Saturday, September 27, 2008

ΜΑΡΩ ΔΟΥΚΑ: «Σήμερα είμαι λιγότερο αφελής»

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΑΡΩ ΔΟΥΚΑ

Η συγγραφέας της «Αρχαίας σκουριάς» μιλάει για τη λογοτεχνία και την πολιτική, για την κριτική και το Διαδίκτυο και αποκαλύπτει ότι έχει έτοιμο το νέο της μυθιστόρημα, τοποθετημένο στα Χανιά την περίοδο 1941- 45

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΔΑΦΕΡΜΟΥ

Η Μάρω Δούκα κοιτάζει τον συνομιλητή της κατευθείαν στα μάτια, χωρίς «λοξοδρομήσεις», με καθαρό βλέμμα, με τόλμη. Οπως στη γραφή της. Σπινθηροβόλα, σαφής, ακριβοδίκαιη. Και ανά στιγμές με ποιητική ελλειπτικότητα. Τις πρώτες φθινοπωρινές ημέρες, το κόκκινο αντιανεμικό της, το εντελώς άβαφο πρόσωπό της, η καρέ κόμμωση, τα τσιγάρα δεν προδίδουν τα 61 της χρόνια. Η Μάρω Δούκα γράφει ανελλιπώς. Το νέο της μυθιστόρημα είναι σχεδόν έτοιμο. Ταυτόχρονα η πρόσφατη επανέκδοση της Αρχαίας σκουριάς, του μυθιστορήματος με το οποίο μέστωσε η φωνή της μεταπολιτευτικής γενιάς, επισφραγίζει τη διαχρονικότητα της εκφραστικής της δύναμης (η επανέκδοση και άλλων χαρακτηριστικών βιβλίων της, όπως του Καρέ φιξ και της Πλωτής πόλης, όλα με εξώφυλλα φιλοτεχνημένα από τον ζωγράφο Αλέξη Βερούκα, ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια στις εκδόσεις Πατάκη). Οι δύο όψεις του προβληματισμού της, η πολιτική και η υπαρξιακή, παραμένουν το ίδιο επίκαιρες σήμερα, τριάντα χρόνια αργότερα, ως επίμονα αιτήματα αλλαγής.

  • Παραμένετε πολιτικό ον όπως τότε;

«Φυσικά. Μόνο που σήμερα είμαι λιγότερο αφελής και με την εντύπωση ότι το "έργο" αυτό το έχω ξαναδεί...».

  • Το πολιτικό σχόλιο είναι πιο δυνατό όταν προέρχεται από τη λογοτεχνία;

«Ναι. Αλλά μόνο αν ενσωματώνεται δημιουργικά στο κείμενο, αν είναι δηλαδή αναπόσπαστο στοιχείο της μυθοπλασίας, άμεσα συνδεόμενο με τον ψυχισμό των χαρακτήρων και τη θερμοκρασία του κειμένου».

  • Αν γράφατε ένα βιβλίο σήμερα, ποιο θα ήταν το θέμα του;

«Το έχω ήδη γράψει. Θα χρειαστώ όμως πολύ καιρό εντατικής δουλειάς ώσπου να πάρει την τελική μορφή του. Θέμα του είναι η γερμανική πρώτα και η αγγλογερμανική έπειτα κατοχή στα Χανιά (1941-1945) μέσα από την οπτική και τις αναζητήσεις μιας σημερινής κοπέλας».

  • Το ταλέντο ή το θράσος κυριαρχεί στους νεότερους συναδέλφους σας; Και στα δικά σας πρώτα βήματα;

«Δεν θέλω να ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι στα χρόνια της νεότητάς τους υπήρξαν σοβαρότεροι από τους σημερινούς νέους. Διότι κάθε εποχή, μας αρέσει ή όχι, έχει τα δικά της μέτρα και σταθμά. Στα δικά μου πρώτα βήματα, πάντως, η πεζογραφία μπερδευόταν λιγότερο με την παραφιλολογία και απαιτούσε, παράλληλα με το όποιο ταλέντο, πολλή δουλειά, υπομονή, αφοσίωση και μόχθο. Το έχω πει και άλλη φορά: ορισμένοι από τους νέους συγγραφείς, αν και ταλαντούχοι, αναλώνονται πέραν του δέοντος με τη δημόσια εικόνα τους».

