\
- Είναι συμπυκνωμένα, σε σελίδες αλληλογραφίας, η ατμόσφαιρα, οι κρυφές σκέψεις, οι σκληρές κρίσεις, οι αγωνίες της γραφής, αλλά και οι αγωνίες για το πρόσωπο της Ελλάδας και του κόσμου, όλα όσα που απασχόλησαν δύο εμβληματικά πρόσωπα της ελληνικής πολιτιστικής ζωής, επί 46 ολόκληρα χρόνια: του Γιώργου Σεφέρη και του Γιώργου Κατσίμπαλη.
- Οι δύο ογκωδέστατοι τόμοι της αλληλογραφίας τους με τίτλο «Αγαπητέ μου Γιώργο - Αλληλογραφία (1924-1970», που μόλις κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «Ικαρος» (με δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος) συμπληρώνουν το corpus των επιστολών ενός ποιητή που έγραψε λίγα ποιήματα αλλά πολλά γράμματα. Οι επιστολές του Γιώργου Σεφέρη επιβεβαιώνουν πως κάποια εποχή οι άνθρωποι δεν μιλούσαν στα τηλέφωνα ούτε στο facebook, αλλά αφιέρωναν πολύ χρόνο για να συνομιλούν είτε από κοντά είτε εξ αποστάσεως με τους φίλους τους.
- Το τεράστιο έργο της επιμέλειας και των σχολίων αυτής της δίτομης έκδοσης ανέλαβε ο βιβλιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας Δημήτρης Δασκαλόπουλος. «Στις σελίδες της γραπτής επικοινωνίας τους παρακολουθούμε δύο σχεδόν συνομήλικους εικοσιπεντάρηδες νέους, να ανδρώνονται, να οραματίζονται την προκοπή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, να υφίστανται άπειρες πολιτικές και πολιτειακές αλλαγές, να βιώνουν προσωπικές και οικογενειακές εξελίξεις, να μετακινούνται, να σχολιάζουν ομότεχνους, να διαφωνούν, μα και να επιμένουν ο καθένας στις απόψεις τους, χωρίς να θέτουν σε αμφισβήτηση τους φιλικούς δεσμούς που τους ενώνουν», σημειώνει στον πρόλογό του ο Δημ. Δασκαλόπουλος.
Δείγματα γραφής
- (Κατσίμπαλης προς Σεφέρη, Αθήνα, 17.5.51). «Αγαπητέ μου Γιώργο, Πιστεύω να ’λαβες δυο λόγια μου για το Πάσχα και τ’ όνομά σου καθώς και την Αγγλοελληνική. Το ταξίδι μας στην Ανδρο πραγματοποιήθηκε μ’ επιτυχία κι η Ασπασία καταχάρηκε το δροσόλουστο αυτό νησί μες στο ξεφάντωμα των νερών, των λουλουδιών και της φυτείας του. Μια ολόκληρη βδομάδα περπατούσαμε πέντε και εφτά ώρες την ημέρα γυρίζοντας και τα πιο απόμακρα χωριά και μοναστήρια του. Στο γυρισμό, περνώντας από το Μπατσί, σμίξαμε τον Ανδρέα Εμπειρίκο, που εγκαταστάθηκε εκεί για ενάμιση μήνα για να γράψει... (υποθέτω, το εκατοστό κεφάλαιο του Μεγάλου Ανατολικού και την τρισχιλιοστή σελίδα του!). Αξιολάτρευτος, όπως πάντα, φοράει απαλόχρωμα βελουδένια σακάκια και τρέφει μια τεράστια άσπρη γενιάδα με μαύρο μουστάκι!... (...) Στο προηγούμενο γράμμα μου σου είχα επικολλήσει μια αγγελία του βιβλίου του Μαλάνου. Χτες έφτασε στα εδώ βιβλιοπωλεία και το αγόρασα. Καλαίσθητη εμφάνιση - σελίδες 92! Τι να πεις όμως για το περιεχόμενο; Ξεπερνάει ό, τι κι αν είχαμε βάλει στο νου μας! Υποθέτω να σ’ το έστειλε στ’ αναμεταξύ και να καμάρωσες τα χάλια του φίλου μας. Είναι αληθινά δυσπερίγραπτος! Εκείνο ωστόσο που με παραξενεύει το περισσότερο, είναι αυτή η υπολανθάνουσα εχθροπάθεια που διαπερνά τα γραφόμενά του για σένα. Γιατί τόση κακεντρέχεια; Θα πρέπει κάποτε να γράψεις ένα δοκίμιο και για τη νεοελληνική κακεντρέχεια. (...)».
