Tuesday, March 31, 2009

Από τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη στον Κ. Γ. Καρυωτάκη


Η διαφορετική ανάδειξη του μαρτυρικού θανάτου του Διάκου από τους δύο ποιητές και από τη δημοτική μούσα
  • ΠΟΙΗΣΗ. Στην «Ποιητική» του ο Αριστοτέλης επέμενε ότι η ποίηση είναι περισσότερο φιλοσοφημένη και πιο σπουδαία από την ιστορία («διό και φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον ποίησις ιστορίας εστίν»), διότι η μεν ποίηση ασχολείται με «τα καθόλου», η δε ιστορία με «τα καθ’ έκαστον». Εντούτοις, και στο σόι των ποιητών αν ανήκει κανείς, δεν χρειάζεται να προσκυνάει σαν δόγμα την αριστοτελική απόφανση· το «αυτός έφα» δεν ισχύει, δεν πρέπει να ισχύει, για κανέναν, κι ας λέγεται Πυθαγόρας ή Αριστοτέλης. Οσο αφοριστικός κι αν ακούγεται πάντως εδώ ο Σταγειρίτης, η πίστη του στην υπεροχή της ποίησης έναντι της ιστοριογραφίας, και νόημα έχει και αλήθεια, προκειμένου περί καλής ποιήσεως, ικανής να αναδείξει το καίριο, μετουσιώνοντας τα αισθήματα σε υψηλές ιδέες. Και τέτοια ποίηση είναι η δημοτική, ποίηση φιλοσοφημένη (και όχι βέβαια φιλοσοφική), έστω κι αν οι βιαστικοί αναγνώστες της επιμένουν να τη θεωρούν αφελή και μονοεπίπεδη.
  • Οσον αφορά συγκεκριμένα τον Αθανάσιο Διάκο, η λαϊκή μούσα κατόρθωσε να συλλάβει και να αποδώσει μετρημένα «το πιο τίμιο, τη μορφή του» και να φανερώσει όλο το σεμνό μεγαλείο της αυτοθυσιαστικής απόφασής του. Παρουσιάζοντας τον Διάκο, λίγο πριν από τον μαρτυρικό θάνατό του, να χαμογελάει και να στρίβει το μουστάκι του, ο δημοτικός ποιητής, αυθόρμητα ή εσκεμμένα, τον συνδέει ταυτόχρονα με τον κλέφτικο βίο, έτσι όπως είχε ήδη τραγουδηθεί (και πιθανόν να τα γνώριζε και ο Διάκος τα σχετικά άσματα) καθώς και με ένα άλλο κορυφαίο κεφάλαιο της ελληνικής ιστορίας: τη μάχη των Θερμοπυλών, το πεδίο της οποίας, όσο κι αν άλλαξε με το χρόνο η τοπογραφία, παραμένει κοντά στην Αλαμάνα. Λέει λοιπόν ένα κλέφτικο της Αγόριανης: «Οι κλέφτες μπαρμπερίζουνται και στρίβουν το μουστάκι/κι ένας τον άλλον έλεε, κι ένας τον άλλον λέει: / “Μόρφα κεφάλια πό ’χουμε και μαύρα ’ν’ τα μαλλιά μας / και δεν μας πρέπει κόψιμο, μηδέ και χαρμαγκιόλα, /μόνο μάς πρέπουν άρματα, σοφίλια και ντουκάδες”» (η χαρμαγκιόλα είναι η καρμανιόλα, τα σοφίλια είναι νομίσματα και οι ντουκάδες κοσμήματα). Πάνω-κάτω τα ίδια λέει ο ένας κλέφτης στον άλλον και στη δυτικομακεδονική παραλλαγή του τραγουδιού και στη σαρακατσάνικη: ότι «τα φρύδια τους τα γραμμένα» και «τα μουστάκια τους τα τσιγκελιά» δεν είναι «για κρέμασμα κι ουδέ για αλυσίδα». «Εις την σκληράν αγωνιστικήν ζωήν των κλεφτών υπήρχαν και στιγμαί αναπαύσεως, καθ’ ας ηδύναντο ούτοι να ευπρεπίζωνται λουόμενοι και περιποιούμενοι την κόμην και το γένιον. Φυσικόν ήτο κατά τον χρόνον τούτον της ψυχικής ηρεμίας ν’ αναλογίζωνται το αβέβαιον της ζωής τής αύριον και με σαρκασμόν ή παράπονον να εκφράζωνται διά την μοίραν των», σημειώνει ο Δ. Α. Πετρόπουλος στην έκδοση «Ελληνικά δημοτικά τραγούδια» (τόμ. Α’, 1962, ανατύπωση από την Ακαδημία το 2000).

Η μνήμη της ιστορίας

  • Αν δεν υπήρχαν λίγες κρίσιμες λέξεις στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Σπυρίδωνος Τρικούπη («μόνος ο Διάκος και ολίγοι των οπαδών του, μιμούμενοι το παράδειγμά του, ησθάνθησαν ότι εκεί απέθανεν ο Λεωνίδας»), θα ήταν αυθαιρεσία να οδηγηθεί κανείς από το στρίψιμο του μουστακιού του Διάκου και τα κλέφτικα «του μπαρμπερίσματος» σε άλλες σκηνές ευπρεπισμού εν πολέμω, από τους Σπαρτιάτες αυτή τη φορά, λίγο πριν από τη δική τους θυσία. Ακόμα πάντως κι αν το ρήμα «ησθάνθησαν» που επιλέγει ο Τρικούπης ενδέχεται να εκφράζει δική του σκέψη ή επιθυμία και να μην αποτυπώνει μια μαρτυρημένη πραγματικότητα που κάποιοι επιζήσαντες της Αλαμάνας την είπαν και την ξαναείπαν, ώσπου την άκουσε κι ο γραφιάς και την απαθανάτισε, ο ρητός συσχετισμός Διάκου - Λεωνίδα φέρνει στο νου όσα είπε ο Δημάρατος στον Ξέρξη, που είχε απορήσει σφόδρα όταν πληροφορήθηκε από τον ανιχνευτή του ότι οι Σπαρτιάτες, αντί άλλης πολεμικής προετοιμασίας, χτενίζονταν. «Επεάν μέλλωσι κινδυνεύειν τη ψυχή, τότε τας κεφαλάς κοσμέονται», γράφει ο Ηρόδοτος (όταν πρόκειται να ριψοκινδυνέψουν τη ζωή τους, έχουν τη συνήθεια να χτενίζουν τα μαλλιά τους).
  • Με μάλλον μοναδικό τρόπο, στο πρόσωπο του Διάκου συνάπτεται αξεχώριστα η δημοτική ποίηση με την «επώνυμη». Το πασίγνωστο δίστιχο «Γιά ιδές καιρό που διάλεξεν ο Χάρος να με πάρει, /τώρα π’ ανθίζουν τα κλαδιά και βγάνει η γη χορτάρι», δεν είναι δημοτικό, δεν είναι κάποιου ανώνυμου λαϊκού ποιητή, όπως είναι γενικότερα πιστευτό στις μέρες μας, αλλά του ίδιου του Διάκου, σύμφωνα τουλάχιστον με την εξιστόρηση του Τρικούπη: «Οδεύων δε εις τον τόπον της ποινής εστάθη, και ρίψας το βλέμμα επί την γελώσαν φύσιν κατά την εαρινήν εκείνην ώραν, είπε το εξής δίστιχον: “Γιά ιδές καιρό που διάλεξεν ο χάρος να με πάρη, /τώρα π’ ανθίζουν τα κλαδιά και βγάν’ η γη χορτάρι”. Ηκολούθησε μετά ταύτα την πορείαν του και υπέστη καρτεροψύχως πολυώδυνον θάνατον τρεις ώρας βασανιζόμενος». «Ο ήρως μέχρις εσχάτης του αναπνοής υπέφερε τους πόνους με απαραδειγμάτιστον αδιαφορίαν, υβρίζων μάλιστα αδιακόπως τους βαρβάρους», ιστορεί ο Χριστόφορος Περραιβός και μνημονεύει ο Κωστής Παλαμάς.

Με νήμα το «γελώ»