  • Τι μπορεί να κάνει ένας συγγραφέας για να «ακουστεί»: να πάει με τα νερά της κοινότοπης «τηλεοπτικής» γλώσσας ή να επιλέξει να είναι απόλυτα πιστός στα καλλιτεχνικά του ένστικτα, παρά τον κίνδυνο της περιθωριοποίησης;

«Ο αληθινός συγγραφέας δεν ροκανίζεται με παρόμοια διλήμματα. Και να σας πω, αυτοί που γράφουν σήμερα ακολουθώντας, όπως λέτε, την κοινότοπη τηλεοπτική γλώσσα γράφουν έτσι επειδή δεν είναι ικανοί να γράψουν αλλιώς. Τονίζω επίσης ότι δεν γράφουμε για να "ακουστούμε", γράφουμε από τη βαθύτερη ανάγκη μας να εξηγήσουμε με τον δικό μας τρόπο τον κόσμο. Οσο για το περιθώριο, γιατί να το φοβόμαστε; Εκεί ανθίζουν τα πιο σπάνια λουλούδια».

  • Ποιος είναι ο ρόλος της λογοτεχνίας σε μια Ελλάδα που κυριαρχείται από την τηλεόραση;

«Δεν ξέρω αν μπορεί να οριστεί επακριβώς ο ρόλος της. Θα έλεγα πάντως ότι πρωτίστως οφείλει να μην ετεροκαθορίζεται. Χωρίς να εθελοτυφλεί, δηλαδή, απέναντι στην επικαιρότητα, καλό θα ήταν να μη σύρεται από αυτήν».

  • Πώς κρίνετε λοιπόν την εποχή μας ιδεολογικά και καλλιτεχνικά σε σύγκριση με τον καιρό της πρώτης δημιουργίας σας;

«Κάθε εποχή - το είπαμε - έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. Πριν από 30 χρόνια οι ατομικές αναζητήσεις συμπλέκονταν δυναμικά με τα συλλογικά οράματα. Και μέσα από αυτή τη συμπλοκή το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα είχε αναπόφευκτα μιαν άλλη δραστικότητα».

  • Ποιο ήταν ιστορικά το γεγονός που σας στιγμάτισε περισσότερο;

«Η επταετής δικτατορία των συνταγματαρχών. Επειδή όμως το "στιγματίζω" έχει και αρνητική χροιά, θα ήθελα να διευκρινίσω ότι τα χρόνια της χούντας, που συμπίπτουν με τον ερχομό μου στην Αθήνα και με τις σπουδές μου, ήταν η πιο γόνιμη από κάθε άποψη περίοδος της ζωής μου».

  • Ποιο προσωπικό τραύμα μετουσιώσατε στη λογοτεχνία και η πράξη αυτή σάς θεράπευσε; Διότι, επί παραδείγματι, έχετε περιγράψει αδιέξοδους έρωτες στην «Πλωτή πόλη».


Η Μάρω Δούκα


«Τα τραύματα στη ζωή μας δεν απαριθμούνται, δεν ταξινομούνται, δεν αξιολογούνται. Εφόσον αυτά ακριβώς είναι η ίδια μας η ζωή, η ουσία της. Θυμάμαι έναν στίχο του Ρίτσου: Ζωή - ένα τραύμα στην ανυπαρξία. Οσο για το γράψιμο, παρηγορεί ίσως αλλά δεν θεραπεύει. Διότι αν θεράπευε... δεν θα υπήρχε λόγος να ξαναγράψουμε».

  • Γιατί ως τρόπο αφήγησης επιλέξατε τον ρεαλισμό;

«Θα έλεγα ότι ο ρεαλισμός είναι αυτός που σε γενικές γραμμές, παρά τους όποιους πειραματισμούς μου, με έχει επιλέξει».

  • Σύμφωνα με την Τόνι Μόρισον, «η ικανότητα των συγγραφέων να φανταστούν αυτό που δεν είναι "εγώ", να κάνουν ό,τι παράξενο να φαίνεται οικείο και ό,τι οικείο να φαίνεται εξωπραγματικό, είναι η άσκηση της δύναμής τους». Πώς σας ακούγεται η άποψή της;

«Θα συμφωνούσα. Και θα είχα μάλιστα να προσθέσω ότι αυτή η λειτουργία του συγγραφέα να "υποτάσσει" το εγώ του και να το εξακτινώνει μέσω της φαντασίας αλλά και της επινόησης σε άλλα "εγώ" αποτελεί όχι μόνο τη δύναμη της μυθιστοριογραφίας αλλά και τη βαθύτερη ουσία της. Από τα πρώτα μου συγγραφικά βήματα, άλλωστε, είχα διαπιστώσει ότι, και όταν ακόμη ο πεζογράφος επιχειρεί να γράψει μια βιωματική ιστορία, η εσωτερική οικονομία του κειμένου του θα τον οδηγήσει ερήμην του (και αυτό θα είναι το σημάδι ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο) σε επινοήσεις και σε φανταστικές προεκτάσεις που δεν έχουν καμία σχέση με τις αρχικές προθέσεις του και τον πρωτογενή σχεδιασμό. Και το θαυμαστό είναι ότι ακριβώς για αυτό, επειδή δηλαδή λοξοδρόμησε, η προσωπική του ιστορία έγινε πολύ πιο αληθινή και πιο οικεία, ικανή να συγκινήσει και τον άλλον, τον αναγνώστη. Θα είχα επίσης να επισημάνω ότι ο μυθιστοριογράφος καλείται όχι μόνο να επινοήσει τα "πρόσωπά" του αλλά και να τα υποδυθεί "χάνοντας" απολύτως το "εγώ" του, ενώ ταυτόχρονα δεν θα πρέπει να λησμονεί ότι αυτός είναι ο σκηνοθέτης. Και ως σκηνοθέτης, ασκώντας τη δύναμή του, οφείλει να γνωρίζει ότι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο οικείο και στο παράξενο τείνει να μηδενίζεται όσο αυτός θα είναι σε θέση να μηδενίζεται, όσο αυτός είναι σε θέση να αποδέχεται την αυθυπαρξία και την αυτοτέλεια που δικαιούνται τα πλάσματα της φαντασίας του».

  • Η ζύμωση ανάμεσα σε ομοτέχνους είναι σημαντική; Ποιος είναι ο λόγος που δεν έχει ξανασυμβεί από τη γόνιμη δεκαετία του '30;

«Το γράψιμο είναι άκρως μοναχική αναζήτηση και περιπλάνηση που απαιτεί ζυμώσεις στα σκοτεινά. Πώς γίνεται ο μούστος κρασί; Πέρα από αυτό, όμως, στη δεκαετία του '30 τα ζητούμενα της τέχνης ήταν ευδιάκριτα και οι ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας είχαν συγκεκριμένο προσανατολισμό. Σήμερα βρισκόμαστε στο λυκαυγές μιας εποχής που ορίζεται από ασαφή κριτήρια και αναζητεί σε τοπικό, παγκόσμιο και διαδικτυακό επίπεδο τα ακόμη πιο ασαφή χαρακτηριστικά της».

- Ποιον σύγχρονο συγγραφέα θα θέλατε να συναντήσετε και τι θα του λέγατε;

«Συνήθως με τους συγγραφείς επικοινωνώ μέσω των βιβλίων τους. Θα ήθελα όμως να πιω ένα καφεδάκι με την Γκόρντιμερ μιλώντας μαζί της περί ανέμων και υδάτων».

  • Η κριτική έχει ρόλο σήμερα;

«Πολύ σημαντικό. Εστω και αν όλοι αναζητούμε τη "δικαίωσή" μας στις λίστες των ευπώλητων, η κριτική είναι αυτή που θα μας τοποθετήσει στην εποχή μας μεσολαβώντας επί της ουσίας στην επικοινωνία μας με τον αναγνώστη και είναι αυτή επίσης που σε γενικές γραμμές θα μας επισημάνει τα υπέρ και τα κατά ενός βιβλίου μας».

  • Εχετε τιμηθεί με πολλά αξιόλογα βραβεία. Αυτά μπορούν να αποτελέσουν «μπούσουλα» για έναν υποψήφιο αναγνώστη; Αρκετοί νέοι συγγραφείς τα εκλαμβάνουν ως ύψιστη καταξίωση.

«Τα βραβεία είναι καλά όταν έρχονται στην ώρα τους. Δεν ξέρω όμως αν θα μπορούσαν να αποτελέσουν "μπούσουλα" για τον αναγνώστη. Επειδή, όχι σπανίως, είναι βραβεία ισορροπιών ή συγκυριών».

  • Σε ποια χίμαιρα έχετε πιστέψει προσωπικά, κοινωνικά, πολιτικά;

«Δεν αφέθηκα ποτέ σε χίμαιρες. Από μικρή ήξερα ότι δικαιούμαι να προσβλέπω στους άλλους κωπηλάτες μόνο εφόσον και εγώ κωπηλατώ».


Το ΒΗΜΑ, 28/09/2008

No comments: