Του Γιώργου Βαϊλάκη, ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 20/09/2008
Ο Σαρτρ στη «Ναυτία» (1938) περιγράφει -με ιδιοφυή και τρομακτική παραστατικότητα- τον τρόπο με τον οποίο ο ήρωάς του Ροκαντέν βιώνει τον συμπτωματικό χαρακτήρα των πραγμάτων ενός κόσμου που δεν υπόκειται σε καμία λογική συνοχή. Ο λόγος βέβαια για τον κόσμο τον δικό μας που -ωστόσο- δεν είναι καθόλου «δικός μας» και που στερείται καθαρότητας και σαφήνειας, ξεγλιστρώντας ουκ ολίγες φορές από τα ερμηνευτικά συστήματα μέσω των οποίων προσπαθεί να τον κατανοήσει κανείς.
Με άλλα λόγια, η πραγματικότητα δεν είναι ούτε όσο ευκρινής θα θέλαμε, ούτε -εν τέλει- προφανής και ενίοτε μας διαφεύγει. Προσπαθούμε να την εξηγήσουμε για να την ελέγξουμε και έτσι να νιώσουμε το επιθυμητό αίσθημα ασφάλειας μέσα σε ένα -κατά τα άλλα- εχθρικό σύμπαν, αλλά -αλίμονο- αυτή δεν επιδέχεται πάντοτε ερμηνείας. Εάν, λοιπόν, τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, το υπαρκτό και το ονειρικό είναι δυσδιάκριτα, τότε είναι ορατός ο κίνδυνος της σύγχυσης. Φιλόσοφοι όπως ο Καρτέσιος αντιλήφθηκαν αυτήν ακριβώς την τεράστια δυσκολία: Εάν οι παραστάσεις που σχηματίζουμε μέσα μας όταν ονειρευόμαστε μοιάζουν με εκείνες που αντιλαμβανόμαστε όταν είμαστε ξύπνιοι, τότε δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν εκείνο που παρατηρούμε είναι κάτι το πραγματικό ή ένα πλάσμα του ονείρου.Αυτή η αμφισημία της πραγματικότητας έχει απασχολήσει κατ επανάληψη τη λογοτεχνία και μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες περιπτώσεις είναι «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» (1865) του Λούις Κάρολ -έργο φτιαγμένο από ένα τέτοιο πλέγμα λογικών αντιστροφών και παραδοξοτήτων. Σε ένα, λοιπόν, από τα περιστατικά του βιβλίου, η Αλίκη ονειρεύεται τον Κόκκινο Βασιλιά την ώρα που την ονειρεύεται και εκείνος, και κάποιος την προειδοποιεί ότι αν ο Βασιλιάς ξυπνήσει, εκείνη θα σβήσει σαν κεράκι, γιατί δεν είναι παρά ένα όνειρο του Βασιλιά που εκείνη τη στιγμή τον ονειρεύεται και η ίδια. Ενα τέτοιο αναποδογύρισμα των καταστάσεων παρουσιάζει -θα έλεγε κανείς- νοσηρό ενδιαφέρον, αφού έρχεται να υπονομεύσει μία από τις τελευταίες βεβαιότητες που θα διατηρούσαμε ανεπιφύλακτα. Ο Λεόν Μπλουά, παρομοίως, διακήρυττε -περίπου την ίδια εποχή- ότι όλοι μας έχουμε ήδη πεθάνει και η πραγματική κόλαση βρίσκεται εδώ. Και αυτό δεν είναι κάποιο αστείο, ή -ενδεχομένως- ένα τρικ εντυπωσιασμού, αλλά μία υπενθύμιση που τείνει να αποκτήσει την ισχύ προειδοποίησης: Εφόσον η λογική είναι ένα τόσο σημαντικό εφόδιο στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τον κόσμο γύρω μας -και εμάς μαζί- είναι μάλλον αναγκαίο να θυμόμαστε ότι πρόκειται για ένα αιχμηρό εργαλείο το οποίο δεν κόβει μόνο προς μία κατεύθυνση. Σχετικά με αυτό το αμοιβαίο όνειρο που αναφέρει ο Λούις Κάρολ, το οποίο μπορεί κάλλιστα να μην έχει τέλος, ο Μπόρχες μνημονεύει την ιδέα του Μάρτιν Γκάρντνερ αναφορικά σε εκείνη την παχιά κυρία η οποία έφτιαχνε το πορτρέτο ενός αδύνατου ζωγράφου την ώρα που ζωγράφιζε μια παχιά ζωγράφο, η οποία ζωγράφιζε έναν αδύνατο ζωγράφο -και ούτω καθεξής: η γνωστή, δηλαδή, περίπτωση των δύο αντικριστών κατόπτρων. Ποιο, όμως, είναι τελικά το υπαρκτό πρόσωπο και ποιο το είδωλό του; Σε αυτήν την ομιχλώδη περιοχή, στην οποία το πραγματικό και το φαινομενικό, το υπαρκτό και το φανταστικό συγχέονται ανεξέλεγκτα εντάσσει ο Νίκος Βλαντής -με αξιοθαύμαστη δεξιοτεχνία- το μυθιστόρημά του «Λήθη».Εδώ, η λογική αντιστροφή βασίζεται σε μία απλή -και ευφυή στη σύλληψή της- ιδέα: Δεν είναι ο συγγραφέας που ορίζει το υλικό του, τους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, αλλά αυτοί -αντιθέτως- είναι που τον χρειάζονται, τον ελέγχουν και τον χρησιμοποιούν για να τους δίνει ζωή.Ολα ξεκινούν σαν ένας εφιάλτης, όταν ένας συγγραφέας απάγεται και βρίσκεται φυλακισμένος σε έναν ουτοπικό κόσμο στον οποίο ζουν αποκλειστικά ήρωες από μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αυτοί οι χαρακτήρες προσπαθούν να αποφύγουν τη λήθη του αναγνωστικού κοινού και για να το πετύχουν φυλακίζουν συγγραφείς υποχρεώνοντάς τους να γράφουν συνεχώς μόνο γι αυτούς και να τους κρατούν έτσι ζωντανούς. Υπάρχει διέξοδος από αυτήν την κατάσταση; Ο Νίκος Βλαντής στήνει ένα κλειστοφοβικό σκηνικό πάνω στο οποίο ξεδιπλώνει μια συναρπαστική ιστορία που -με τη σειρά της- αναδεικνύει τα ίδια τα όρια της λογικής, μια ιστορία θρίλερ που ισορροπεί επιδέξια ανάμεσα στη δράση και τη στοχαστική της δύναμη.Τελικά τι είναι πιο σημαντικό, η μυθοπλασία ή η καθημερινότητα; Σε κάθε περίπτωση, εάν -καθώς λένε- «η μοναδική τροφή για την τέχνη είναι η ίδια η ζωή», εναπόκειται δικαιωματικά στον ίδιο τον συγγραφέα να αποφασίσει σε ποιον κόσμο ανήκει -τι θα πάρει, αλλά και τι θα αφήσει...
No comments:
Post a Comment