«... μετά εντοσθίων»!
- (Βηρυτός, 15.12.53). «Γιώργο, Τώρα δα έλαβα την κάρτα σου από την Ολυμπία. Χάρηκα που ταξιδεύει και ο Νάνης μαζί σου - θα του κάνει καλό το ξαναβάφτισμα. Τι κακό είναι αυτό: όλα τα μυστηριώδη πράγματα που αγγίζω, βγαίνουν στο τέλος πολύ απλά και κοινά. Η “Κίχλη” βγήκε στον αφρό, ο “Β [ασιλιάς] της Ασίνης” έγινε πρόσωπο μουσείου. Αφήνω που τριγυρνώντας στην Κύπρο σ’ ένα χαριτωμένο εκκλησάκι, την Ασίνη (!), ρώτησα τον καλόγερο από πού βαστάει το όνομα. Από ένα μέρος κοντά στο Ναύπλιο μ’ αποκρίθηκε. Ηρθαν άνθρωποι από κει. Καταλαβαίνεις. Ο Βαγγέλης ο Λουίζος μόνο που δε χόρευε.
- Γύρισα εδώ, πάει βδομάδα. Δύσκολο να ξαναφορέσω το σαμάρι. Βρήκα διάφορα ρολά δικά σου που με περίμεναν μετά εντοσθίων. (Ν [έες] Εστίες). Αλλά το γράμμα σου το συμβουλευτικό το έλαβα στην Κύπρο. Ευτυχώς πολύ αργά. Οχι πως θα μου ματαίωνε το ταξίδι, αλλά θα μου χαλούσε τα κέφια. Εμεινα στην Κύπρο ένα καλό μήνα (λίγο αργά λόγω ατονίας του Υπουργείου, αλλ’ αδιάφορο), τριγύρισα όσο μπορούσα. Εμεινα δεκαπέντε μέρες στου Λουίζου στη Φαμαγκούστα αυλακώνοντας τα περίχωρα -πήγα στην Πάφο- πήγα όπου μπορούσα και γύρισα πίσω με το αίσθημα ότι δεν είδα παρά το ένα εκατοστό από ό, τι ήθελα και σε κατάσταση απόλυτου κυπριασμού. Φυσικά δεν ήταν δυνατό να δεχτώ αγγλοσεφερικές εκδηλώσεις. Είδα Maurice Cardiff και τα είπαμε κατ’ ιδίαν εγκάρδια αλλά και σταράτα. Είδα και Durrell που αγόρασε σπίτι κοντά στην Κερύνεια και ζει με τη μάνα του και το μωρό του. Διδάσκει στο Παγκύπριο Γυμνάσιο. Αλλά για να ξανάρθω στα δικά μας, η Κύπρος είναι ένα μεγάλο κομμάτι Ελλάδα, που οι περισσότεροι ελλαδικοί το ’χουν ακουστά από διαβάσματα εφημερίδων. Για να κερδίσουμε την Κύπρο χρειάζεται αγώνας. Δεν εννοώ αγγλοελληνικός πόλεμος, αλλά μια συστηματική, επίμονη προσπάθεια όλων των Ελλήνων και κυρίως μια δρώσα συνείδηση κάθε στιγμής, όπως στους καιρούς των μεγάλων εθνικών ευαγγελισμών - χρειάζεται αγώνας και θυσίες (...)».
Ενα απολαυστικό δίτομο έργο, που μας γυρνάει σε άλλες εποχές, άλλες σχέσεις, άλλη γλώσσα μεταξύ των ανθρώπων. Η αλληλογραφία δύο ανθρώπων που επηρέασαν και καθόρισαν τα μέγιστα τα νεοελληνικά γράμματα. [Της Ολγας Σελλα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 14/03/2009]
No comments:
Post a Comment