Wednesday, September 10, 2008

Τζον Γκρίσαμ: μια «μηχανή» μπεστ σέλερ

Της ΒΙΚΗΣ ΤΣΙΩΡΟΥ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 10/09/2008

Έκανε την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία σε ηλικία 35 ετών χωρίς να επενδύσει σοβαρά σε αυτή τη φιλοδοξία του. Εκείνη την εποχή εργαζόταν 70 ώρες την εβδομάδα ως δικηγόρος χωρίς να έχει πολλά περιθώρια για άλλες ασχολίες. Ωστόσο, μια υπόθεση που παρακολουθούσε στο δικαστήριο τον άγγιξε τόσο βαθιά ώστε, για να την εξορκίσει, αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο με αφετηρία αυτή τη δίκη, κάτι που του άλλαξε ριζικά τη ζωή.

Επρόκειτο για την κατάθεση ενώπιον του δικαστηρίου ενός κοριτσιού που είχε βιαστεί με άγριο τρόπο, ενώ στο ακροατήριο ο πατέρας της συγκλονισμένος παρακολουθούσε την εξέλιξη της διαδικασίας. Τότε ήταν που ο Γκρίσαμ αναρωτήθηκε: «Τι θα γινόταν αν ο πατέρας του κοριτσιού έπαιρνε τον νόμο στα χέρια του και σκότωνε τον βιαστή;» «Θα καταδικαζόταν άραγε ως δολοφόνος;» Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δόθηκε με το πρώτο μυθιστόρημά του «Ώρα για έγκλημα». Αν και πολλοί ομολογούν σήμερα πως πρόκειται για το καλύτερο μυθιστόρημα της καριέρας του, όταν είχε δημοσιευθεί, είχε περάσει εντελώς απαρατήρητο. Κανείς δεν μπορούσε να σκεφτεί, τότε, πως ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου θα γινόταν ένας από μεγαλύτερους συγγραφείς μπεστ σέλερ όλων των εποχών.

Δύο χρόνια αργότερα, τα πράγματα εξελίχθηκαν ραγδαία για τον Γκρίσαμ. Αν και δεν είχε στείλει σε κανέναν εκδότη το χειρόγραφο του δεύτερου μυθιστορήματός του, κάποιος με περίεργο τρόπο το προώθησε σε έναν παραγωγό του Χόλιγουντ, ο οποίος αναγνώρισε τις ικανότητες του συγγραφέα και την αξία του έργου και του προσέφερε 600.000 δολάρια για τα κινηματογραφικά δικαιώματα του βιβλίου. Όταν η είδηση έφτασε στα εκδοτικά κυκλώματα, ο Γκρίσαμ βρέθηκε ξαφνικά με προτάσεις μεγάλων εκδοτικών οίκων που του πρόσφεραν τεράστια ποσά προκειμένου να εξασφαλίσουν τα πνευματικά δικαιώματα. Το δεύτερο εκείνο μυθιστόρημα θεωρήθηκε «mega best seller». Από τότε, δηλαδή από το 1991 έως σήμερα, όλα τα βιβλία του Γκρίσαμ γνώρισαν μια εκπληκτική πορεία πωλήσεων, της τάξης των δέκα εκατομμυρίων αντιτύπων ανά βιβλίο, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη, κίνητρο ασφαλώς που τον ώθησε να γράφει ένα περίπου βιβλίο κάθε χρόνο. Πολλά από αυτά μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο από σπουδαίους σκηνοθέτες, όπως ο Σίντνεϊ Πόλακ, ο Αλαν Πακούλα ή ο Κόπολα.