  • Οι μικρές λέξεις έχουν μεγάλη ιστορία να πουν: Στα δημοτικά τραγούδια, λοιπόν, «χαμογελούσε» ο Διάκος. Στον Τρικούπη «γελώσα» είναι η φύση. Στον Διονύσιο Σολωμό, στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», ποίημα του πολέμου κι αυτό που υμνεί το άτομο έτσι όπως βγαίνει από το σαρκίο του για να ενωθεί με την κοινότητα και από κοινού να εμψυχώσουν ιδέες, «Ο Απρίλης με τον Ερωτα χορεύουν και γελούνε», επειδή ο ποιητής, για να δείξει πως «όποιος πεθαίνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει», «παρασταίνει τη Φύσι, εις τη στιγμή που είναι ωραιότερη ως μία δύναμι, η οποία, με όλα τ’ άλλα και υλικά και ηθικά ενάντια, προσπαθεί να δειλιάσει τους πολιορκημένους». Η τέταρτη ενσάρκωση του ρήματος «γελώ» συντελείται στο ποίημα «Διάκος» του Κ. Γ. Καρυωτάκη, το πρώτο της «Ηρωικής» τριλογίας» του (ακολουθούν ο «Κανάρης» και ο «Byron»): «Μέρα του Απρίλη. / Πράσινο λάμπος, / γελούσε ο κάμπος / με το τριφύλλι. // Ως την εφίλει / το πρωινό θάμπος, / η φύση σάμπως / γλυκά να ομίλει. // Εκελαδούσαν / πουλιά, πετώντας / όλο πιο πάνω. // Τ’ άνθη ευωδούσαν. / Κι είπε απορώντας: Πώς να πεθάνω;”» Νοηματικά πλουσιότερο και τεχνικά αρτιότερο επιτύμβιο, δύσκολα βρίσκεται.
  • Το κυριότερο λογοτεχνικά αναδημιουργημένο πορτρέτο του Διάκου ο Καρυωτάκης θα το παρέλαβε μάλλον από τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, δεν έμεινε όμως σ’ αυτό παρά δοκίμασε να ξαναβρεί την πηγή και τον κόσμο του δημοτικού διστίχου, εκείνου του «Γιά ιδές καιρό που διάλεξεν...», και να τον αναπλάσει με τον δικό του τεχνικότατο τρόπο. Το ίδιο ακριβώς δίστιχο κίνησε την έμπνευση του Βαλαωρίτη, όμως τον οδήγησε αλλού. Γράφει σχετικά ο Λευκαδίτης ποιητής στα «Προλεγόμενα» του εκτενέστατου «Αθανάση Διάκου» του: «Το επί κεφαλής των προλεγομένων μου δίστιχον [...] το εύοσμον, το αειθαλές τούτο άνθος ομολογουμένως εβλάστησεν εκ των σπλάγχνων του Αθανασίου Διάκου, ουχί διότι βεβαιούται παρά των ιστορικών, ούτε διότι η κοινή συνείδησις επεκύρωσε την παράδοσιν, αλλά διότι προς τους τα τοιαύτα μεμυημένους εν ταις ολίγαις εκείναις λέξεσι διασώζεται φωτογραφημένος ο ήρως, ο θεοσεβής αθλητής, το πρότυπον του ηθικού και φυσικού κάλλους [...] αναντίρρητον ότι ποιητής αυτοσχέδιος της μυροβλήτου στροφής υπήρξεν ο Διάκος».

Ο θεοσεβής Αθανάσης

  • Ο «Αθανάσης Διάκος» του Βαλαωρίτη αντέχει και υπομένει χάρη στη θεοσέβειά του. Τον ακούμε λοιπόν να λέει στη δική του προσευχή στη Γεθσημανή: «Ετοιμος είμαι Πλάστη μου! Λίγες στιγμές ακόμα/και σβηόνται τ’ άστρα σου για με. Για με θα σκοτειδιάσει/τ’ όμορφο γλυκοχάραμα. Θα μου κλειστεί το στόμα, /που εκελαδούσε στα βουνά, στις ρεματιές, στη βρύση, /θα μαραθούν τα πεύκα μου. Αραχνιασμένη η λύρα [...] Ολα τ’ αφήνω με χαρά, χωρίς ν’ αναστενάξω».
  • Ο Διάκος του Καρυωτάκη δεν είναι λιγότερο ήρωας και μάρτυρας επειδή είναι βαθύτατα άνθρωπος, επειδή, όπως κι οι κλέφτες του δημοτικού, έχει ένα παράπονο, και το λέει, τίμια και σταράτα. Το αντίθετο. Το μεγαλείο του αναδεικνύεται «απαραδειγμάτιστο» επειδή είναι το μεγαλείο ενός ανθρώπου που δεν αποστρέφει το βλέμμα του από τον πειρασμό αλλά τον κοιτάζει καταπρόσωπο ώστε να περάσει μέσα του και πάνω του, πατώντας τον, και να δώσει έτσι απτό νόημα σ’ εκείνο το «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή...». Δεν λέει «παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο», αλλά το γεύεται, για να υψωθεί έτσι κατακορύφως στη συνείδησή μας επειδή η ανδρεία του ριζώνει στο κάλλιστο χώμα της περήφανης ελευθεροφροσύνης.
  • Του Παντελη Mπουκαλα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 31/03/2009

No comments: