Saturday, September 13, 2008

5 χρόνια από τον θάνατο του Ηλία Πετρόπουλου


Διαχρονικά. Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ

«Δεν πιστεύω σε τίποτα το δοτό, ό,τι κι αν είναι αυτό»
Σαν σήμερα, πριν από 5 χρόνια, στις 13 Σεπτεμβρίου 2003, σε μια τελετή με λίγους φίλους, σκορπιζόταν σ' έναν υπόνομο του Παρισιού η τέφρα του συγγραφέα Ηλία Πετρόπουλου, όπως το είχε ζητήσει ο ίδιος. Είχε πεθάνει δέκα ημέρες πριν, στα 75 του χρόνια από καρκίνο. (Αποφεύγω στην περίπτωσή του τα ανώδυνα «έφυγε» και «επάρατη νόσος», επειδή ο ίδιος δεν φοβόταν τις λέξεις -«Πες, βρε παιδί μου, πέθανε ο τάδε ποιητής από καρκίνο, πες πως πέθανε ο άνθρωπος, πες το σταράτα», είχε πει σε συνέντευξή του.)

Πέθανε λοιπόν από καρκίνο στο Παρίσι, όπου είχε επιλέξει να ζει τα τελευταία 29 χρόνια, με τη σύζυγο και συμπαραστάτη του Μαίρη Κουκουλέ (ερευνήτρια - δημιουργός, μεταξύ άλλων, της «Νεοελληνικής Αθυροστομίας»), από τότε (1974) που έφυγε από την Ελλάδα.

Δεν είναι βέβαιο ότι είχε ρίξει από την αρχή μαύρη πέτρα. Η απόφαση πάρθηκε συν τω χρόνω, καθώς αποκοβόταν όλο και περισσότερο. Προτίμησε να ζει και να δουλεύει σ' έναν ξένο τόπο, στον δικό του κόσμο, τον μικρόκοσμο των απόβλητων, των αιρετικών, των αντιεξουσιαστών, αυτών που δεν βολεύονταν με «τάξεις» -όπως κι ο ίδιος άλλωστε.
Τα βιβλία του: «Ρεμπέτικα τραγούδια», «Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη», «Καλιαρντά», «Μπουρδέλο», «Σώμα» και άλλα, μεταξύ των οποίων και σειρά άρθρων του που δημοσιεύθηκαν στην καθημερινή και στην κυριακάτικη «Ε» (τα περισσότερα από τις εκδόσεις «Νεφέλη»), του προσπόρισαν φήμη αλλά και διώξεις -ενάμιση χρόνο φυλακή που εξέτισε.

Να δώσω ένα σύντομο πορτρέτο του, με ψήγματα από μια συνέντευξη που του είχα πάρει στο σπίτι του στο Παρίσι και δημοσιεύθηκε στις 5 Ιουλίου 1987 στην «Κυριακάτικη Ε», με τίτλο «Είμαι με τον διάβολο».

«Είμαι πορνογράφος»

Γιατί δεν ήθελε να επιστρέψει στην Ελλάδα:

«Γιατί δεν έχω καμιά διάθεση να ξαναπέσω σε κραδασμούς. Εδώ δουλεύω ήσυχα. Δουλεύω 365 μέρες τον χρόνο και δεν μου φτάνουν. Δεν μ' ενδιαφέρει να γυρίσω. Το κλίμα το πνευματικό δεν είναι καθόλου καλό».

Και το αιτιολογεί:

«Τότε, ιδιαίτερα από το 1955 ώς το 1965, ζήσαμε μια αναγέννηση -πνευματική και καλλιτεχνική. Πού είναι οι διάδοχοι του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι, του Σαββόπουλου, του Ταχτσή, του Βασιλικού, του Μυταρά, του Φασιανού, του Τσόκλη -για να αναφέρω μερικούς. Δεν έχει σημασία αν μας αρέσουν ή όχι. Σημασία έχει ότι όλοι αυτοί εμφανίστηκαν σαν μια λάβα ενός ηφαιστείου. Τι υπάρχει σήμερα; Μια αρνητική στάση των νέων απέναντί τους».
Του επισημαίνω ότι αν δικαζόταν σήμερα για τα βιβλία του, θα αθωωνόταν.

