνοι ή το ότι αναγκαστικά θα πεθάνουμε, που δεν μπορεί να τα καλύψει το You Tube. Επομένως, ναι, εξακολουθώ να πιστεύω στη δύναμη της λέξης».

Η ύψιστη πρόκληση του Προυστ
  • Και γιατί διαλέξατε ένα από τα δυσκολότερα βιβλία του 20ού αιώνα; Ενα είδος ύψιστης πρόκλησης, μια γενναία αναμέτρηση με τις δυνάμεις σας;
«Ο Προυστ ήτανε άνετα προσβάσιμος για μένα, δεν έχει απολύτως τίποτα το περίπλοκο αν τον διαβάσεις. Μου θύμιζε την παιδική μου ηλικία, που ήτανε ακριβώς όπως στον Προυστ: ήμουνα στενά δεμένος με τη μητέρα μου και τη γιαγιά μου, ήμουνα παραχαϊδεμένος και φιλάσθενος, ενώ με τον πατέρα μου είχα μόνον μια μακρινή σχέση. Ως νεαρός έφηβος είχα πάει κι εγώ σ' ένα μεγάλο παλιό ξενοδοχείο στην παραλία κι ερωτεύτηκα κάποια κορίτσια. Αρα διάβαζα την ιστορία της ζωής μου. Αλλά πάλι ο καθένας το νιώθει αυτό όταν διαβάζει Προυστ - ότι περιγράφει ακριβώς εμάς, ενώ περιγράφει μόνον τον εαυτό του. Η παγκοσμιότητα του βιβλίου ήταν επίσης κάτι που με τράβηξε τελεσίδικα να ασχοληθώ μαζί του. Λατρεύω τον τρόπο που η ιστορία ενός και μόνου ανθρώπου είναι οι ιστορίες όλων μας. Ακόμα μ' αρέσει εκπληκτικά ο τρόπος που συνδυάζει τον δοκιμιακό με το μυθιστορηματικό λόγο - ένα στιλ που μου θυμίζει τον Μούζιλ και τον Κούντερα, δύο επίσης μεγάλους μου ήρωες».
  • Ποιους άλλους αγαπάτε;
«Αγαπώ πολύ αυτούς τους δύο και τον Φλομπέρ. Ακόμα θαυμάζω τον Χαβιέ Μαρίας, τον Σέμπαλντ, τον Τζούλιαν Μπαρνς, τον Σταντάλ, τον Νίτσε. Ολοι τους είναι βαθιά πεσιμιστές αλλά με εκπληκτική κομψότητα και χιούμορ. Μπορούν να κομίσουν τις πιο μαύρες προτάσεις, αλλά το κάνουν μ' ένα έξυπνο κλείσιμο του ματιού».
  • Ποιο από τα βιβλία σας σας έχει δώσει τη μεγαλύτερη ικανοποίηση μέχρι τώρα;
«Πάντα κοιτάζω με τρόμο τα τελειωμένα μου βιβλία, με την έννοια ότι μετανιώνω για ορισμένα πράγματα που δεν είπα. Παρ' όλα αυτά, θα 'λεγα ότι σέβομαι τη "Μικρή φιλοσοφία του έρωτα" και το "Πώς ο Προυστ μπορεί ν' αλλάξει τη ζωή σου", γιατί κατάφεραν σε ικανοποιητικό βαθμό αυτό που ήταν προορισμένα να κάνουν. Απ' την άλλη, ο συγγραφέας έχει μια σχέση πατέρα με τα βιβλία του: Αγαπά περισσότερο τα αδύναμα παιδιά του».
  • Το καινούριο σας βιβλίο με τι καταπιάνεται;
«Είναι ένα βιβλίο-ρεπορτάζ για το τι σημαίνει η εργασία για μας σήμερα. Εχει τη μορφή δέκα δοκιμίων, καθένα γραμμένο γύρω από έναν άνθρωπο την ώρα της δουλειάς του. Πήγα και μελέτησα επιστήμονες πυραύλων, τραπεζίτες, καθαριστές δρόμων, δικηγόρους, λογιστές - όλους με την προοπτική να καταλήξω σε μια ιδέα για τη σημερινή θέση της έννοιας "εργασία". Το βιβλίο ονομάζεται "Α Song for Occupations" και θα εκδοθεί στην Αγγλία τον Μάρτιο του 2009».


ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ / 7 - 28/09/2008

Η εκδίκηση ενός αουτσάιντερ

Γράφει η Σοφία Νικολαΐδου, Σάββατο, 27 Σεπτεμβρίου 2008

«ΟΤΑΝ ΓΡΑΦΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ- ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΟΛΑΣΜΕΝΩΝ- ΟΠΟΥ ΚΑΝΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ (...) ΔΕΝ ΙΣΧΥΕΙ, ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΥΡΥ ΠΕΔΙΟ ΓΙΑ ΑΤΑΚΕΣ ΚΑΙ ΧΑΒΑΛΕ». Ο ΙΡΛΑΝΔΟΣ ΜΠΡΑΪΑΝ Ο΄ΝΟΛΑΝ ΕΓΡΑΨΕ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΜΕ ΙΣΧΥΡΗ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΗ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΚΕΦΙ
«Δεν έδινα καμία απολύτως προσοχή στα μαθήματα και στη μελέτη. Στις παραδόσεις κάποιος ανέβαινε στην έδρα και μουρμούριζε διάφορα που οποιοσδήποτε νοήμων άνθρωπος θα μπορούσε να τα μάθει και μόνος του. (...) Το μόνο αποτέλεσμα που είχαν τα λεφτά που ξόδεψε ο πατέρας μου ήταν ότι ο γιος του έθεσε τις βάσεις της συστηματικής κατανάλωσης αλκοόλ και της ικανότητάς του να πετυχαίνει στο μπιλιάρδο 25 τουλάχιστον καραμπόλες στη σειρά. Πιστεύω ειλικρινά ότι αν ποτέ η πανεπιστημιακή εκπαίδευση γίνει κτήμα καθενός, η χώρα θα καταρρεύσει από τη μια γενιά στην άλλη». Τάδε έφη Μπράιαν Ο΄Νόλαν, ο Ιρλανδός συγγραφέας που σπούδασε στο κολέγιο του Τζόυς, διαγωνίστηκε για μια θέση στο Δημόσιο μαζί με εκατοντάδες άλλους υποψηφίους και ήταν μεταξύ των τριών προσληφθέντων.
Ο Ο΄Νόλαν πέρασε μια συντηρητική δημοσιοϋπαλληλική ζωή, χωρίς εξωστρεφή ψυχοδράματα. Πέθανε στα πενήντα πέντε του από το ποτό. Υπήρξε ο μόνος συγγραφέας για τον οποίον ο μέγας και στρυφνός Τζόυς φύλαξε μια καλή κουβέντα. Διάβασε το πρώτο μυθιστόρημά του, με τίτλο Αt Swin-Τwo-Βirds και αποφάνθηκε: «Ένα πολύ αστείο βιβλίο».
Ο Ο΄Νόλαν, ο οποίος χρησιμοποιούσε διάφορα συγγραφικά ψευδώνυμα, ανάμεσα στα οποία και το «Φλαν Ο΄Μπράιαν», είχε υψηλή συγγραφική αυτοσυνειδησία και ανελέητο χιούμορ. Δεν δίστασε να βάλει μπουρλότο στις μυθοπλαστικές συμβάσεις και να τανύσει τα όρια των λέξεων. Το πρώτο βιβλίο του θεωρήθηκε ένα από τα κορυφαία πεζογραφήματα του μοντερνισμού. Ορισμένοι κριτικοί μάλιστα το ενέταξαν στα πρώιμα δείγματα του μεταμοντερνισμού. Έναν χρόνο μετά τη συγγραφή του, ο Ο΄Μπράιαν έγραψε τον
Flann Ο΄Βrien
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ
ΜΤΦ. ΑΡΗΣ ΜΠΕΡΛΗΣ, ΕΚΔ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, 2008, ΣΕΛ. 300,
ΤΙΜΗ: 17,70 ΕΥΡΩ
Τρίτο αστυφύλακα. Παραδόξως απορρίφθηκε από τον υποψήφιο εκδότη και δημοσιεύτηκε τελικά μετά θάνατον. Η απόρριψη τσάκισε τη συγγραφική φόρα του συγγραφέα. Έκτοτε δεν δημοσίευσε τίποτε άλλο και περιορίστηκε στη σατιρική στήλη του στην εφημερίδα Ιrish Τimes.

Ο Τρίτος αστυφύλακας ανήκει στην αυτοαναφορική πεζογραφία. Υπονομεύει, διακωμωδεί, ενίοτε εμπαίζει τα κατεστημένα είδη γλωσσών: τη γλώσσα της φιλοσοφίας, την γλώσσα της επιστήμης, τη φιλολογική γλώσσα, ακόμα και τη γλώσσα της κοινής ανθρώπινης εμπειρίας. Το μυθιστόρημα ανοίγει τη βεντάλια του παραλόγου σε όλο του το νοητικό και γλωσσικό μεγαλείο. Και οικοδομεί τη λογική της παράνοιας.
  • Μεταφυσική
Η ιστορία, όσο μπορεί να τη δαμάσει και να την αποτυπώσει κανείς, έχει ως εξής: ο αφηγητής, με τη σύμπραξη και την προτροπή του απατεωνίσκου συγκατοίκου του Τζων Ντιβένη, δολοφονεί ένα πλούσιο γερόντιο, τον Φίλιπ Μαδέρη. Ο Ντιβένης κρατά κρυμμένα τα χρήματα της δολοφονικής μπάζας, έως ότου ο αφηγητής τον στριμώχνει με την επιμονή του. Ένα μικρό μαύρο κουτί που εξαφανίζεται απρόοπτα γίνεται η αφετηρία της περιπέτειας. Ο αφηγητής βρίσκεται αντιμέτωπος με την ψυχή του και τον νεκρό Μαδέρη. Επισκέπτεται έναν παρανοϊκό αστυνομικό σταθμό, όπου τρεις αστυφύλακες, ο Πλακάς, ο Μακρουίσκης και ο Φόξης έχουν εμμονή με τη μοριακή δομή των ποδηλάτων. Αναπτύσσουν μία πλήρως και αυστηρά δομημένη ατομική θεωρία, η οποία ρουφάει τον αφηγητή στο τρελό, παρά ταύτα συνεπές, σύμπαν της. Παράλληλα, τόσο στο σώμα του μυθιστορήματος όσο και σε ορισμένες μακροσκελείς υποσημειώσεις, ο αφηγητής αναπτύσσει τις περί παντός επιστητού θεωρίες ενός sui generis πνεύματος, του μεταφυσικού φιλοσόφου Ντε Σέλμπυ. Γίνεται λόγος για τις έριδες των απανταχού μελετητών του, για τη θεωρία του φιλοσόφου ότι η νύχτα αποτελεί συσσώρευση μαύρου αέρος και για άλλα πολλά.

«Γυναίκα με αρρενωπή ψυχή»


«Η ΜΑΡΙΝΑ ΕΙΝΑΙ ΠΛΑΣΜΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ. ΣΗΜΕΡΑ Η ΑΠΟΓΝΩΣΗ, ΑΥΡΙΟ Ο ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ, ΜΕ ΟΡΜΗ ΞΑΝΑ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΨΥΧΗ ΤΕ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΙ, ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΠΑΛΙ Η ΑΠΟΓΝΩΣΗ. ΚΑΙ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΟΞΕΙΑ, ΨΥΧΡΗ (ΘΑ ΕΛΕΓΑ ΜΑΛΙΣΤΑ ΚΥΝΙΚΑ ΒΟΛΤΑΙΡΙΚΗ) ΕΥΦΥΪΑ ΤΗΣ»

Η περιγραφή ανήκει στον Σεργκέι Εφρόν, σύζυγο της Μαρίνας Τσβετάγεβα (1892-1941) και καλό γνώστη της ιδιοσυγκρασίας της, μια και οι τύχες τους συμπορεύονται για μία τριακονταετία, από τα εφηβικά τους χρόνια έως το άδοξο τέλος τους. Στην ίδια επιστολή σε κοινό τους φίλο, συνεχίζει: «Εκείνος που χθες προκαλούσε την αναστάτωση σήμερα λοιδορείται με πολύ πνεύμα και σκληρότητα (και δικαίως, σχεδόν πάντα). Όλα καταλήγουν σε ένα βιβλίο και διοχετεύονται ήρεμα σε μια διατύπωση μαθηματικής ακριβείας». Πράγματι, η αυτοβιογραφική στρατηγική της Μοσχοβίτισσας ποιήτριας είναι έκδηλη σε όλα τα κείμενά της, από τους πρώτους της στίχους και τις νεανικές ποιητικές συλλογές μέχρι τις λυρικές πρόζες, τα θεατρικά σκαριφήματα, τα αφηγήματα, τα κριτικά δοκίμια ή τη σκηνοθεσία των εκτενών ποιητικών συνθεμάτων- πολύ περισσότερο βέβαια στην ογκώδη αλληλογραφία της και στις προσωπικές της σημειώσεις όπου δεν παύει να εξομολογείται, να συνεχίζει έναν εσωτερικό μονόλογο αναδιφώντας μικρά και μεγάλα επεισόδια του πολυτάραχου βίου της.
  • Περιπέτειες
Μεγαλωμένη σε λόγιο περιβάλλον (ο πατέρας έγκριτος ιστορικός της τέχνης, ιδρυτής του Μοσχοβίτικου Μουσείου που σήμερα λέγεται «Πούσκιν», η μητέρα μουσικόφιλη και εξαίρετη πιανίστρια), εφοδιασμένη από νωρίς με δύο γλώσσες (γαλλικά και γερμανικά) που τις χειρίζεται όπως τη μητρική της, και με το ποιητικό δαιμόνιο να ρυθμίζει απόλυτα τη ζωή της, η Μαρίνα εισάγεται άνετα στους καλλιτεχνικούς κύκλους και ξεχωρίζει αμέσως για τον ιδιότυπο, στακάτο λυρισμό της. Για όσους παρακολουθούν τoν ποιητικό στίβο, είναι σαφές ότι πλάι στον Μαγιακόφσκι, την Αχμάτοβα, τον Παστερνάκ, τον Μάντελσταμ, η Τσβετάγεβα μπαίνει στο παιχνίδι με αγωνιστική διάθεση. Οι ιστορικές συγκυρίες μεταφράζονται σε προσωπικές περιπέτειες: σύζυγος του τσαρικού Εφρόν που μάχεται με τον Λευκό στρατό, νεαρή μητέρα, η Μαρίνα δοκιμάζεται σκληρά στα χρόνια της «μεγάλης αλλαγής», μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση· χάνει από ασιτία τη μία της κόρη, φυτοζωεί, μη ξέροντας αν ο Σεργκέι είναι ζωντανός ή νεκρός, έως ότου ειδοποιείται ότι εκείνος βρίσκεται στην Πράγα οπότε αποφασίζει να εγκαταλείψει τη Ρωσία (1922) για να τον συναντήσει.

Μαρίνα Τσβετάγεβα
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΟΝ
«ΕΛΙΚΩΝΑ»
ΕΚΔ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, 2008 ΣΕΛ. 189

Η επανασύνδεση της οικογένειας γίνεται στο Βερολίνο, όπου ανθεί η ρωσική εμιγκράτσια· ακολουθούν τα χρόνια της εξορίας στην Τσεχία, γενέθλιο τόπο του γιου του ζεύγους, και στη Γαλλία από το 1925 έως το 1939: χρόνια οικονομικής εξαθλίωσης και απομόνωσης· σταδιακά, ο Σεργκέι μεταστρέφεται σε σοβιετόφιλο, μάλλον σε διπλό πράκτορα· ο ίδιος και η κόρη τους, επιστρέφουν στην «πατρίδα» και, λίγο αργότερα, έπονται η Μαρίνα και ο μικρός Μουρ. Η τραγωδία κορυφώνεται με τη σύλληψη του συζύγου και της θυγατέρας· άποροι, ανήμποροι, μητέρα και γιος εγκαταλείπουν τη βομβαρδιζόμενη Μόσχα (καλοκαίρι του 1941) και οδηγούνται στη γη των Τατάρων, σε μια εσχατιά της Σοβιετικής Ένωσης· οι άθλιες συνθήκες και η απόγνωση τσακίζουν το ηθικό της Μαρίνας: εκείνη απαγχονίζεται τον Αύγουστο του 1941- τον Οκτώβριο εκτελείται ο Σεργκέι, λίγο αργότερα ο Μουρ θα σκοτωθεί στον πόλεμο· θα επιζήσει η κόρη, ύστερα από πολύχρονες εκτοπίσεις και ταλαιπωρίες.

Η σπίθα της τέχνης
Τα Γράμματα στον «Ελικώνα», είναι ένα βιβλίο καμωμένο με υλικά της πραγματικής ζωής, φορτισμένο με τον ηλεκτρισμό που εκπέμπει η ποίηση της Τσβετάγεβα, με τις απότομες εναλλαγές τόνου και ύφους, την παράδοξη συνύπαρξη του ονειρικού και του γήινου στοιχείου, της διαύγειας και της τύφλωσης, του τραύματος που μετουσιώνεται σε δύναμη. Κάπως έτσι, άλλωστε, η ισχυρή ποιητική της βούληση, με επίγνωση τού ότι μεταγγίζει και αποστάζει τη ζωή μέσα στο έργο, μπόρεσε να σώσει τη σπίθα της τέχνης μέσα από αντιξοότητες και κακουχίες.
Η παρούσα φροντισμένη έκδοση εμπλουτίζει την εικόνα της Τσβετάγεβα που έχει ο Έλληνας αναγνώστης, μολονότι η μετάφραση κατά σημεία παρουσιάζει μικρές αδυναμίες. Στο τέλος του τόμου παρατίθεται ένας μικρός κατάλογος μέ όσα κείμενά της έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά· επίσης, μεταφέρονται τα συνοδευτικά σημειώματα της γαλλικής έκδοσης. Το επίμετρο δοκίμιο της μεταφράστριας («Η θυελλώδης απουσία») προσεγγίζει εύστοχα την ιδιορρυθμία της επιστολικής «Ελικωνιάδας». Καλή πύλη εισόδου για το ανήσυχο σύμπαν της Τσβετάγεβα.

ΟΙ ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ

Τα Γράμματα στον «Ελικώνα» μας μεταφέρουν στο Βερολίνο του 1922, όταν έρχεται στην πόλη η 29χρονη Μαρίνα με την κόρη της, Αριάδνη. Στους κόλπους των Ρώσων εμιγκρέδων επικρατεί εκδοτικός αναβρασμός. Ο «Ελικών» είναι ένας μικρός εκδοτικός οίκος του Αβραάμ Βισνιάκ (1895-1944) που έχει μόλις φιλοτεχνήσει μια ποιητική συλλογή της Τσβετάγεβα ( Χωρισμός ), πριν από την άφιξή της. Ακολουθεί η γνωριμία τους, η ανάθεση μιας μετάφρασης από τα γερμανικά που δεν πραγματοποιήθηκε (Οι Φλωρεντινές νύχτες του Χάινε), ένα σύντομο «εγκεφαλικό ειδύλλιο»- έτσι χαρακτηρίζει η ίδια τα διάπυρα πάθη που την καθηλώνουν για λίγο σε μία ομοφυλόφιλη ή ετεροφυλόφιλη ιδανική σχέση. Ο Βισνιάκ είναι λοιπόν ο παραλήπτης των ερωτικών επιστολών που γράφονται τον Ιούνιο και τον Ιούλιο εκείνου του βερολινέζικου καλοκαιριού. Όταν, κατά το πρωτόκολλο αυτών των εγκεφαλικών περιπετειών, επέρχεται η «ρήξη», η Μαρίνα («δραστήρια, αποφασιστική, κατακτητική, απείθαρχη, γυναίκα με αρρενωπή ψυχή», την περιγράφει ο Παστερνάκ) ζητά να της επιστραφούν τα (αναπάντητα) γράμματά της και διάφορα σημειωματάρια, τετράδια με ποιητικά της σχεδιάσματα και άλλα γραπτά της που βρίσκονταν στα χέρια του «Ελικώνα».
Αυτές οι επιστολές (εννέα δικές της -τη δέκατη την κράτησε ο παραλήπτης - και μία δική του, απαντητική, τον Οκτώβριο του 1922, όταν εκείνη βρίσκεται ήδη στην Πράγα), γραμμένες στα ρωσικά, μεταφράζονται από την ίδια στα γαλλικά δέκα χρόνια αργότερα, όταν η οικογένεια Εφρόν είναι πλέον εγκατεστημένη στα παρισινά προάστια. Τούτο το αυτομεταφραστικό πείραμα συμπληρώνεται από έναν Επίλογο και από την αφήγηση της τελευταίας συνάντησής της με εκείνον τον βερολινέζικο «έρωτα», μια παραμονή Πρωτοχρονιάς, σε παρισινά σαλόνια («Η τελευταία φλωρεντινή νύχτα»)- η κατάληξη είναι σχεδόν κωμική: η Τσβετάγεβα δεν αναγνωρίζει καν τον νεαρό που την είχε αναστατώσει πέντε χρόνια νωρίτερα ή, τουλάχιστον, έτσι αφήνει να εννοηθεί. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα μικρό επιστολικό μυθιστόρημα. Το βιβλιαράκι που έχουμε στα χέρια μας και μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά.

Από το σόι στους ανθρώπους

Πόσες παγίδες, με τη μορφή πειρασμών, δεν έκρυβε για τη Μαρίνα Καραγάτση το υλικό αυτού του βιβλίου! Να επενδύσει στη μεγάλη φήμη του πατέρα της, για να τον αγιογραφήσει ή, αντίθετα, για να τον απομυθοποιήσει, εκφράζοντας την πικρία της και εκτονώνοντας τα απωθημένα της. Να εστιάσει σε «προσωπικές μαρτυρίες», που θα τροφοδοτούσαν το λογοτεχνικό κουτσομπολιό, ίσως και να παρήγαν κάποιες υποσημειώσεις σε συγγράμματα ιστορικών της ελληνικής λογοτεχνίας, αλλά ελάχιστο ενδιαφέρον θα είχαν έξω από τους λόγιους κύκλους.
΄Η πάλι- κάτι που θα ήταν ακόμα χειρότερο από όλα αυτά- να στήσει ένα οικογενειακό γαϊτανάκι, από εκείνα που μας σερβίρει σωρηδόν η πεζογραφία μας με τη μορφή κοινωνικών ή αισθηματικών «δραμάτων», αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι παρά τετριμμένες, ανούσιες ιστορίες, που τις κάνει να φαίνονται σημαντικές μόνον η ελληνική εμμονή με το σόι, αυτή την πηγή ατέλειωτων παραπόνων, ταυτόχρονα όμως ταμείο συναισθηματικής ασφάλισης και τελικός προορισμός των όποιων υπαρξιακών αναζητήσεων.
Δεν μπορώ να μην εκφράσω τον θαυμασμό μου για την επιδεξιότητα και τη λεπταισθησία με τις οποίες η Μαρίνα Καραγάτση απέφυγε τέτοιες λούμπες. ΄Ισως ο μεγαλύτερος έπαινος για το βιβλίο της είναι ότι μας κάνει να ξεχάσουμε γρήγορα τον πραγματικό Καραγάτση και μας παρασύρει στη γοητεία μιας αφήγησης που στέκει θαυμάσια από μόνη της, ανεξάρτητα από την ιστορικότητα των χαρακτήρων της. Και ωστόσο, σε σχέση ακριβώς με αυτή την ιστορικότητα, η συγγραφέας είναι ειλικρινής, τολμηρή και δίκαιη, με μια μορφή δικαιοσύνης που πηγάζει από συναισθηματική ωριμότητα και αισθαντική κατανόηση, όχι από μια σπασμωδική προσπάθεια δικαίωσης, με την υποβάθμιση των προσωπικών ελαττωμάτων και τον υπερτονισμό των αρετών, όπως συμβαίνει τόσο συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις.
Για να εξηγήσω τι ακριβώς πέτυχε και πώς το πέτυχε η Μαρίνα Κ., πρέπει να μιλήσω κάπως διεξοδικά για τη δομή του βιβλίου της. Αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο και κατά πολύ μεγαλύτερο τοποθετείται σε «μια ανοιξιάτικη μέρα του 1950» (αυτός είναι και ο τίτλος του) και περιλαμβάνει τρεις αφηγηματικούς μονολόγους: του Καραγάτση, της Λασκαρώς, που είναι η Ανδριώτισσα υπηρέτρια της οικογένειας και παρουσιάζεται να διηγείται τη ζωή της σύμφωνα με μια εν μέρει φανταστική ανάπλασή της από τη 14χρονη τότε Μαρίνα, και τέλος της Ανδριώτισσας γιαγιάς της Μαρίνας, της Μίνας, η οποία ξετυλίγει την ιστορία του αρχοντικού σογιού της σε διάστημα πέντε γενεών. Και στις τρεις αφηγήσεις η παρουσία της ίδιας της Μαρίνας είναι αθόρυβη, περιθωριακή, και τα δικά της συναισθήματα δεν γίνονται ποτέ το επίκεντρο του κειμένου ούτε περιγράφονται, αν και δίνεται διακριτικά στον αναγνώστη η δυνατότητα να τα εικάσει.
Στο δεύτερο μέρος, με έκταση μόλις 27 σελίδων και μορφή θεατρικού μονόπρακτου, τα περισσότερα κύρια πρόσωπα της ιστορίας κάθονται «μια ανοιξιάτικη μέρα του 2006», πεθαμένα πια, στο νησιώτικο «αυλιδάκι» της οικογένειας στον ουρανό και κουβεντιάζουν για τα περασμένα με χαλαρή διάθεση και αμοιβαία πειράγματα. Πότε πότε αναρωτιούνται τι κάθεται και γράφει όλη την ώρα έξω από την αυλίτσα η Μαρίνα, η οποία κάποια στιγμή, ενώ πέφτει το σούρουπο στον ουρανό, τους φωνάζει ότι τέλειωσε το βιβλίο της και δεν θα αργήσει να βρεθεί κοντά τους (σκηνή, βέβαια, πολύ συγκινητική, μέσα σε μια ατμόσφαιρα γαλήνης και αποδοχής). Το κλειδί της επιτυχίας του εγχειρήματος είναι ο χαρακτήρας των τριών μονολόγων. Δεν πρόκειται για τις γνωστές παρλάτες της ελληνικής πεζογραφίας, όπου ένα πρόσωπο διεκτραγωδεί τα βάσανά του προ σπαθώντας να εκβιάσει τη συμπάθεια ενός αόρατου ακροατή και παρουσιάζοντας τον εαυτό του σαν θύμα, που έχει κάθε δίκιο με το μέρος του.
Εδώ τα πρόσωπα, παρόλο που εκθέτουν γεγονότα και καταστάσεις από τη δική τους σκοπιά το καθένα, στέκονται ένα βηματάκι δίπλα από τον εαυτό τους, δείχνουν συχνά σαν να βάζουν ένα ερωτηματικό πίσω από τις απόψεις και την αυτοεικόνα τους, δεν επιχειρούν να κρύψουν τις αδυναμίες και τις αντιφάσεις τους, ούτε όμως και να τις εκλογικεύσουν ή να τις δραματοποιήσουν. Είναι τρεις ολότελα διαφορετικοί άνθρωποι, που σκέφτονται «φωναχτά» κατά μόνας, με φυσικό τρόπο ομιλίας, σύμφωνο δηλαδή με τον χαρακτήρα, την καταγωγή, την τάξη και την εποχή τους (η νευρώδης καθομιλουμένη του Καραγάτση, η ανδριώτικη διάλεκτος της Λασκαρώς, το παράξενο μείγμα διαλέκτου και καθαρεύουσας της γιαγιάς Μίνας), χωρίς όμως την υστεροβουλία και τις σκοπιμότητες της προφορικής επικοινωνίας, όπου προσπαθούμε πάντα να πετύχουμε ένα ορισμένο αποτέλεσμα στον ακροατή μας. Αυτό, καθώς και η συνειρμική δομή της κάθε ομιλίας, παράγουν μια κάποια ομοιότητα με τον εσωτερικό μονόλογο. Εδώ όμως μιλάει το συνειδητό, που παρουσιάζει τον δικό του τρόπο θέασης και νοηματοδότησης των γεγονότων, και οι τρεις αφηγήσεις συμπληρώνουν η μια την άλλη ή τη φωτίζουν διαφορετικά.
Με αυτή τη μέθοδο, και με οικονομία έκφρασης που δεν συναντάμε συχνά ούτε σε δόκιμους συγγραφείς, η Μαρίνα Κ. ξεδιπλώνει το πανόραμα ενός πολύχρωμου, κυματιστού κόσμου, προϊόντος της διασταύρωσης πολύ ανόμοιων σογιών από γενιά σε γενιά. Από τη μια το σόι του Καραγάτση, που προέκυψε από την ένωση μιας φαμίλιας Πελοποννήσιων πολιτευτών με μια φαμίλια Θεσσαλών μεγαλεμπόρων. Από την άλλη το ανδριώτικο σόι της γυναίκας του Νίκης, οι διάφοροι κλάδοι του οποίου περιλαμβάνουν ξεπεσμένους (όσο και ξιπασμένους) άρχοντες, που είναι περήφανοι για την προτεραιότητα που δίνουν στη μόρφωση, αλλά ημιμαθείς οι ίδιοι, αμόρφωτους αλλά δραστήριους και ικανούς καπετάνιους που γίνονται εφοπλιστές, γιατρούς, δικηγόρους κ.λπ. Η καλλιτεχνική ιδιότητα του Μ. Καραγάτση και της Νίκης Καραγάτση, των γόνων που έκαναν τα δύο σόγια να συμπεθεριάσουν, συμπληρώνει αυτή τη σύνθετη εικόνα της ελληνικής αστικής τάξης στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Σαν αντίστιξη, το πληβειακό πεπρωμένο της Λασκαρώς με όλα τα θλιβερά συνακόλουθά του υπενθυμίζει ζωηρά, όχι όμως μελοδραματικά, την άλλη όψη της ελληνικής πραγματικότητας εκείνων των χρόνων.

Αλλά η Μαρίνα Κ. δεν κάνει κοινωνική ανατομία ούτε επιδίδεται σε ψυχογραφήσεις. Η δύναμη και η ουσία του βιβλίου της βρίσκονται στα ολοζώντανα, ζεστά, πλούσια σε αποχρώσεις και γεμάτα ανθρώπινες αντιφάσεις πορτρέτα των «δικών της ανθρώπων». Ο Καραγάτσης, πληθωρικός, εγωπαθής, βίαιος, γυναικάς, αλλά και συναισθηματικά ευάλωτος, γενναιόδωρος και ευθύς· η Νίκη Καραγάτση, με την έμφυτη σεμνότητα και την ήρεμη σταθερότητά της· η γιαγιά Μίνα, νησιώτισσα αστή παλαιών αρχών, αλλά και με συχνά αφοπλιστικό κοινό νου· η προγιαγιά Μόσχα, μητέρα της Μίνας, περήφανη αρχόντισσα, ματαιόδοξη, δυναμική και αυταρχική· ο γαμπρός της Λεωνίδας, πετυχημένος επιχειρηματίας και πολιτευτής, ερωτόληπτος και συνέχεια άπιστος στη γυναίκα του, αλλά πάντα λόγω ειλικρινούς αισθήματος (με την εκάστοτε υπηρέτρια της οικογένειας)· η γυναίκα του Μαρία, ψυχρή καλλονή με πληγωμένη περηφάνια· ο άλλος Λεωνίδας, ο άνδρας της Μίνας, ανοιχτόκαρδος και αχαΐρευτος· ο αδελφός της Νίκης Αντώνης, με τον αδύναμο χαρακτήρα, τον καταπιεσμένο ψυχισμό και την όψιμη επανάστασή του· η Λασκαρώ, με τη συναισθηματική δοτικότητα και αφοσίωση μιας λαϊκής γυναίκας, αλλά και την ικανότητά της να επιβιώνει, άλλοτε με το πείσμα, άλλοτε με την υποχωρητικότητα, ποτέ όμως με την πολυτέλεια να επιμένει στην «αρετή» της.
Όλα αυτά τα πρόσωπα, και πολλά άλλα, η Μαρίνα Κ. τα σκιαγραφεί με κατανόηση, διακριτική τρυφερότητα και, προπαντός, με αίσθηση της ατομικότητάς τους- κάτι σπάνιο στις ελληνικές οικογενειοκεντρικές αφηγήσεις, όπου οι ατομικοί χαρακτήρες χωνεύονται συνήθως μέσα στην άμορφη μάζα του σογιού. Δεν παραιτείται από την κριτική. Η κριτική στάση της εκφράζεται με μια λεπτή ειρωνεία, που αναδύεται από τις αντιφάσεις ανάμεσα στα λόγια και τη συμπεριφορά των ηρώων της, ή πάλι με την εντυπωσιακή απολογία του ερωτύλου Λεωνίδα μπροστά στο οικογενειακό δικαστήριο, η οποία γρήγορα μετατρέπεται σε κατηγορητήριο. Αλλά η συγγραφέας δεν θέλει να βγάλει καμιά τελική ετυμηγορία, με την οποία θα επιχειρούσε να λύσει προσωπικούς λογαριασμούς της. Είναι η ίδια δημιούργημα του κόσμου που μας περιγράφει, είναι όμως και κάτι περισσότερο, όπως και τα άλλα πρόσωπα του βιβλίου της. Αυτό ακριβώς υποδηλώνει το δεύτερο μέρος, με την επουράνια συνάντηση στο «αυλιδάκι». Παρόλο που λέγεται ότι οι πεθαμένοι δεν έχουν μνήμη, εδώ όλοι θυμούνται πολύ καλά τα πάθη τους, τα παράπονά τους, τους καβγάδες τους, τις αποτυχίες τους, τα μεράκια τους, τις αντιθέσεις τους, έχουν μάλιστα ακόμα τον χαρακτήρα που τα προκάλεσε όλα αυτά. Αλλά τα έχουν ξεπεράσει, τα αναπολούν με χαμόγελο, με θυμοσοφία, με αυτοειρωνεία, πότε πότε με απορία. Και, προπαντός, είναι πάντα μαζί, μονοιασμένοι, και μπορούν να τα κουβεντιάζουν όλα αυτά «εν ειρήνη».
Ένα αιθέριο άρωμα αγάπης μάς μένει, όταν κλείνουμε το βιβλίο. Και μαζί η αίσθηση της μέθεξης σε μια από τις καλύτερες στιγμές της ελληνικής λογοτεχνίας τα τελευταία χρόνια.

Μαρίνα Καραγάτση
ΤΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΜΕΝΟ Ή
ΟΙ ΔΙΚΟΙ ΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
ΑΓΡΑ, ΑΘΗΝΑ 2008. ΣΕΛΙΔΕΣ

Ενα σπίτι «ραντεβού» της γενιάς του ’30

Του Ηλια Μαγκλινη, Η Καθημερινή, Σάββατο, 27 Σεπτεμβρίου 2008

Μπροστά σου απλώνεται ο Εθνικός Κήπος κι αριστερά η Βουλή. Στο βάθος ο Υμηττός. Αυτή η μοναδική θέα προσφέρεται από τη βεράντα ενός ιστορικού αθηναϊκού διαμερίσματος που βρίσκεται στη Λεωφόρο Αμαλίας 4, στον πέμπτο όροφο. Πρόκειται για το διαμέρισμα του Αγγελου και της Λητώς Κατακουζηνού. Μπαίνοντας στο μεγάλο σαλόνι, αισθάνεσαι ότι μπαίνεις σε ένα σπίτι γεμάτο ιστορία: Εκεί απήγγειλε ποιήματά του ο Γιώργος Σεφέρης, ο Γιώργος Παππάς, η Μυρτιώτισσα, εκεί έπαιξε τραγούδια από τον «Μεγάλο Ερωτικό» ο Μάνος Χατζιδάκις, εκεί διάβαζε αποσπάσματα από τον «Μέγα Ανατολικό» ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Επίσης, εκεί δόθηκε η πρώτη δεξίωση για το Νομπέλ του Ελύτη το 1979. Από αυτό το σπίτι αγνάντεψαν τον Υμηττό ο Αλμπέρ Καμί και ο Ουίλιαμ Φόκνερ. Την κρεβατοκάμαρα κοσμούν τέσσερις πίνακες («Τα τέσσερα φιλιά») του Γουναρόπουλου, δώρο του ζωγράφου στο ζεύγος για τον γάμο τους, το 1934. Στο μπάνιο, διαγράφεται με ψηφιδωτό μια γοργόνα του Σπύρου Βασιλείου.

Τη ματιά σου όμως κλέβουν οι μεγάλες πόρτες που συνδέουν το σαλόνι με την τραπεζαρία, τις οποίες ζωγράφιζε επί έξι μήνες, επί τόπου, ο Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας, στενός φίλος του Αγγελου Κατακουζηνού, από τα χρόνια των σπουδών τους, στο Παρίσι τη δεκαετία του ’20.

Να σημειώσουμε ότι ο Α. Κατακουζηνός υπήρξε επιφανής νευρολόγος - ψυχίατρος, ιδρυτής της Ελληνοαμερικανικής Ενωσης μεταξύ άλλων, ενώ και η σύζυγός του Λητώ έχαιρε υψηλής μόρφωσης, είχε σπουδάσει μουσική, έγραφε και ήταν μια πολύ δυναμική, αντισυμβατική γυναίκα.

Το σπίτι αυτό παρέμεινε κλειστό επί σειρά ετών. Ο Α. Κατακουζηνός «έφυγε» το 1982, η Λητώ έζησε μόνη της στο σπίτι αυτό για δεκαπέντε ακόμα χρόνια. Τον ακολούθησε το 1997. Είχαν ζήσει στο σπίτι αυτό από το 1959. Προτού όμως αποχωρήσει από τη ζωή η Λητώ άφησε τελευταία της επιθυμία το σπίτι αυτό να διατηρηθεί, να κρατηθεί πιστά η διακοσμητική του ατμόσφαιρα και να χρησιμοποιείται για πολιτιστικές εκδηλώσεις. Μετά δέκα χρόνια σκληρής δουλειάς, λοιπόν, το ανακαινισμένο σπίτι ανοίγει για λίγες μόνον ημέρες την πόρτα του ως «Ιδρυμα Αγγελου & Λητώς Κατακουζηνού».

«Υπάρχει μια ομάδα που εργάστηκε σκληρά, και με προσωπικό κόστος, για να ανακαινισθεί», δήλωσε στην «Κ» ο Γιώργος Μαγγίνης. «Η ίδια ομάδα αγωνίζεται για τη βιωσιμότητά του. Σημαντική βοήθεια στην έως τώρα προσπάθειά μας στάθηκε μια χορηγία της Εθνικής Τράπεζας και της 3Ε», προσθέτει η Σοφία Πελοποννησίου - Βασιλάκου. Τα πιο βασικά από αυτά τα πρόσωπα συνθέτουν και το διοικητικό συμβούλιο του Ιδρύματος, όπου πρόεδρος είναι η Νίκη Γουλανδρή, ενώ την πλαισιώνουν ο Γεώργιος - Αλέξανδρος Μαγκάκης, ο Μιχάλης Σταθόπουλος, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, η Σοφία Πελοποννησίου - Βασιλάκου, ο Γιώργος Μαγγίνης και η Εφη Κατοίκου.

  • Πότε θα ανοίγει

Το διαμέρισμα της Λεωφόρου Αμαλίας 4 είναι ένα «σπίτι–μουσείο», στα πρότυπα του Sigmund Freud Museum του Λονδίνου. Δεν θα λειτουργεί ως μουσείο, μα θα ανοίγει για συγκεκριμένες εκδηλώσεις. Από χθες η οικεία Αγγελου και Λητώς Κατακουζηνού έχει ανοίξει για λίγες μόνον ημέρες για να υποδεχθεί τις «Οικείες Ιστορίες», στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών Ημερών Πολιτιστικής Κληρονομιάς 2008. Εχει στηθεί ένα «εργαστήρι» Ν. Χατζηκυριάκου - Γκίκα, με υλικό που παραχώρησαν η Πινακοθήκη Ν. Χατζηκυριάκου - Γκίκα και το Μουσείο Μπενάκη. Στο γραφείο του Α. Κατακουζηνού, έχει στηθεί, σε συνεργασία με το Sigmund Freud Museum, μικρή φωτογραφική έκθεση. Τέλος, εκτίθενται σε παγκόσμιο preview πίνακες του Βρετανού Richard Cartwright, σε συνεργασία με την γκαλερί John Martin του Λονδίνου. Για την πραγματοποίηση των εκδηλώσεων εργάστηκαν, εκτός από τους Γ. Μαγγίνη και Σ. Πελοποννησίου - Βασιλάκου, ομάδα εθελοντών, οι Ελ. Πολυχρονιάδου, Μ. Οικονομοπούλου, Δημ. Χατζημαρινάκης κ. ά. Θερμός είναι ο χαιρετισμός του Michael Molnar, διευθυντή του Sigmund Freud Museum, όπως τη διαβάζουμε στην ιστοσελίδα του Ιδρύματος www. katakouzenos. gr: «Είτε βρισκόμαστε στο γραφείο του καθηγητή Κατακουζηνού ή του καθηγητή Freud», γράφει μεταξύ των άλλων, «η προσοχή μας παλινδρομεί ανάμεσα στα αντικείμενα που ο προηγούμενος κάτοικος του σπιτιού άφησε πίσω του και τα “εσωτερικά μας αντικείμενα” που τον αντιπροσωπεύουν στα μάτια μας. Κάθε μουσείο είναι μια Ακρόπολη: είναι ένας τόπος όπου η πραγματικότητα περιβάλλεται από φαντασία».

Εγκλήματα σε συγγραφικό ύφος

Το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα ασχολείται με τη μαύρη εξουσία, τη διαπλοκή και την «πτώση» ιδεών και προσώπων

Της Ολγας Σελλα, Η Καθημερινή, Σάββατο, 27 Σεπτεμβρίου 2008

Κυριαρχεί στα στατιστικά στοιχεία, μονοπωλεί όμως και τα φοβικά συναισθήματα των πολιτών. Η έξαρση της εγκληματικότητας δεν περιορίζεται μόνο στην ποσοτική ανάγνωση και στην άθροιση των στοιχείων. Έχει κι άλλες πλευρές, οι οποίες αφορούν τις νέες κοινωνικές συνθήκες διαβίωσης στις μεγαλουπόλεις, τις πολιτικές ανακατατάξεις στον πλανήτη, το πολυφυλετικό ανακάτεμα των πληθυσμών και των κρατών. Είναι οι πλευρές που αφορούν τις κοινωνικές και τις πολιτικές επιστήμες, δεν αφήνουν όμως καθόλου αδιάφορη και τη λογοτεχνία.

  • Δεύτερος τόμος

Ο δεύτερος τόμος με τα «Ελληνικά Εγκλήματα» (εκδ. Καστανιώτης) συγκεντρώνει παλαιότερους και νεότερους συγγραφείς που τους απασχολούν οι αστυνομικές ιστορίες, το μυστήριο και ο κόσμος των θυτών και των θυμάτων. Σ’ αυτόν τον δεύτερο τόμο των αστυνομικών διηγημάτων, πολύ περισσότερο από τον πρώτο που κυκλοφόρησε πριν από δύο χρόνια, οι συγγραφείς βάζουν στο ρόλο του θύτη συμμορίες, εγχώριες ή διεθνείς, μαφιόζικα κυκλώματα, συνεργασίες ποινικών εγκληματιών με μέλη του αντιεξουσιαστικού χώρου, «εισαγωγές» συμμοριών από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ... Μέχρι και η απόδραση του Παλαιοκώστα με το ελικόπτερο από τις φυλακές Κορυδαλλού έγινε πλέον στοιχείο της μυθοπλασίας!

«Δράστες» αυτή τη φορά των αστυνομικών ιστοριών ήταν οι συγγραφείς Παναγιώτης Αγαπητός, Ανδρέας Αποστολίδης, Σέργιος Γκάκας, Τιτίνα Δανέλλη, Αθηνά Κακούρη, Κώστας Κατσουλάρης, Ιερώνυμος Λύκαρης (αυτό είναι ψευδώνυμο, αλλά ο υπεύθυνος του τόμου, Ανταίος Χρυσοστομίδης, κρατάει επτασφράγιστο το μυστικό), Πέτρος Μάρκαρης, Πέτρος Μαρτινίδης, Τεύκρος Μιχαηλίδης, Αμάντα Μιχαλοπούλου, Μανώλης Πιμπλής και Φίλιππος Φιλίππου.

Είναι μια καινούργια συγγραφική συμπεριφορά; Κάθε άλλο απαντούν στην «Κ» τόσο ο συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης, όσο και ο εγκληματολόγος Γιάννης Πανούσης, οι οποίοι είναι κατηγορηματικοί: αυτή είναι η νέα πραγματικότητα στην εγκληματικότητα διεθνώς και αυτή καταγράφεται και στα σύγχρονα αστυνομικά μυθιστορήματα. «Το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα ασχολείται με τη μαύρη εξουσία και τη διαπλοκή και περιγράφει -πολλές φορές και με τραυματικό τρόπο- την “πτώση” ιδεών και προσώπων (τόσο στο μυθοπλαστικό όσο και στο πραγματικό επίπεδο). Αστυνομικά ως πολιτικά θρίλερ ή ως μυθιστορήματα με περιεχόμενο τη σύγχρονη τρομοκρατία, αστυνομικά με φόντο τη Μαφία, αστυνομικά που πραγματεύονται ιστορίες εξέγερσης ή επανάστασης, αστυνομικά περί τον τζόγο ή τα ΜΜΕ, αστυνομικά μνήμης πολέμων η (ψευδο)ιστορικών γεγονότων ή ισορροπίας τρόμου μυστικών υπηρεσιών και κατασκόπων καλύπτουν όλο το φάσμα των σύγχρονων ενδιαφερόντων», λέει ο Γιάννης Πανούσης.

