Της Τιτικας Δημητρουλια
Patrick Modiano, Στο καφέ της χαμένης νιότης, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Πόλις
Το Παρίσι του Μοντιανό είναι αλλιώτικο από του Χέμινγουεϊ, του Αραγκόν, του Μπένγιαμιν, του Περέκ και του Κενώ, του Πρεβέρ και του Ρουμπώ. Δεν έχει καμία σχέση καν με το Παρίσι του Μπωντλαίρ, παρότι οι ήρωές του Μοντιανό είναι αρχετυπικοί fl�neurs, πλάνητες και περιπατητές, μονίμως περαστικοί και επιστρέφοντες. Δεν μοιάζει επίσης ούτε στο Παρίσι του μεγάλου συγκαιρινού του Ζαν Εσενόζ, παρότι οι «ουδέτερες ζώνες» του Μοντιανό, οι τόποι όπου κατοικούν εκείνοι που πάντα λείπουν, ακόμα και από τον ίδιο τους τον εαυτό, «στο περιθώριο των πάντων, σε εκκρεμότητα», αλληλοσυμπληρώνονται με τους μη-τόπους του Εσενόζ.
Αυτή είναι και η ιστορία της Ζακλίν στο ντεμπορικό «caf� της χαμένης νιότης» αυτή είναι, παραλλαγμένη, και η ιστορία όλων των υπολοίπων προσώπων που περιδιαβάζουν στους δρόμους και τις πλατείες, τις αποβάθρες και τις οδογέφυρες, στις ανηφοριές – και στην κορυφή τους ρουφούν λαίμαργα έναν αέρα ελευθερίας. Αχνές και φωτεινές μορφές, εύθραυστες και εφήμερες, ορίζουν την κατά Μοντιανό παρισινή τοπιογραφία και προσπαθούν να ορίσουν επίσης διά του λόγου τη Ζακλίν, που τριγυρνάει νύχτα στη Μονμάρτρη από τα δεκαπέντε χρόνια της και διευρύνει διαρκώς την περίμετρο των αναζητήσεών της. Αγνώστου πατρός, απούσης μητρός, κυριολεκτικά και μεταφορικά, η Ζακλίν–Λουκί, όπως θα τη βαφτίσουν κάποιοι, βρίσκει τον εαυτό της μόνο τις στιγμές που γίνεται κάποια άλλη, όταν την κατακλύζει η μέθη της φυγής, αφήνει πίσω της τα πάντα και ξαναρχίζει από την αρχή, «αλλάζει δέρμα». Κουκούλι της διανόησης και της τέχνης στο κατώφλι μιας συναρπαστικής εποχής, τα καφέ την φιλοξενούν στα μεσοδιαστήματα των δραπετεύσεών της. Το ίδιο και τα φτηνά ξενοδοχεία, τα επιπλωμένα διαμερίσματα των «ουδέτερων ζωνών».
Η Λουκί ονειρεύεται ένα φύλακα-άγγελο, που θα τη γλιτώσει από το να κουβαλάει ολομόναχη την ευθύνη του βίου της, μια ζωή χωρίς το αίσθημα του κενού που την κατακυριεύει συχνά - πυκνά γεμίζοντάς την τρόμο, χωρίς φόβους και άγχη, χωρίς όμως και τις συμβάσεις του καθημερινού, με τη δροσιά και την αλαφράδα που της χαρίζει εκείνο το άλλο «χιόνι».
Η δεκαετία του ’60 πριν από την έκρηξη του Μάη ως προανάκρουσμα των όσων θα ακολουθήσουν μετά το τέλος του. Η χαμένη νιότη, οι χαμένες προσδοκίες μιας πάντα λαμπερής και μυστηριακής νιότης σκηνοθετούν εδώ την ταινία με τίτλο «Πεθαίνοντας στα είκοσι», συμμετρική παρότι αλλότρια προς το εμβληματικό «Πεθαίνοντας στα τριάντα» (του Ρενέ Γκουπίλ). Την Ζακλίν την καταπίνει ο σκοτεινός πυρήνας της γιατί είναι ουσιωδώς ξένη προς όλους και προς όλα, την κατοικεί και τη διαφεντεύει μια τελεσίδικη ξενότητα. Αλλη αλλά και ίδια μ’ αυτήν που έζησαν πολλοί εξεγερμένοι του Μάη όταν ξημέρωσε η νέα, αμείλικτη εποχή. Ιδια μ’ αυτή που χαρακτηρίζει και τον ίδιο τον απρόσιτο Μοντιανό, με τη δύσκολη παιδική ηλικία, τον πατέρα με τις ύποπτες δραστηριότητες, τη φτώχεια, το οικοτροφείο, την παραβατικότητα, τις επανειλημμένες δραπετεύσεις και την οριστική εγκατάσταση στο πεδίο της γραφής, της μοναδικής ταυτότητας. Η ζωή του επανέρχεται ξανά και ξανά στα έργα του, οι ήρωές του μετακινούνται από βιβλίο σε βιβλίο, μαζί κι οι συγγραφείς που τον συντροφεύουν, όλοι ανάμεσα στο φως και τη σκιά: οι αυτόχειρες Γκυ Ντεμπόρ και Αρτύρ Ανταμόφ, ο ύποπτος Μωρίς Ραφαέλ που θυμίζει λίγο τον Ιταλοεβραίο Μοντιανό πατέρα, ο Πρεβέρ, ο Λόρκα, ο Σαντράρ.
No comments:
Post a Comment