Μια συζήτηση για τη σημερινή θέση της ποίησης, που δημοσιεύτηκε στο προτελευταίο τεύχος του περιοδικού «Κ(ριτική)» (Δεκ. 2007), ένα ολοσέλιδο ρεπορτάζ για την επιστροφή της ποίησης («Καθημερινή», 6.4.2008) και μια είδηση για την παρεμβολή, με την πρωτοβουλία της Εταιρείας Συγγραφέων, σύντομων ποιημάτων στο πρόγραμμα δύο ιδιωτικών ραδιοσταθμών («Ελευθεροτυπία», 20.6.2008) ήταν μερικά από τα πρόσφατα ερεθίσματα, που συνεκμαίευσαν τη σημερινή φιλολογική μου παρέμβαση. Σ' αυτά ας προστεθεί και η επικαιρότητα της φετινής Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης και η σχετική μ' αυτήν απόφση για την αναγραφή σύντομων ποιημάτων στα λεωφορεία και τα τρόλεϊ.
Μια κοπερνίκεια τροπή στο περιεχόμενο της έννοιας «ποίηση» είχε σημειωθεί στα 1800, το συμβατικό έτος γέννησης του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού: «Ποίηση», αποφαινόταν ο W. Wordsworth στον Πρόλογο στις «Λυρικές μπαλάντες» του, «είναι το αυθόρμητο ξεχείλισμα δυνατών αισθημάτων» -και με τον ορισμό αυτό περιόριζε την ποίηση σ' αυτό που επικράτησε να λέμε «λυρική ποίηση», δηλαδή εκείνο ακριβώς το ποιητικό είδος, που δεν είχε βρει τη θέση του στην «Ποιητική» του Αριστοτέλη.
Αυτήν την (περι)ορισμένη «λυρική ποίηση» θα εγκαθιδρύσει εντούτοις ο αριστοτελικός Hegel στην «Αισθητική» του (1817-1829· α' έκδ.: 1835-38) ως το τρίτο μετά το δράμα και το έπος ποιητικό είδος, θεσμοθετώντας τον υποκειμενικό της χαρακτήρα: «Στο Λυρικό είναι το υποκείμενο που εκφράζεται».
Ωστόσο, το υπαρξιακό πρόβλημα της -λυρικής- ποίησης είχε ήδη τεθεί, την ίδια ακριβώς εποχή με τον Wordsworth και μέσα στο ίδιο μ' αυτόν πνεύμα ελπίδας και απογοήτευσης που είχε εξαπολύσει η ναπολεόντεια εκτροπή της Γαλλικής Επανάστασης, από τον τραγικό ουραγό του γερμανικού Κλασικισμού Fr. Hoelderlin στην ελεγεία του «Αρτος και οίνος»: «Και προς τι οι ποιητές σε μίζερο καιρό;».
Αλλά ήδη στα 1821 ο επαναστατημένος ρομαντικός Ρ.Β. Shelley ξιφουλκούσε με μιαν «Υπεράσπιση της ποίησης» (δημοσ.: 1840) εναντίον του σατιρικού αρνητή της Τ.L. Peacock («Τέσσερεις εποχές της ποίησης», 1820), ευαγγελιζόμενος, όπως και ο Hoelderlin και οι Γερμανοί ιδεαλιστές δάσκαλοί του, μιαν ηθική λύτρωση της ανθρωπότητας από τους ποιητές-ιερείς της.
Εκατόν σαράντα χρόνια αργότερα ο Γ. Σεφέρης θα δανειστεί από τον Hoelderlin τους στίχους του για το υπαρξιακό πρόβλημα της ποίησης (μότο στο «Ημερολόγιο Καταστρώματος Α'», 1940: «Κ' οι ποιητές τι χρειάζουνται σ' ένα μικρόψυχο καιρό;»), για να εκφράσει τη δική του αγωνία μπροστά στα προμηνύματα της καταστροφής του Β' Μεγάλου Πολέμου.
Πολλά χρόνια αργότερα (1967), αφού η τρομερή αυτή καταστροφή είχε αφήσει τα ανεξίτηλα ίχνη της πάνω στο σώμα της «φυλής» του, ο ιδιοφυής Γερμανοεβραίος Τ. Adorno θα θέσει το αγωνιώδες ερώτημα, αν «είναι δυνατό να γράφονται ποιήματα μετά το Αουσβιτς».
Ποιήματα εξακολουθούν βέβαια να γράφονται και «μετά το Αουσβιτς», αφού η τέχνη είχε υπάρξει και μέσα στο Αουσβιτς. Και σήμερα ακόμα η όποια ποίηση διασώζεται εν μέρει εκτός από το έντυπο, βιβλίο και περιοδικό, και στο λαϊκό και στο έντεχνο τραγούδι και στο Διαδίκτυο. Το ερώτημα λοιπόν για τον ενδεχόμενο θάνατο της ποίησης πρέπει να τεθεί πάνω σε μια πολύ πιο διαφορετική και πολύ πιο διευρυμένη βάση: Η ποίηση «απειλείται» πράγματι από τον μεγάλο λογοτεχνικό της αντίζηλο, το μυθιστόρημα, που είχε βρει την επίσημη αναγνώρισή του για πρώτη φορά στην «Αισθητική» του Hegel. Η «απειλή» όμως αυτή δεν είναι αισθητικής φύσεως και δεν οφείλεται στην «πρόζα των πραγματικών συνθηκών της εποχής μας», όπως αποφαινόταν ο Hegel -είναι καθαρά εμπορική, όπως μπορεί να καταδείξει και μια πρόχειρη «βιβλιογραφική» καταγραφή της παραγωγής και της κατανάλωσης της πρώτης και του δευτέρου. Εδώ πρέπει να βρίσκεται η πηγή και η αιτία μιας ενδεχόμενης κρίσης και φθοράς της ποίησης:
Η προϊούσα εμπορευματοποίηση της λογοτεχνίας και, γενικότερα, της τέχνης, η «βιομηχανία του πολιτισμού» («Kulturindustrie») όπως την ονόμασε ο Adorno, προϋποθέτει και συνεπάγεται μια γενική πτώση του μορφωτικού επιπέδου και της καλλιέργειας του καταναλωτικού της κοινού και συνεπόμενα και την αισθητική-ποιοτική υποβάθμιση και τον εκχυδαϊσμό του ίδιου του ποιητικού, λογοτεχνικού, καλλιτεχνικού και, γενικότερα, πολιτιστικού προϊόντος. *
Μια κοπερνίκεια τροπή στο περιεχόμενο της έννοιας «ποίηση» είχε σημειωθεί στα 1800, το συμβατικό έτος γέννησης του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού: «Ποίηση», αποφαινόταν ο W. Wordsworth στον Πρόλογο στις «Λυρικές μπαλάντες» του, «είναι το αυθόρμητο ξεχείλισμα δυνατών αισθημάτων» -και με τον ορισμό αυτό περιόριζε την ποίηση σ' αυτό που επικράτησε να λέμε «λυρική ποίηση», δηλαδή εκείνο ακριβώς το ποιητικό είδος, που δεν είχε βρει τη θέση του στην «Ποιητική» του Αριστοτέλη.
Αυτήν την (περι)ορισμένη «λυρική ποίηση» θα εγκαθιδρύσει εντούτοις ο αριστοτελικός Hegel στην «Αισθητική» του (1817-1829· α' έκδ.: 1835-38) ως το τρίτο μετά το δράμα και το έπος ποιητικό είδος, θεσμοθετώντας τον υποκειμενικό της χαρακτήρα: «Στο Λυρικό είναι το υποκείμενο που εκφράζεται».
Ωστόσο, το υπαρξιακό πρόβλημα της -λυρικής- ποίησης είχε ήδη τεθεί, την ίδια ακριβώς εποχή με τον Wordsworth και μέσα στο ίδιο μ' αυτόν πνεύμα ελπίδας και απογοήτευσης που είχε εξαπολύσει η ναπολεόντεια εκτροπή της Γαλλικής Επανάστασης, από τον τραγικό ουραγό του γερμανικού Κλασικισμού Fr. Hoelderlin στην ελεγεία του «Αρτος και οίνος»: «Και προς τι οι ποιητές σε μίζερο καιρό;».
Αλλά ήδη στα 1821 ο επαναστατημένος ρομαντικός Ρ.Β. Shelley ξιφουλκούσε με μιαν «Υπεράσπιση της ποίησης» (δημοσ.: 1840) εναντίον του σατιρικού αρνητή της Τ.L. Peacock («Τέσσερεις εποχές της ποίησης», 1820), ευαγγελιζόμενος, όπως και ο Hoelderlin και οι Γερμανοί ιδεαλιστές δάσκαλοί του, μιαν ηθική λύτρωση της ανθρωπότητας από τους ποιητές-ιερείς της.
Εκατόν σαράντα χρόνια αργότερα ο Γ. Σεφέρης θα δανειστεί από τον Hoelderlin τους στίχους του για το υπαρξιακό πρόβλημα της ποίησης (μότο στο «Ημερολόγιο Καταστρώματος Α'», 1940: «Κ' οι ποιητές τι χρειάζουνται σ' ένα μικρόψυχο καιρό;»), για να εκφράσει τη δική του αγωνία μπροστά στα προμηνύματα της καταστροφής του Β' Μεγάλου Πολέμου.
Πολλά χρόνια αργότερα (1967), αφού η τρομερή αυτή καταστροφή είχε αφήσει τα ανεξίτηλα ίχνη της πάνω στο σώμα της «φυλής» του, ο ιδιοφυής Γερμανοεβραίος Τ. Adorno θα θέσει το αγωνιώδες ερώτημα, αν «είναι δυνατό να γράφονται ποιήματα μετά το Αουσβιτς».
Ποιήματα εξακολουθούν βέβαια να γράφονται και «μετά το Αουσβιτς», αφού η τέχνη είχε υπάρξει και μέσα στο Αουσβιτς. Και σήμερα ακόμα η όποια ποίηση διασώζεται εν μέρει εκτός από το έντυπο, βιβλίο και περιοδικό, και στο λαϊκό και στο έντεχνο τραγούδι και στο Διαδίκτυο. Το ερώτημα λοιπόν για τον ενδεχόμενο θάνατο της ποίησης πρέπει να τεθεί πάνω σε μια πολύ πιο διαφορετική και πολύ πιο διευρυμένη βάση: Η ποίηση «απειλείται» πράγματι από τον μεγάλο λογοτεχνικό της αντίζηλο, το μυθιστόρημα, που είχε βρει την επίσημη αναγνώρισή του για πρώτη φορά στην «Αισθητική» του Hegel. Η «απειλή» όμως αυτή δεν είναι αισθητικής φύσεως και δεν οφείλεται στην «πρόζα των πραγματικών συνθηκών της εποχής μας», όπως αποφαινόταν ο Hegel -είναι καθαρά εμπορική, όπως μπορεί να καταδείξει και μια πρόχειρη «βιβλιογραφική» καταγραφή της παραγωγής και της κατανάλωσης της πρώτης και του δευτέρου. Εδώ πρέπει να βρίσκεται η πηγή και η αιτία μιας ενδεχόμενης κρίσης και φθοράς της ποίησης:
Η προϊούσα εμπορευματοποίηση της λογοτεχνίας και, γενικότερα, της τέχνης, η «βιομηχανία του πολιτισμού» («Kulturindustrie») όπως την ονόμασε ο Adorno, προϋποθέτει και συνεπάγεται μια γενική πτώση του μορφωτικού επιπέδου και της καλλιέργειας του καταναλωτικού της κοινού και συνεπόμενα και την αισθητική-ποιοτική υποβάθμιση και τον εκχυδαϊσμό του ίδιου του ποιητικού, λογοτεχνικού, καλλιτεχνικού και, γενικότερα, πολιτιστικού προϊόντος. *
No comments:
Post a Comment