«Πιθανόν. Αλλά τότε το κατηγορητήριο είχε μια βάση πολιτική. Στην περίπτωση των "Ρεμπέτικων", π.χ. το κατηγορητήριο μιλούσε για εξύβριση των σωμάτων ασφαλείας, του κράτους, της θρησκείας, για έλλειψη σφραγίδων της λογοκρισίας. Στην ακροαματική διαδικασία το δικαστήριο, εγκαταλείποντας όλο το κατηγορητήριο, με δικάζει ως πορνογράφο. Καταλαβαίνετε το μέγεθος της ατιμίας; Ε, λοιπόν, 20 χρόνια μετά, εγώ σας λέω ότι είμαι πολύ περήφανος που καταδικάστηκα ως πορνογράφος».
Και να γιατί:

«Για να το πω πιο απλά, πιο επιγραμματικά, η μόνη επαναστατικότητα που υπάρχει σήμερα στην ανθρωπότητα είναι η ερωτική. Ολες οι άλλες πήγαν περίπατο. Μπορεί να είσαι επαναστάτης όντας πορνογράφος. Και δεν είναι τυχαίο ότι όλους, εκτός από τους τρομοκράτες, τους χαϊδεύει η μπουρζουαζία, ποτέ όμως τους πορνογράφους. Γι' αυτούς υπάρχει η φυλακή, ή τουλάχιστον το φτύσιμο εκ μέρους της κοινωνίας. (...) Δηλαδή, τι τα θέλετε; Είμαι με τον διάβολο. Σε καμιά περίπτωση με τον Θεό. Ο Θεός είναι κυβέρνηση. Αν βρίσκω κάτι συμπαθητικό είναι ο διάβολος, ποτέ ο Θεός».

«Αναρχικοί οι παρέες μου»

Στη συνέχεια εξηγεί γιατί έχει αυτή την αρνητική εικόνα για την Ελλάδα:

«Κοιτάξτε, είμαι αθεϊστής, είμαι πορνογράφος, είμαι λιμπερτέν, είμαι αναρχικός κι αντιλαμβάνεστε ότι όλα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα τα βλέπω μ' ένα ειρωνικό μάτι».

Σε διαβάσματα λέει ότι αναλώνει τον περισσότερο χρόνο του:

«Διάβασμα είναι η δουλειά. Ενα λεξικό το διαβάζω σαν μυθιστόρημα. Δύο και τρεις φορές, ξανά κα ξανά, μεθοδικά και αποδελτιώνω».
Ρωτάω ποιες είναι οι παρέες του.

«Κάνω παρέα με πολλών ειδών ανθρώπους: Αμερικανούς, Γάλλους κι αναρχικούς. (...) Γενικά κάνω παρέα με ανθρώπους που με σπρώχνουν στην καταστροφή».

Αυτό πάλι...

«Αμα κάνεις παρέα με αναρχικούς, κατά κανόνα καταδικάζεσαι διά της σιωπής, αλλά αυτές είναι οι παρέες μου».

Η συνέντευξη (που έπιασε μιάμιση σελίδα) τελείωσε με την απάντησή του στο ερώτημα ποια είναι συνοπτικά η φιλοσοφία, η βιοθεωρία, το πιστεύω του:

«Δεν πιστεύω σε τίποτα το δοτό, ό,τι κι αν είναι αυτό: κόμμα, εκκλησία, στρατός. Θέλω να ερευνήσω, να βρω τη δική μου αλήθεια».*


Ετσι & Αλλιώς

Εκτιμώ ότι, επειδή δεν χώρεσε παραδίπλα, οφείλω να αναφερθώ σε μια κατηγορία που έχει εκτοξευθεί κατά του Πετρόπουλου. Κατηγορείται λοιπόν ότι εκμεταλλεύτηκε τους ρεμπέτες, τους πήρε αντικείμενα και αρχεία, που αφού αξιοποίησε για λογαριασμό του, τα πούλησε στο εξωτερικό. Η αλήθεια είναι ότι όλα (ανάμεσά τους κι ένα μπαγλαμαδάκι που του είχε χαρίσει ο Τσιτσάνης) τα παρέδωσε, μαζί με το προσωπικό του αρχείο, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. «Υποχρέωση του λαογράφου είναι βασικά η συγκέντρωση υλικού. Το υλικό! Στη λαογραφία το στέρεο μέρος είναι το υλικό, ποτέ η θεωρία. Η θεωρία θα πεθάνει. Σε δύο χρόνια ή σε εξήντα δύο θα πεθάνει. Το υλικό δεν πεθαίνει ποτέ», αναφέρει στο επιβλητικό αφιέρωμα που του έκανε το περιοδικό «Μανδραγόρας» (Οκτώβριος 1997 - Απρίλιος 1998.)

No comments: