Μπροστά μου ήδη σερβιρισμένο το κέρασμα: γλυκό βύσσινο και λεμονάδα, που μου φάνηκε ζεστή όσο ποτέ, αλλά την ήπια σχεδόν μονορούφι. «Η μαμά μου μού είπε: όταν έρχεται ένας ξένος, κάτι να τον κερνάς. Προφανώς, το ίδιο σας έχει πει κι εσάς, να μην πάτε σε ξένο σπίτι με άδεια χέρια. Κακώς!» είπε κοιτάζοντας το μπονζάι που του προσέφερα. «Με εξαναγκάζετε δηλαδή να δεχτώ ένα δώρο χωρίς να ξέρετε αν έχω την όρεξή του. Και γιατί κινέζικο; Σας έφαγε η μόδα;». Μου έρχεται ένας στίχος του… «Εκείνοι που μας παίδεψαν βαραίνουν πιο πολύ…» Προσπαθώ να βγω από τη δύσκολη θέση λέγοντας ότι πρόκειται για ένα φυτό που ζει αιώνες και δεν θέλει συχνά πότισμα. «Δηλαδή, θέλετε να μου πείτε ότι αν πεθάνω θα πρέπει να το φορτωθεί η γειτόνισσά μου και μετά η κόρη της κ.ο.κ.». Βάζω τα γέλια. Κι εκείνος αναστενάζει βγάζοντας ένα ξερό «έστω…».
Κάθεται στο γραφείο του, κάτω από δύο εικόνες σε πανομοιότυπο κάδρο: «Καβάφη με Τσιτσάνη δεν θα δεις πουθενά. Είναι “ατραξιόν του Χριστιανόπουλου”». Ξανασηκώνεται, για να βάλει τάξη στις τέσσερις γάτες του που μαλλιοτραβιούνται στο διπλανό δωμάτιο. Εκεί, μεταξύ ενικού και πληθυντικού, έδωσα τη δική μου συνέντευξη.
- Και τώρα, λοιπόν, τι θα ’ρθεις ν’ αποκομίσεις από τη Θεσσαλονίκη;
- - Ο,τι προλάβω.
- - Θα προτιμούσα να μην πάω.
- - Όχι, δεν έχω.
- - Όχι, ούτε τι είναι Θεός ούτε τι είναι ποίημα.
- Τι σημαίνει για σας αυτή η γειτονιά;
Στην περίπτωσή μου το πράγμα είναι λίγο μπερδεμένο και ταυτόχρονα πολύ ενδιαφέρον.
Το παλιό τηλέφωνο πάνω στο γραφείο τον διακόπτει. «Ασ’ το να χτυπάει και να κλείσει. Έκλεισε; Στάσου να το κρύψω». Ανοίγει το συρτάρι του γραφείου, βάζει μέσα το ακουστικό. Έπειτα συνεχίζει: «Σε ηλικία μισού χρόνου νοικιάσαμε ένα σπίτι στην Αγίου Δημητρίου. Αφού γύρισα πολλές γειτονιές και σπίτια, το λιγότερο 10, αξιώθηκα να βρω σπίτι στην Άνω Πόλη. Στο περίφημο Τσινάρι. Λαϊκή γειτονιά που τώρα έχει πολλές ταβέρνες και οι διάφοροι φοιτητές μαζί με τις φιλενάδες τους πάνε και τα κουτσοπίνουνε όλη νύχτα. Το Τσινάρι παλιότερα ήταν κέντρο πουτανιάς. Έμεινα σ’ ένα καταπληκτικό σπίτι, χτισμένο το 1890. Το ζήλευαν και το εποφθαλμιούσαν, ήταν κράχτης για να έρχονται και να με φωτογραφίζουν. Ήρθε και μια φωτογράφος, διεθνούς φήμης, από το Μόναχο. “Μα γιατί εμένα; Η Ελλάδα βράζει από ποιητές” της είπα. “Εσείς πόσους έχετε;” τη ρώτησα. “Έχουμε πολλούς, καμιά οχτακοσαριά”. “Εμείς 5.000! Και μάλιστα σε λογοτεχνικά σωματεία, μέλος εγώ δεν είμαι πουθενά. Ώστε οι Ελληνες φλυαρούν και μέσω της ποιήσεως;
- Οι ποιητές φλυαρούν;
«Μόνο φλυαρίες βλέπω. Οι 5.000 είναι πολλοί. Αν γίνουν 500, βρε παιδί μου, ακόμη πολλοί. Μου επιτρέπετε να βγάλω ένα μηδενικό; Ε, 50 είναι λογικό. Αλλά, μεταξύ μας, να βγάλω ακόμα ένα; Τώρα συνεννοούμαστε. Πέντε ποιητές εν ζωή έχουμε. Θα μπορούσα να διαλέξω τους μισούς».
Τον ρωτάω για το αυτοβιογραφικό του βιβλίο: «Όχι ακριβώς αυτοβιογραφία. Όλα τα κομμάτια του συνθέτουν ένα αυτοβιογραφικό σύνολο, με τίτλο “Θεσσαλονίκη, ου μ’ εθέσπισεν”». Τη συζήτηση μονοπωλεί αυτό το «ου», το οποίο «άμα το γράψεις στο μονοτονικό δεν καταλαβαίνεις με τι τρώγεται. Με ξίδι, με λάδι… Θέλει τη δασεία του, την περισπωμένη του, έναντι μιας φρικτής οξείας».Ύστερα αρχίζει το ταξίδι. Από την Άνω Πόλη, που «ήταν ένας βράχος. Ένας τεράστιος βράχος, δηλαδή λόφος με βράχο. Κάποιος πλούσιος γιατρός, θείος του λογοτέχνη Πεντζίκη, το αγόρασε όλο». Η κουβέντα γυρίζει στους Θρακιώτες και τους Μικρασιάτες που ήρθαν πρόσφυγες το 1924. «Το κράτος αποζημίωσε το γιατρό και μοίρασε το λόφο. Τον κατάξερο βράχο ο μόχθος των Θρακιωτών τον έκανε κουκλάκι. Διακόσιες οικογένειες χτίσανε σπιτάκια, ανάμεσά τους κι αυτό». Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος είναι Θρακιώτης, από τη μάνα του. Από τον πατέρα του, Μικρασιάτης. «Έτσι, λοιπόν, τα έχω όλα. Τον πιο φίνο ελληνισμό στο τσεπάκι μου». Από πάνω μας το Σέιχ Σου. Πριν κάνει την εγχείρηση καρδιάς συνήθιζε να πηγαίνει συχνά και να περπατάει. Τώρα «έχω χάσει πολλά από τα παλιά μου, αλλά όπως βλέπεις αντέχω. Πρέπει να κρατώ ισορροπίες ιατρικές. Δεν πρέπει να βγαίνω μετά τις εννιά το βράδυ. Αν βγω, γυρνώ νωρίς. Έχουμε μία συγκοινωνία και κάνω τις βολτίτσες μου. Δεν πολυκουνιέμαι. Δεν βαριέσαι… Κουνήθηκα – και με το παραπάνω». Μιλάμε για τις 40 Εκκλησιές. «Έχουν πολλά ενδιαφέροντα. Δύο κομμάτια τα διασχίζει ένας δρόμος, η οδός Βιζυηνού. Αυτός ο συνοικισμός γειτονεύει με το Σέιχ Σου. Το κάτω μέρος είναι χτισμένο πάνω στα παλιά εβραϊκά μνήματα. Μνήματα χιλιόμετρα. Αυτό μ’ ενοχλεί. Δεν θα ’θελα να μένω κοντά στο Πανεπιστήμιο».
- Οι Εβραίοι πλειοψηφούσαν τότε;
Η πόλη ήταν οβραίικια. Ας μην το ξεχνούμε. Αλλά και η Αθήνα –κάτσε καλά– ήταν αρβανίτικια. Απάνω σε ξένους λαούς χτίστηκε αυτό που λέμε Ελληνισμός. Ο Ελληνισμός, ενώ είμαστε άθλιοι, έχει κάτι μυστηριακό. Ενώ δεν είναι σπουδαίοι, κάνουν σπουδαία έργα. Όπου πάνε προκόβουν. Ας πούμε, η αρχαία Ελλάδα τι είναι; Διαρκής έξοδος στα πιο απίθανα μέρη. Ή η Παλμύρα. Αυτό είναι το μυστήριο του Ελληνισμού. Έχει ένα τσαγανό πνευματικότητος και πνευματικής δημιουργίας. Όλα τ’ άλλα είναι σκατά. Διότι οι Ελληνες, έναντι αυτού του σπουδαίου αγαθού, έχουν κι ένα θλιβερό: τη διχόνοια.
Εκείνη τη στιγμή ακούω με άλλα λόγια το ποίημά του «Κατατρέχουν τη γραφικότητα»: «Η Θεσσαλονίκη είναι γεμάτη κάστρα και εκκλησίες. Παρόλο που τα κατέστρεψαν, τα ρήμαξαν, χτίσανε πολυκατοικίες, κολλητές στις εκκλησίες, έχει μια ποιότητα – δεν τη βρίσκεις αλλού. Η Θεσσαλονίκη έχει άλλη χάρη. Έγινε αχούρι, μα κάτι κρατάει. Μην τα συζητώ και ματώνει η καρδιά μου. Δεν είναι τυχαία πόλη και ούτε θα είναι ακόμα κι αν την καταστρέψουν εντελώς. Πιστεύω στον Ελληνισμό. Μην κοιτάς τους γελοίους που μιλούν για εθνικισμό. Αν τολμούν, ας πουν κάτι ουσιαστικότερο. Κι εμείς γιατί να τα λέμε; Για να καλλιεργούμε διχόνοιες;». Το βλέμμα μου πέφτει στους τοίχους. Τσαρούχης, Καβάφης. Και Τσιτσάνης.
- Η ρεμπέτικη Θεσσαλονίκη πώς ήταν;
«Γιατί γαργαλιέσαι με τέτοια θέματα;»
- Βλέπω τον Τσιτσάνη από πάνω σας, γι’ αυτό.
«Ετοιμάζω ένα βιβλίο 500 σελίδων για τον Τσιτσάνη. Δεν σημαίνει ότι τον εξιδανικεύω. Ηταν κι αυτός μουτράκι… Πολλοί νομίζουν ότι ο ρεμπέτης είναι τόσο μεγάλο ιδανικό, ώστε αν αξιωθείς να πάρεις άντρα ρεμπέτη θα είναι ο σπουδαιότερος. Κι αν πάρεις ρεμπέτισσα –χαρχάλα και κουφάλα– θα ’ναι η σπουδαιότερη. Στιλιζαρίσματα και τυποποιήσεις… Μακριά από μας. Έχω ενθουσιαστεί με μερικούς ρεμπέτες κι έχω “τραβήξει γιακά” με άλλους. Μην εξιδανικεύεις. Δεν πρόκειται να κάνω τον ηθικολόγο, ούτε ήρθες για μαθήματα ηθικής. Ένα πράγμα να θυμάσαι από μένα. Κινδυνεύεις όταν ομαδοποιείς ανθρώπους. Ένας εισαγγελέας με παρακάλεσε επειδή τραγουδάμε ρεμπέτικα να πάμε στις φυλακές της Τίρυνθας. Ο φίλος μου λέει: “Εγώ να πω ναι σε εισαγγελέα; Αυτοί είναι καθάρματα”. Τι; Έτσι τους ξεγράφουμε; Οι παλιάνθρωποι, τα οργανέτα της εξουσίας; Ε όχι».
- Τα Λαδάδικα πόσο έχουν αλλάξει;
«Γιατί σε ενδιαφέρουν οι τόποι που γαμιούνταν οι άνθρωποι αβέρτα;»
- Μόνο αυτό ήταν τα Λαδάδικα;
«Αυτό ήταν».
- Πηγαίνατε εκεί;
«Πήγαινα να ψουνίσω έρωτα. Δεν έβρισκα. Απογοητεύτηκα. Κι εκεί που είπα να φύγω, βρίσκω έναν καταπληκτικό έρωτα. Πολύ πιο τέλειο απ’ ό,τι τον φανταζόμουνα. Δεν το περίμενα. Και λέω, ας το γράψω ποίημα. Κάποιοι θα το αρέσουν. Αυτά πρέπει να λέγονται. Ευτυχώς πρόλαβα και τα ‘πα. Η Θεσσαλονίκη έχει πολλές μουρντάρικες περιοχές. Οδός Αιγύπτου, στην προτελευταία της φάση, σημαίνει μπορντέλα. Πολλά. Το ένα δίπλα στ’ άλλο. Η ευρύτερη περιοχή Λαδάδικα ήταν εκεί που τώρα ξεφύτρωσαν εστιατόρια μέχρι το λιμάνι. Κάθονταν Ελληνες από την Αίγυπτο. Μαζί μ’ αυτούς και κάποιοι Αιγύπτιοι. Αυτά είναι προ Χριστού, να φανταστείς. Μαζί τους ήρθαν και Εβραίοι. Η πρώτη ομαδική εγκατάσταση Εβραίων στη Θεσσαλονίκη έγινε το 150 π.Χ. Τώρα τα μπορντέλα εξαφανίστηκαν. Δεν έμεινε ούτε ρουθούνι. Ξεφύτρωσαν αυτές οι κουλτουριάρικες ταβέρνες που σε γδέρνουν, πασάροντας μετριότατες τροφές. Έχει τη φήμη ότι εκεί μαζεύεται η κουλτούρα. Ε, ας φάνε κουλτούρα».
Από την Εγνατία πάμε στο Βαρδάρι. «Έχει κι αυτό να διδάξει πολλά από το ερωτικό background της Θεσσαλονίκης. Στον Α’ Παγκόσμιο είχαν έρθει Αγγλοι και Γάλλοι, 650.000 στρατός. Έπρεπε να βολευτούν με ιερόδουλες. Μαζεύτηκαν απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας και πάλι δεν έφταναν. Δεν μπορούσες να περάσεις. Το ένα μπορντελάκι δίπλα στ’ άλλο». Πάμε στο Επταπύργιο: «Μέχρι το 1989 υπήρχαν οι φυλακές βαρυποινιτών. Για να δεις το κάστρο υποχρεωνόσουν να ζήσεις τη φοβερή ατμόσφαιρα. Οι κρατούμενοι σε μια μικρή λακκούβα που χωρούσε ίσα ίσα μια κότα κι ένα παραπέτασμα ακουμπούσε το πρόσωπο. Φρίκη. Μαρτύρια φρικτά… Τώρα οι συνθήκες στις Φυλακές Διαβατών είναι καλές. Πήγαμε και τραγουδήσαμε. Έτσι είναι η Θεσσαλονίκη, πας να γοητευτείς από τα αρχαία κάστρα κι έρχεσαι αντιμέτωπος με τον ανθρώπινο πόνο… Το ίδιο κάστρο, από τη μια είναι μπορντέλα, από την άλλη εκκλησία. Η Θεσσαλονίκη προσφέρει απίθανα και πιθανά. Τέλος πάντων. Το βράδυ θα διασκεδάσετε στην παραλία;»
- Σας αρέσει η παραλία τώρα;
«Οι δήμαρχοι κάθε λίγο και λιγάκι βρίσκουν ιδέες και κάνουν ωραίες παλούκες. Η παραλία φίσκα. Παντού το ίδιο πράγμα. Η πιτσιρίκα έρχεται, λέει “τι θα πάρετε” κι ο τσόγλανος που παρασταίνει το μαχαραγιά λέει “μια γκαζόζα”. Αισθάνεσαι ότι αυτή είναι η ευτυχία της ζωής. Τρίχες. Αλλά μήπως είπα πολλά; Να σηκωθείτε να φύγετε…»
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος χαμογελάει, ξεσπάει σε γέλια με το Sallonica by night, γιατί «μου θυμίζει τους βαθμούς Φαρενάιτ». Έτσι μας συνοδεύει ως την πόρτα. «Όλοι βιάζονται να σε παραμορφώσουν με τον παραμορφωτικό τους φακό. Αφού τα γατιά μου κάθισαν ήσυχα, μπράβο σας και γεια σας. Γεια σου, μωρό μου». Βγαίνει ως το πεζοδρόμιο. Μας κοιτάζει ώσπου περπατώντας φτάνουμε στο τέλος του δρόμου. Ελπίζω να μην ξεμαλλιάσει το μπονζάι. Στην αρχή είχε πει «καθένας όπως έρχεται, έτσι φεύγει». Σήμερα νομίζω πως έπεσε έξω.
No comments:
Post a Comment