Στα «Ελληνικά Εγκλήματα 2» διαβάζουμε για τα πτώματα και τα μυστήρια που ανακατεύονται με ένα χαμένο χειρόγραφο του Ρήγα, για ένα έγκλημα που έγινε την εποχή του Βυζαντίου αλλά οι σύγχρονες διαδρομές της αρχαιοκαπηλίας βυζαντινών εικόνων φτάνουν μέχρις εκεί, για ξεπεσμένους ή συμβιβασμένους πρώην επαναστάτες που διευθύνουν πλέον διεθνή κυκλώματα εγκληματικών συμμοριών, για ναρκωτικά και μπράβους της νύχτας, αλλά και για τη «δικαιοσύνη» των ΜΜΕ.

Οχι ότι δεν υπάρχουν και τα προσωπικά εγκλήματα, τα εγκλήματα πάθους, τιμής, εκδίκησης ή τα οικογενειακά ειδεχθή εγκλήματα, που συνήθως μας αφήνουν εμβρόντητους με τη βία και τη σκληρότητά τους. Αλλά αυτά είναι πλέον σαν την εξαίρεση του κανόνα. Αυτό που κυριαρχεί και συζητιέται διαρκώς, στις παρέες, στις αναλύσεις ή στον Τύπο είναι το διαρκώς επεκτεινόμενο και παγκοσμιοποιημένο οργανωμένο έγκλημα. Αυτό κυριαρχεί γύρω μας, αυτό κυριαρχεί και στις αστυνομικές ιστορίες. «Δεν πρόκειται συνεπώς για απλές “ιστορίες γραμμένες με αίμα”, αλλά για “μωσαϊκό διαθέσεων, παθών και συμπεριφορών” και για “συναισθηματικούς λαβύρινθους”, ανθρώπων με πολιτικοκοινωνική δράση».

  • «Ρομπέν των σούπερ μάρκετ»

Και πρόκειται για ιστορίες τόσο σύνθετες όσο και η πραγματικότητα γύρω μας: η πολυσύνθετη, η πολυφυλετική, η πολυπολιτισμική. Μια κοινωνία με πολλές ανισότητες και γι’ αυτό πολλές βίαιες αντιδράσεις. Που όλο και πυκνώνουν, όλο και γίνονται μια διαφορετική δυσάρεστη καθημερινότητα.

Στον επόμενο τόμο των «Ελληνικών Εγκλημάτων» που ετοιμάζεται θα είχε ενδιαφέρον να διαβάσουμε ένα διήγημα με ήρωες τους «Ρομπέν των σούπερ μάρκετ». Να δούμε τη ματιά ενός συγγραφέα σ’ αυτό το φαινόμενο.

  • Στροφή στο «οργανωμένο»

Πέτρος Μάρκαρης: Ισως το πιο θετικό συμπέρασμα που βγαίνει από τον συλλογικό τόμο «Ελληνικά Εγκλήματα 2» να είναι η στροφή των Ελλήνων συγγραφέων από το «ιδιωτικά» φονικά (εκδίκηση, λόγοι κληρονομιάς, ερωτικό πάθος) στο «δημόσιο», οργανωμένο, έγκλημα. Η στροφή αυτή, που διαφαίνεται ήδη από τον πρώτο τόμο των «Ελληνικών Εγκλημάτων», εξελίσσεται σε κυρίαρχη τάση στον δεύτερο.

Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας έχει ως παρενέργεια την παγκοσμιοποίηση του εγκλήματος, με τεράστια κέρδη, τα οποία διοχετεύονται διαρκώς στη νόμιμη ροή της οικονομίας. Σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, τα έσοδα από το οργανωμένο έγκλημα (εκτός από το λαθρεμπόριο όπλων) έφτασαν το 2006 στο 1 τρισ. δολάρια. Μόνο στην Ε. Ε. δρουν αυτή τη στιγμή 4.500 συμμορίες οργανωμένου εγκλήματος. Συνεπώς, οι Ελληνες συγγραφείς ακολουθούν μια σύγχρονη ευρωπαϊκή και ασιατική (λιγότερο αμερικάνικη) τάση στο αστυνομικό μυθιστόρημα κι αυτό είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό για ένα είδος, το οποίο στην Ελλάδα διανύει ακόμα τη νεανική ηλικία του.

«Ο υπ΄ αριθμόν 1 καταζητούμενος»

Τo χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου της Νέας Υόρκης αναπόφευκτα δεν θα άφηνε αδιάφορους τους μυθιστοριογράφους, αφού πέραν των άλλων το γεγονός υπερέβαινε κάθε φαντασία. Ενα βιβλίο όμως από τον μάστορα της κατασκοπικής λογοτεχνίας Τζον Λε Καρέ (φωτογραφία) σχετικά με το θέμα είναι επόμενο να προκαλεί τεράστιο ενδιαφέρον. Ο Ψυχρός Πόλεμος τελείωσε, η σχετική ορολογία επίσης, και τον διαδέχθηκε η «εποχή της τρομοκρατίας» και ένα νέο ψυχρό λεξιλόγιο. Το 21ο μυθιστόρημα του Τζον Λε Καρέ έχει τίτλο «Α Μost Wanted Μan» («Ο υπ΄ αριθμόν 1 καταζητούμενος») και αναμένεται να κυκλοφορήσει στις 7 Οκτωβρίου. Η υπόθεσή του εκτυλίσσεται στο Αμβούργο, όπου αρκετοί από τους τρομοκράτες της 11ης Σεπτεμβρίου σχεδίασαν τις επιθέσεις τους. Πρωταγωνιστής του είναι κάποιος μυστηριώδης και αινιγματικός τύπος ονόματι Ισα, Τσετσένος κατά το ήμισυ.

Ο συγγραφέας δεν περιμένει να δεχθούν θερμά το βιβλίο του στις ΗΠΑ, όπως λένε τα διεθνή τηλεγραφήματα. «Δεν είμαι αντιαμερικανός» δήλωσε ο Λε Καρέ. «Αλλά βεβαίως είμαι εναντίον της καταστροφικής τριάδας Μπους - Τσένι - Ράμσφελντ των τελευταίων οκτώ ετών». Εχει ενδιαφέρον ακόμη και μία άλλη δήλωση του διάσημου μυθιστοριογράφου και πρώην κατασκόπου: «Δεν νοσταλγώ την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Νοσταλγώ, θαρρώ, την ελπίδα που υπήρχε κατά τη διάρκειά του, πως όταν τελείωνε θα επανασχεδιάζαμε τον κόσμο».

Thursday, September 25, 2008

Στον Ρόντερικ Μπίτον το βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης του ΕΙΠ

Στον Ρόντερικ Μπίτον για τη μετάφρασή του στο έργο «Levant Journal» που περιλαμβάνει κείμενα του Γιώργου Σεφέρη, απονέμεται το Bραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού που από το 2001 έχει θεσπίσει το Ίδρυμα στη Μεγάλη Βρετανία για τη λογοτεχνική μετάφραση από τα ελληνικά στα αγγλικά.

Το βραβείο απονέμεται κάθε τρία χρόνια και είναι ανοικτό σε συμμετοχές απ' όλο τον αγγλόφωνο κόσμο. Φέτος, η κριτική επιτροπή αποτελούμενη από τους νεοελληνιστές καθηγητές Ντέιβιντ Ρικς (King's College), Δημήτρη Παπανικολάου (Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης) και τον ποιητή-μεταφραστή Χάρη Βλαβιανό αποφάσισε να απονείμει το βραβείο στον Ρόντερικ Μπίτον, καθηγητή της Νεώτερης και Βυζαντινής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας, κάτοχο της έδρας Κοραή στο King's College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.

Η απονομή του βραβείου θα γίνει στις 29 Σεπτεμβρίου 2008, στο Queen Elizabeth Hall (South Bank Centre), μαζί με αντίστοιχες διακρίσεις για έργα από τα αραβικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα ιταλικά και τα ισπανικά. Το βραβείο για τον Ρόντερικ Μπήτον θα απονείμει ο Σερ Πίτερ Στόθαρντ, αρχισυντάκτης του περιοδικού «Times Literary Supplement». Θα προηγηθούν αναγνώσεις από βραβευμένα έργα και θα ακολουθήσει ομιλία του συγγραφέα Λουί ντε Μπερνιέ με τίτλο «A Τale of Translation».

Το «Levant Journal» περιλαμβάνει κείμενα του Γιώργου Σεφέρη από τις «Μέρες 4» και «Μέρες 6» (1941-1944 και 1954-56). Πρόκειται για κείμενα του Έλληνα διπλωμάτη ο οποίος στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρισκόταν στην Αίγυπτο μαζί με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και αργότερα ως πρέσβης στο Λίβανο, τη Συρία, την Ιορδανία, το Ιράκ και τη Βρετανία. Για πρώτη φορά παρουσιάζονται στα αγγλικά επιλογές από περιοδικά που διατηρούσε από τα ταξίδια του στη Μέση Ανατολή. Με χαρακτηριστική ζωντάνια και περιεκτικότητα ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης σχολιάζει ταυτόχρονα ό, τι βλέπει και ό, τι απλώνεται πίσω από το ορατό, ενώ τα περιοδικά περιλαμβάνουν εξαίρετα περιηγητικά κομμάτια και σκέψεις για την ελληνιστική κληρονομιά της Εγγύς Ανατολής, τις άγιες θρησκευτικές πόλεις, την ιστορία των επιφανών Βρετανίδων ταξιδιωτών της περιοχής και την ταραχώδη πολιτική κατάσταση εκείνης της εποχής. Τα κείμενα κινούνται μεταξύ της ιδιωτικής και δημόσιας της ζωής και διεισδύουν στον κόσμο του ποιητή.

Το βιβλίο εκδόθηκε με τη συμβολή του υπουργείου Εξωτερικών και του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου.

www.kathimerini.gr με πληροφορίες από το ΑΠΕ-ΜΠΕ

Indignation by Philip Roth


Butchery of two kinds pervades Philip Roth's thrilling new novel. Gleaming in the foreground are the razor-sharp knives and meat cleavers of a kosher butcher's shop in 1950s New Jersey. Lethally flashing in the background are the bayonets of Chinese soldiers fighting US troops in Korea. Ribs and shanks of lamb, bloodied hunks of beef and the bodies of ritually slaughtered chickens dangle from hooks in the Newark neighbourhood store 12 miles north of New York. Hacked and sliced carcasses of conscripts strew the Far East battlefields.

Ominously situated between these two abattoir-like environments is Marcus Messner, a hard-working straight-A student who has entered college in downtown Newark (the city where Roth grew up) at about the same time US forces entered South Korea to help repel the invasion by north Koreans aided by Soviet and Chinese communists. Marcus isn't the only recent Roth protagonist to be menaced by an ugly turn in his country's history. Counter-culture anarchy during the Vietnam years, the McCarthy witch-hunts and 1990s PC punitiveness respectively jeopardised the heroes of American Pastoral (1997), I Married a Communist (1998) and The Human Stain (2000). The angry sympathy Roth brought to their predicaments is one of the factors that has made this late phase of his writing such a glowing Indian summer of achievement. Amid the remarkable sequence of novels he has published over the past decade or so, the one exception was last year's Exit Ghost, a disappointingly flaccid narrative about the frustrations of age. Now, he reasserts his fictional mastery with a fine taut narrative about the frustrations of youth.
High among these for Marcus is the increasingly unreasonable behaviour of his father. Although Marcus is a model son - studious, dutiful, a non-drinker and non-smoker who, when not immersed in college work, cheerfully puts in 60-hour weeks at the family's butcher shop - his parent becomes paranoiacally distrustful of him. Marcus is enraged to find himself suspected of hanging out in a pool hall, when he is innocently reading Gibbon in the library. Monitoring his every move, his father oppresses him with near-insane vigilance.
To elude it, he transfers to a college 500 miles away: Winesburg in the rural depths of Ohio (a fictitious locale Roth borrows from Sherwood Anderson's now little-read 1919 book of short stories, rather as his 2004 alternative history novel, The Plot Against America, made use of Sinclair Lewis's little-known 1935 fantasy, It Can't Happen Here). It's a move that widens scope not only for Marcus but Roth. The opening sections of Indignation draw on some of his longest persisting concerns: tensions between father and son (a theme whose autobiographical roots were enthrallingly explored in Patrimony, 1991), life among the hard-working, decently aspiring community of Jewish shopkeepers and salesmen in mid-20th-century Newark, a milieu that has been a continuingly enriching presence in his fiction. Marcus's misadventures at Winesburg enable Roth to return (in a novel that harks back to his own college years) to preoccupations largely dormant since his earliest books: adolescent turbulence, collisions between Wasp bigotry and upwardly mobile Jewishness in 1950s America.
Not that there's anything slackly repetitive about Indignation. Every part of it is dovetailed into a story of compelling economy. Where Roth's 2006 novella, Everyman, gave a contemporary twist to the medieval morality play, Indignation, behind its acute and sometimes scathingly funny scenes from the early 1950s, has the inexorable momentum of Greek tragedy.
Ill chance and cruel ironies entrap Marcus, whose fatal flaw is indignation (“the most beautiful word in the English language”, he feels). It's the quality, of course, that has fuelled most of Roth's best work. His fiction's distinctive energy is combative. His characters typically rebel against injustice and hypocrisy. Heated debate and pugnacious tirades pepper his pages. Outrage can seem his default mode. Here, he depicts what happens to a young man of awkwardly outspoken integrity entangled in infuriating circumstances. Elm-shaded and ivy-clad, the Winesburg campus looks idyllic. Graceful old gas-lamps, discreetly electrified, line the brick walkways crossing its green quadrangles. Its ethos is matchingly steeped in mellow tradition.
Gradually, though, things slip awry for Marcus. Determined that nothing should endanger his studies (or his life: dismissal from college means conscription to the killing-grounds of Korea), he twice changes accommodation to escape disruptive room-mates. A summons from the dean to explain this restiveness leads into a superb set-piece scene. As Dean Caudwell, a former athletics star, interrogates Marcus, animosity kindles. Furious at what seems another version of the unjust accusation he had from his father, Marcus also detects anti-semitism in Caudwell's condescending tones. Goaded by it, he protests against the compulsory chapel attendance demanded by the college - not because he is a Jew but because he is an atheist. The ensuing clash is vintage Roth: a riveting duel between patronising smugness and a clever young mind tactlessly exasperated by its opponent's suave shoddinesses of argument.
Self-regarding obtuseness and conservatism aren't the only irritants Marcus encounters at Winesburg. Beneath its overlay of picturesque propriety, repressions seethe. Contact with two manifestations of this - a maladjusted gay student and a glamorous sophomore with a wrist scarred from a suicide bid - tightens the chain of unlucky accidents tugging him towards catastrophe. When suppressed sex erupts into a panty raid on the women's dormitories that escalates out of control, Marcus, though blameless, suffers drastic repercussions.
By this point, the reader is likely to be quivering with indignation, too: at the maltreatment of an admirable young man for refusing to acquiesce in insincerity, at the bigotry and snobbery prevailing around him, and at a monstrous overseas conflict with a grim death toll (parallels with Iraq are apparent but never crudely explicit).
At the end of this story, with its potent blend of sharp-eyed nostalgia, biting cogency and engrossing social, psychological and moral complexity, Marcus completes his education by learning the lesson his uneducated father was struggling, in his frenzied flailing way, to teach him back in Newark: in life “the tiniest misstep can have tragic consequences”. It's a lesson Aeschylus and Sophocles gave voice to, thousands of years ago. As grippingly streamlined as Greek drama, Roth's mid-20th-century tale of nemesis transmits it again, brilliantly renewed with all the intellectual and imaginative force of a great novelist writing at the height of his powers.

Indignation by Philip Roth
Cape £16.99 pp233

Related Links