Παρά την τεράστια επιτυχία του στο κοινό, οι κριτικοί δεν τον εκτιμούν ιδιαίτερα, αλλά αυτό δεν τον επηρεάζει καθόλου, όπως έχει πει. Αλλωστε και ο ίδιος δεν ισχυρίστηκε ποτέ πως τα βιβλία του ανήκουν στην κατηγορία της σοβαρής λογοτεχνίας. Δεν θεωρεί τον εαυτό του λογοτέχνη, αλλά έναν «ποιοτικό διασκεδαστή». «Ενα λευκό παιδί, ταπεινής καταγωγής, μεγαλωμένο στον Νότο των ΗΠΑ, με το κεφάλι γεμάτο όνειρα, που το μόνο που το ενδιέφερε ήταν να μπορέσει να γράψει τις ιστορίες που είχε στο μυαλό του». Στο περιοδικό της εφημερίδας «Ελ Παΐς» μιλά για τη ζωή του, τον τρόπο εργασίας του και δίνει τη συνταγή για τη δημιουργία μπεστ σέλερ.
  • Το τελευταίο του βιβλίο, «Το κάλεσμα», έχει μια ιδιαιτερότητα: αναφέρεται αρκετά στην πολιτική, στοιχείο που δεν συμπεριλαμβάνει συνήθως στη «συνταγή» του:
«Είναι το πιο πολιτικό βιβλίο που έχω γράψει και θεωρώ πως με αυτό παίρνω ένα σημαντικό ρίσκο. Πρόκειται για ένα θέμα που δεν έχει μέχρι τώρα προβληθεί αρκετά: τις αρχαιρεσίες δικαστικών στις ΗΠΑ, μια σημαντική υπόθεση στη χώρα μου. Αυτού του είδους οι αρχαιρεσίες λαμβάνουν χώρα κάθε δύο χρόνια και υπόκεινται σε κάθε είδους χειραγωγήσεις από πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις. Το φαινόμενο έχει οξυνθεί τα τελευταία χρόνια. Κάθε φορά παρατηρείται όλο και περισσότερη διαφθορά. Η υπόθεση του βιβλίου εκτυλίσσεται στο Μισισιπί όπου μεγάλωσα και όπου μέχρι πριν από αρκετά χρόνια είχα ένα σημαντικό ρόλο στην πολιτική σκηνή της περιοχής. Γνωρίζω λοιπόν από πρώτο χέρι τι συμβαίνει».
  • Ωστόσο δεν φαίνεται διατεθειμένος να προχωρήσει σε βάθος πάνω σε τέτοιου είδους θέματα:
«Όταν έχεις αφιερωθεί στη λαϊκή κουλτούρα, δεν μπορείς να επιβάλεις τις πολιτικές σου απόψεις στους αναγνώστες σου. Είναι καλό να έχεις άποψη για κάποια θέματα αλλά δεν πρέπει να επιμένεις πολύ. Στο βιβλίο που γράφω τώρα δεν υπάρχει τίποτε από αυτά, δεν υπάρχουν κοινωνικές ανησυχίες, δεν αναφέρομαι στην πολιτική. Υπάρχει μόνο σασπένς».
  • Ποια είναι η διαδικασία για τη δημιουργία ενός μυθιστορήματός σας;
«Συνεχώς βρίσκομαι στην αναζήτηση ιδεών. Δεν δουλεύω ποτέ πάνω σε ένα μόνο βιβλίο, αλλά σε πολλά συγχρόνως. Εκτός από το μυθιστόρημα που γράφω σε μια δεδομένη στιγμή, παίρνουν μορφή στο μυαλό μου και τα δύο επόμενα έτσι ώστε η διαδικασία της δημιουργίας ενός βιβλίου να αρχίζει πολύ πριν από τη στιγμή που κάθομαι να το γράψω. Πριν γράψω την πρώτη λέξη ξέρω πολύ καλά όλα όσα θα συμβούν. Μετά έρχεται μια περίοδος που μπορεί να κρατήσει μήνες, στη διάρκεια της οποίας αφιερώνομαι στην αναζήτηση στοιχείων πάνω στο θέμα, μέχρι που φτάνει η στιγμή της συγγραφής του μυθιστορήματος, η οποία διαρκεί τέσσερις με έξι μήνες.
Χρονικά το πλάνο είναι πάντα το ίδιο και ακολουθεί τις εποχές του χρόνου: στα τέλη της άνοιξης έχω μια αρκετά σαφή ιδέα για το πώς θα είναι η νέα μου υπόθεση και τότε αρχίζω να γράφω, στην αρχή λίγο, μια σελίδα την ημέρα, καμιά φορά δύο. Στη συνέχεια επιταχύνεται ο ρυθμός, μέχρι που φτάνω τις τρεις ή τέσσερις την ημέρα. Οταν φτάνει το καλοκαίρι, δουλεύω σαν τρελός. Διατηρώ αυτόν τον ρυθμό για όλο τον Αύγουστο μέχρι να τελειώσω το βιβλίο. Στα μέσα του Σεπτέμβρη ολοκληρώνω το βιβλίο. Το καθαρογράφω και το αφήνω στην άκρη, ενώ πριν το στείλω στο τυπογραφείο, στις αρχές του Δεκέμβρη, το ξαναδιαβάζω και πάλι. Στις 27 Ιανουαρίου βρίσκεται σε όλα τα βιβλιοπωλεία της χώρας και την ίδια μέρα γευματίζω με τον εκδότη και τον ατζέντη μου για να ορίσουμε την ημερομηνία του επόμενου βιβλίου μου, που σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου θα βγει τον Φεβρουάριο του 2010. Είναι μια ιεροτελεστία που δεν αλλάζει με τίποτε».
  • Ποια είναι η καθημερινότητά σας;
«Σηκώνομαι πολύ νωρίς, στις έξι το πρωί. Πίνω ένα μεγάλο φλιτζάνι καφέ και κλείνομαι στο γραφείο μου. Ζω στην εξοχή, 15 μίλια νότια της Charlottesville, και στον χώρο όπου εργάζομαι δεν έχω ούτε τηλέφωνο ούτε φαξ ούτε Ίντερνετ... Πλήρης ησυχία. Στις επτά το πρωί έχω ήδη αρχίσει να γράφω. Με τα χρόνια έμαθα πως αποδίδω καλύτερα μεταξύ επτά και δέκα το πρωί. Αυτές είναι για μένα οι πιο αποδοτικές ώρες της ημέρας. Μετά τις δέκα η συγκέντρωσή μου αρχίζει να διασπάται, στις έντεκα δεν έχω ενέργεια. Είναι σπανιότατο να συνεχίσω να γράφω μέχρι τις δώδεκα το μεσημέρι. Μπορεί σε κάποιους να μη φαίνεται πολλή δουλειά αλλά όταν δουλεύεις με ένταση χωρίς διάλειμμα είναι κουραστικό. Μετά από μια τέτοια ημέρα αισθάνομαι εξουθενωμένος σωματικά και πνευματικά. Έτσι, όταν τελειώνω την ημέρα μου, πηγαίνω με το αυτοκίνητό μου στην Charlottesville, γευματίζω σε κάποιο εστιατόριο και από εκεί οργανώνω τις δραστηριότητές μου: καθορίζω τις συνεντεύξεις μου, τα ραντεβού μου, ασχολούμαι με την αλληλογραφία μου και τηλεφωνώ στη Νέα Υόρκη. Μετά πηγαίνω σπίτι, αθλούμαι, σηκώνω βάρη, τρέχω, κολυμπώ, παίζω σκουός για μια ώρα περίπου. Τον υπόλοιπο χρόνο μου τον αφιερώνω στην οικογένειά μου».
  • Δεν παίρνετε ποτέ ανάσα; Δεν αισθάνεστε πιεσμένος;
«Δεν μου επιτρέπω να σταματήσω. Στη δουλειά του διασκεδαστή και στον κόσμο της λαϊκής κουλτούρας όλα προχωρούν σε κύκλους, είτε πρόκειται για κινηματογράφο είτε για μουσική είτε για αθλήματα. Είναι κύκλοι αρκετά ανοικτοί αλλά δεν ξέρεις για πόσο θα κρατήσουν. Αυτό είναι εντελώς σίγουρο όσον αφορά τη λογοτεχνία. Δεν αισθάνομαι πιεσμένος. Κανείς δεν με υποχρεώνει να γράφω ένα βιβλίο τον χρόνο. Έχω ένα συμβόλαιο που με υποχρεώνει να γράψω δύο ή τρία βιβλία νομίζω στα επόμενα πέντε χρόνια και δεν χρειάζεται να εργάζομαι με τον ρυθμό που το κάνω, αλλά είναι κάτι που εγώ επιβάλλω στον εαυτό μου για τρεις λόγους: αν δεν έγραφα δεν θα ήξερα τι να κάνω στον ελεύθερο χρόνο μου, επιπλέον διασκεδάζω πολύ γράφοντας και, τέλος, τα βιβλία μου είναι πολύ αγαπητά. Αν πάψουν να ισχύουν αυτά, θα σταματήσω να γράφω».
  • Πόσα εκατομμύρια αντίτυπα υπολογίζετε πως έχετε πουλήσει στη ζωή σας;
«Σύμφωνα με τα νέα στοιχεία των εκδοτών μου, πάνω από 250 εκατομμύρια σε 46 γλώσσες».
  • Πώς αισθάνεστε που έχετε τόσους αναγνώστες ανά τον κόσμο;
«Μου φαίνεται απίστευτο πως το βιβλίο που έγραψα μόνος μου στο γραφείο μου διαβάζεται από εκατομμύρια ανθρώπους όλων των ηλικιών σε πέντε ηπείρους. Αισθάνομαι τους αναγνώστες μου δίπλα μου. Αυτοί είναι η αιτία όλων όσων κάνω. Μου είναι απόλυτα αφοσιωμένοι, αν και κατά κάποιον τρόπο υποχωρώ στις απαιτήσεις τους. Οι "φαν" μου γνωρίζουν πολύ καλά την ημερομηνία έκδοσης των βιβλίων μου και περιμένουν υπομονετικά την ημέρα αυτή. Δεν μπορώ να αλλάξω τα σχέδιά μου. Ορισμένες φορές θέλω να δοκιμάσω να γράψω άλλου είδους βιβλία, αλλά αν δεν πρόκειται για δικαστικό θρίλερ, οι αναγνώστες μου θα δυσαρεστηθούν. Μια φορά είχα γράψει ένα κωμικό μυθιστόρημα. Μου είχαν πει πως τους είχε αρέσει αλλά προτιμούσαν τα θρίλερ. Είναι σαφές τι τους αρέσει και αυτό θέλουν να τους προσφέρω. Με αυτή την έννοια είμαι κάπως δεσμευμένος: αντιλαμβάνομαι πως δεν πρέπει να τους εξαπατήσω και έτσι προσπαθώ να τους δίνω ένα καλό δικαστικό θρίλερ κάθε χρόνο».
  • Υπάρχει κάποια μαγική φόρμουλα για την επιτυχία σας;
«Υπάρχουν πολλοί παράγοντες για μια τέτοια επιτυχία. Πρώτα από όλα, για να γίνει ένα βιβλίο μπεστ σέλερ, υποχρεωτικά πρέπει να έχει σασπένς. Αν ο συγγραφέας έχει την ικανότητα να χειρίζεται με δεξιότητα τα στοιχεία του σασπένς, οι πιθανότητες να κάνει καλές πωλήσεις το βιβλίο είναι μεγάλες. Το σασπένς είναι κάτι που ενδιαφέρει όλον τον κόσμο. Σε όλους αρέσει να βλέπουν μια ταινία με σασπένς, να διαβάζουν ένα βιβλίο με σασπένς που σε κρατά σε εγρήγορση. Κατά δεύτερο λόγο, η ιστορία πρέπει να έχει έναν ήρωα ή μια ηρωίδα που να κερδίζει αμέσως τη συμπάθεια του αναγνώστη. Ο αναγνώστης θα ταυτίζεται μαζί τους είτε όταν οι ήρωές του βρίσκονται σε μια δύσκολη κατάσταση, είτε όταν κινδυνεύουν, είτε όταν ενοχοποιούνται, είτε όταν στο τέλος τα καταφέρνουν. Αυτά είναι τα βασικά συστατικά του συγκεκριμένου λογοτεχνικού είδους. Στη συνέχεια ακολουθούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε συγγραφέα. Στην περίπτωσή μου αυτά είναι η καλή γνώση του κόσμου των δικαστηρίων. Στην κοινωνία μας, στην κουλτούρα μας, υπάρχει ένα ακόρεστο ενδιαφέρον για ιστορίες με φόντο τα δικαστικά θέματα. Ο κόσμος των νόμων γοητεύει τους πάντες, βρίσκεται στο DNA μας. Στη δική μου περίπτωση επίσης υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο που δεν υπάρχει σε όλους τους συγγραφείς. Είναι το ότι τα βιβλία μου είναι "καθαρά", δεν υπάρχει κάτι ηθικά αμφισβητήσιμο. Αν ένας αναγνώστης 50 ετών διαβάσει ένα μυθιστόρημά μου, θα το συστήσει ανεπιφύλακτα και στη 15xρoνη κόρη του ή στην 80xρoνη μητέρα του». *

No comments: