Πόσοι από τους σημερινούς καλλιεργημένους αναγνώστες έχουν διαβάσει τα αριστουργήματα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας; Πόσοι έχουν διαβάσει ενδελεχώς το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ ή έχουν ολοκληρώσει τον «Οδυσσέα» του Τζόις; Πόσοι καθηγητές ιταλικής, αγγλικής ή αρχαίας ελληνικής φιλολογίας έχουν διαβάσει από την αρχή ως το τέλος τα κλασικά έργα που διδάσκουν στους φοιτητές τους. Οπως την «Κόλαση» του Δάντη, τον «Απολεσθέντα παράδεισο» του Μίλτον ή την «Ιλιάδα» του Ομήρου;
Ελάχιστοι διατείνεται ο Pierre Bayard στο κομψό και εξυπνογραμμένο δοκίμιό του «Πως να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πατάκη» και αναφέρεται σε ένα θέμα που δεν απευθύνεται μόνον σε απλούς αναγνώστες βιβλίων -ή και φανατικούς βιβλιόφιλους- αλλά και σε επαγγελματίες της ανάγνωσης, όπως είναι οι κριτικοί, οι οποίοι μπορεί να χρειάστηκε κάποια στιγμή της διαδρομής τους να αναφερθούν ή και να γράψουν για βιβλία που είχαν διαβάσει... διαγώνια, ή είχαν απλώς ξεφυλλίσει ή κρατούν ακόμη στο συρτάρι τους για μελλοντική μελέτη.
Η μελέτη του Bayard είναι, παρά το εντυπωσιακό του τίτλου της και την «χιουμοριστική» διάθεσή του, εξαιρετικά σοβαρή. Όπως μας λέει στον πρόλογό του, ο ίδιος μεγάλωσε σε μια οικογένεια που δεν διάβαζε πολύ. Ο ίδιος, μάλιστα, δεν είχε καμία όρεξη για διάβασμα ή δεν είχε χρόνο για να διαβάσει. Ως καθηγητής της Γαλλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού VII και ως ψυχαναλυτής, σήμερα στα πενήντα δύο του χρόνια, συχνά είναι υποχρεωμένος να σχολιάσει βιβλία που δεν έχει διαβάσει, ακόμη. Αυτό το «ακόμη» είναι ένα θέμα ταμπού στους κύκλους που κυκλοφορεί. Μάλιστα, οργανώνει τους περιορισμούς που νιώθουμε ως αναγνώστες σε τρεις κατηγορίες: Η πρώτη αυτών των περιορισμών ονομάζεται «Υποχρέωση να διαβάζουμε». Ζούμε σε μια κοινωνία που θεωρεί την ανάγνωση υπόθεση ιερή, ειδικά σε ό,τι αφορά σε ορισμένα κείμενα: Απαγορεύεται να μην έχουμε διαβάσει αυτά τα κανονιστικά κείμενα. Ο δεύτερος περιορισμός είναι η «Υποχρέωση να διαβάζουμε τα βιβλία από την αρχή ως το τέλος».
Για παράδειγμα, είναι αδιανόητο για καθηγητές της λογοτεχνίας να παραδεχτούν ότι έχουν απλώς ξεφυλλίσει το έργο του Προυστ. Ο τρίτος περιορισμός είναι η «Ανάγκη να έχουνε διαβάσει ένα βιβλίο για να μπορέσουμε να μιλήσουμε γι αυτό». Ο Bayard ισχυρίζεται ότι είναι δυνατόν να έχουμε μια εξαιρετικά γόνιμη συζήτηση για ένα βιβλίο ακόμη και με κάποιον άλλο που σαν κι εμάς δεν το έχει διαβάσει. Όλοι αυτοί οι περιορισμοί, σύμφωνα με τον συγγραφέα, οδηγούν σε πνευματικό κλείσιμο και σε ένα αναίτιο και άχρηστο αίσθημα ενοχής.
Ο Γάλλος καθηγητής λογοτεχνίας επιχειρεί να ξαναδεί από την αρχή τη σχέση ανάμεσα στην ανάγνωση και την κατάθεση άποψης «Η σχέση μας με τα βιβλία δεν είναι μια συνεχής και ομοιογενής διαδικασία, όπως ισχυρίζονται κάποιοι κριτικοί, ούτε ο τόπος μιας διάφανης αυτογνωσίας. Είναι ένας ομιχλώδης χώρος στοιχειωμένος από τα φαντάσματα της μνήμης, και η αληθινή αξία των βιβλίων βρίσκεται στη δύναμή τους να ξορκίσουν αυτά τα φαντάσματα». Ούτε λίγο ούτε πολύ ο Bayard ισχυρίζεται ότι μπορεί κανείς, χωρίς να τον βασανίζουν οι ενοχές, να μιλά και να εκφέρει γνώμη για βιβλία που δεν έχει διαβάσει. Θεωρεί ότι όχι μόνο αποτελεί συνήθη πρακτική, όπως όλοι υποψιαζόμαστε, αλλά και απολύτως θεμιτή. Βέβαια, ο καθηγητής εννοεί κυρίως την ανάγνωση των «κλασικών», τα βιβλία του «λογοτεχνικού κανόνα» που όλοι μας θα έπρεπε, υποτίθεται, να έχουμε διαβάσει. Και όχι βέβαια την τρέχουσα παραγωγή και την τρέχουσα κριτική της, για την οποία μάλλον ισχύει κυρίως το γνωστό απόφθεγμα του Όσκαρ Ουάιλντ, που έχει βάλει ως μότο κι ο Bayard: «Ποτέ δεν διαβάζω ένα βιβλίο όταν πρέπει να γράψω την κριτική του. Επηρεάζεται κανείς τόσο πολύ!». Προς επίρρωση, μάλιστα, ανατρέχει και σε άλλους «ασεβείς» της «ανάγνωσης», όπως τον Πολ Βαλερί, που τον χαρακτηρίζει «αδιαμφισβήτητο δάσκαλο της μη ανάγνωσης», τον Ουμπέρτο Εκο, τον Μονταίν και διάφορους λογοτεχνικούς ή κινηματογραφικούς ήρωες.
Ο Μπαγιάρ ταξινομεί τη σχέση μας με τα βιβλία σε τέσσερις κατηγορίες: Υπάρχουν τα βιβλία που αγνοούμε εντελώς, αυτά που έχουμε διαβάσει αποσπασματικά, αυτά για τα οποία έχουμε ακούσει να μιλούν (ή για τα οποία έχουμε διαβάσει κριτικές) και, τέλος, τα βιβλία τα οποία έχουμε διαβάσει μα όμως έχουμε λησμονήσει. Μια τελευταία παρατήρηση. Το βιβλίο δεν αποενοχοποιεί όσους δεν αγαπούν τα βιβλία. Δεν αθωώνει το κλείσιμο των βιβλίων, απλά λέει πως αυτοί που τριγυρίζουν γύρω από τον κόσμο των μαγικών τυπωμένων σελίδων μπορούν να πηδάνε μερικές πότε πότε χωρίς να συμβαίνει κάτι φοβερό. Η αξία βεβαίως βρίσκεται στο βιβλίο αλλά και στον πολιτισμικό του αντίκτυπο που έχει στη διαμόρφωση της κουλτούρας της εποχής του.
No comments:
Post a Comment